Παρακολουθώντας τις λογοτεχνικές εξελίξεις από το 1974 και μετά, ένα από τα κριτήρια που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να απαντήσουμε στο ερώτημα σχετικά με το βάρος και την εμβέλεια του σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος είναι ο βαθμός και το βάθος της ανταπόκρισής του στις ποικίλες μεταβολές που γνώρισε η κοινωνία (και όχι μόνο η αστική τάξη –ό,τι κι αν εννοούμε με τον όρο αυτόν) κατά τη διάρκεια της τελευταίας τεσσαρακονταετίας. Εφαρμόζοντας ένα τέτοιο κριτήριο, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε πως τα επίπεδα που ορίζουν τη σχέση ατομικού και συλλογικού στη μυθιστορηματική παραγωγή της μεταπολίτευσης είναι πολλαπλά. Ως προς τους πρώτους μεταπολιτευτικούς συγγραφείς, θα έλεγα πως σπεύδουν να αποφορτίσουν τον λόγο τους από το δράμα της πολιτικής και της Ιστορίας, συρρικνώνοντας προοδευτικά τους δεσμούς του ατόμου με τη δημόσια σφαίρα. Η έμφαση ωστόσο αυτή, που εμπεριέχει ένα μήνυμα ελευθερίας, θα αρχίσει γρήγορα να ξεφτά. Το άτομο μπορεί να αποκτά τώρα προτεραιότητα αλλά ταυτοχρόνως μοιάζει έτοιμο να ξεβραστεί από το περιβάλλον του, τείνοντας να ταυτιστεί με ένα απέραντα ασυνεχές και άδειο παρόν.
Μιλάμε πλέον για μιαν εκδοχή της ελευθερίας που θα στρώσει το έδαφος (χωρίς κατά τα άλλα να υφίσταται κάποια ενδογενής συνάφεια) για τους παρωδούς της γενιάς του 1980 οι οποίοι θα προχωρήσουν διαμέσου της καταθλιπτικής ειρωνείας του τερατόμορφου κόσμου τους σε έναν περαιτέρω υποβιβασμό του ατόμου, εγκαταλείποντάς το εντέλει σε μιαν αυστηρώς ιδιωτική περιοχή. Εν προκειμένω θα διαφανεί και το πρώτο μεταμοντέρνο ίχνος: το υποκείμενο θα υποκύψει σε μια παρατεταμένη σύγχυση και απροσδιοριστία ενώ ο συλλογικός ιστός δεν θα καταφέρει ποτέ, μετά τη διάλυση του υποκειμένου, να επανασυγκολλήσει τα διασπασμένα μέρη του. Η ίδια συνθήκη θα ισχύσει εν μέρει και για μιαν άλλη, πολύ ευρύτερη (ηλικιακά και θεματικά) κατηγορία μεταπολιτευτικών μυθιστοριογράφων –για τους μυθιστοριογράφους της καθημερινής και της οικογενειακής ζωής, αν και εκεί είναι ευκολότερα ορατές κάποιες κοινωνικές, ακόμη και πολιτικές, παράμετροι.
Το ατομικό και το συλλογικό
Η πορεία εντούτοις του μεταπολιτευτικού μυθιστορήματος, όπως το υπαινίχθηκα εξ αρχής, δεν είναι αναπότρεπτη και θυμίζει περισσότερο την κίνηση του εκκρεμούς: από την κοινωνία προς το άτομο και από το άτομο προς την κοινωνία, και αυτό όχι κατά την τάξη μιας συμπαγούς χρονικής ακολουθίας αλλά με έναν διάχυτο μάλλον τρόπο που δείχνει ότι το εκκρεμές έχει τη δυνατότητα να κινείται χωρίς διακοπή σε όλο το μήκος της τεσσαρακονταετίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το ιστορικό μυθιστόρημα θα απαντήσει στη διαδικασία της προοδευτικής έκπτωσης του υποκειμένου την οποία θα πυροδοτήσουν οι άλλοι λογοτεχνικοί πόλοι της μεταπολίτευσης με μια θεαματική επιστροφή στο συλλογικό. Με μια κρίσιμη διαφορά: πως η επιστροφή δεν θα πραγματοποιηθεί με τους όρους που ίσχυσαν για την πρώτη και τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Η πολιτική και η Ιστορία δεν θα γεννηθούν πια μπροστά στα μάτια ενηλίκων (όπως οι πρώτοι μεταπολεμικοί μυθιστοριογράφοι) ή παιδιών και εφήβων (όσοι από τους δεύτερους μεταπολεμικούς παρέμειναν προσανατολισμένοι στο συλλογικό), για να προδιαγράψουν και να προκαταλάβουν, με την ένταση και τη βιαιότητά τους, το μέλλον: θα κυοφορηθούν από το απώτερο ή το απώτατο παρελθόν, για να εισβάλουν στο παρόν και να λειτουργήσουν, όπως συμβαίνει πάντοτε με το ιστορικό μυθιστόρημα, ως έμμεσες ερμηνείες του. Το ιστορικό μυθιστόρημα της μεταπολίτευσης θα μείνει μακριά από τον πατριδολατρικό θρίαμβο και τις εθνικές βεβαιότητες οι οποίες το στήριξαν κατά τον 19ο και κατά ένα μεγάλο τμήμα του 20ού αιώνα, επιχειρώντας ένα γενναίο άνοιγμα προς τον Αλλο και προς την έννοια της ετερότητας. Η απουσία συγκροτημένου εαυτού, με την οποία θα προικοδοτήσει η μεταπολιτευτική μυθιστοριογραφία έναν κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο αριθμό των ηρώων της, θα βρει με το ιστορικό μυθιστόρημα ένα ζωτικό αντίβαρο: τις ετερογενείς πολιτισμικές ταυτότητες και τους πολλαπλούς τρόπους συνύπαρξης, αντίθεσης ή διαπλοκής τους. Σε μια ανάλογη γραμμή, το άτομο, μολονότι δεν έχει ξεφύγει ούτε πόντο από τη μεταμοντέρνα μοίρα της ρευστότητας και της απροσδιοριστίας του, και μολονότι έχει επίσης σαφώς παραιτηθεί από την επιδίωξη της αυτονομίας του, προσπαθεί να ενταχθεί, σύμφωνα με το παλαιό πρόταγμα του Χέρντερ, σε ένα δίκτυο συλλογικών δεσμεύσεων. Θα πρέπει βεβαίως να σημειώσουμε εδώ πως υπό αυτούς τους όρους το συλλογικό δεν είναι δυνατόν να προκύψει από τον ζωντανό αναβρασμό της πολιτικής και της Ιστορίας αλλά μόνο μέσα από τις μνήμες του πολιτισμού και της κουλτούρας.
Επιστροφή εντούτοις στο συλλογικό θα επιχειρηθεί και από ένα άλλο λογοτεχνικό είδος: το αστυνομικό μυθιστόρημα. Στις ιστορίες μυστηρίου της μεταπολίτευσης το άτομο εξακολουθεί να είναι το άτομο που ξεπηδά από τις σελίδες των πεζογράφων της πρώτης μεταπολιτευτικής γενιάς, των παρωδών αλλά και των θιασωτών της καθημερινότητας. Το νουάρ ωστόσο και το κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα θα παρακάμψουν κατά την ίδια περίοδο την κοινωνική απομόνωση και τον ατομοκεντρισμό, που αποτελούν εκ παραδόσεως τα ιδεολογικά σπλάχνα της ιστορίας μυστηρίου, και θα συγκεντρώσουν την προσοχή τους σε πλήθος κοινωνικών δεινών του καιρού μας: από το ζήτημα του ρατσισμού, του εθνικισμού και της μετανάστευσης, και τη γάγγραινα του νεοπλουτισμού, του βρώμικου χρήματος και της ανεργίας, μέχρι την πανδημία της πολιτικής και της οικονομικής διαφθοράς.
Επειτα από όλα αυτά, τα όχι αφανή και αμελητέα, ποιος μπορεί να αμφιβάλλει (πέρα από τις επιμέρους ποιοτικές ενστάσεις που είναι αυτονόητες για κάθε λογοτεχνία) για την τεχνική ή την ειδολογική πολυμορφία αλλά και για την κοινωνική πολυτυπία και σημασία του ελληνικού μυθιστορήματος;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ