Στην κλασική, πλέον, μελέτη –ακόμη αμετάφραστη στα ελληνικά –The Rise of the Novel (Chatto & Windus, 1963) o Ian P. Watt υπογραμμίζει εμφατικά και με στατιστικά στοιχεία τη σημασία που είχε για την εξέλιξη του μυθιστορήματος στη Βρετανία η ανάπτυξη ενός αναγνωστικού κοινού της μεσαίας τάξης. Στην Ελλάδα τέτοιου είδους συνολικά στοιχεία από την ιστορική διαδρομή του μυθιστορήματος δεν έχουμε. Η Αλεξάνδρα Μπίζη, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας και βιβλιοπώλισσα, μας μεταφέρει στοιχεία και συζητήσεις πελατών από το βιβλιοπωλείο της, τη δική της εμπειρία της αναγνωστικής ανταπόκρισης στο ελληνικό μυθιστόρημα.
Ενας ακόμη πεζογράφος της νέας γενιάς συγγραφέων που τη δική της τοποθέτηση στο ζήτημα θέλαμε να γνωρίσουμε, ο 33χρονος Δημοσθένης Παπαμάρκος, όταν ξεκίνησε να γράφει δεν σκεφτόταν «τίποτε άλλο εκτός από το μυθιστόρημα». Μετά τα εφηβικά φανταστικά μυθιστορήματα Η αδελφότητα του πυριτίου (Αρμός, 1998) και Ο τέταρτος ιππότης (Κέδρος, 2001) στράφηκε στο διήγημα με τη συλλογή ΜεταΠοίηση (Κέδρος, 2012). Η βραβευμένη και από την Ακαδημία Αθηνών συλλογή διηγημάτων του Γκιακ (Αντίποδες, 2014), με 17.000 αντίτυπα σε κυκλοφορία μέχρι στιγμής, εξελίσσεται σε long seller –και ίσως και σ’ αυτή τη σπάνια τύχη για το είδος να οφείλεται και ένα μέρος της επικράτησης του διηγήματος στον αφρό της συζήτησης για την ελληνική πεζογραφία στις μέρες μας. Τις δικές του απόψεις για το ελληνικό διήγημα και το μυθιστόρημα καταθέτει σήμερα μαζί με την πεποίθησή του για την ανάγκη ανάπτυξης ενός κριτικού λόγου για το μυθιστόρημα με «επιχειρήματα ή έστω μια στιβαρή θεωρία για το τι αποτελεί τον μυθιστορηματικό κανόνα».
Αλεξάνδρα Μπίζη: Ελληνες – ξένοι: Σημειώσατε 2

Η ξένη μεταφρασμένη πεζογραφία διαβάζεται περισσότερο από την ελληνική. Αυτό λένε η καθημερινή εμπειρία και οι αριθμοί. Ελέγχοντας, για παράδειγμα, τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2016 στο βιβλιοπωλείο μας, διαπιστώνουμε ότι οι πωλήσεις της ξένης λογοτεχνίας είναι υψηλότερες σε ποσοστό 25%. Τα στοιχεία αφορούν κυρίως το μυθιστόρημα και δεν συμπεριλαμβάνουν τη λεγόμενη «αισθηματική λογοτεχνία».

«Πόσους καλούς συγγραφείς δικαιούμαστε εν τέλει;»
Κατανοητό εν μέρει, όπως προκύπτει και από συζητήσεις μεταξύ πελατών που γίνονται στο βιβλιοπωλείο. «Μια μικρή χώρα είμαστε. Πόσους καλούς συγγραφείς δικαιούμαστε εν τέλει; Και πόσα καλά βιβλία μπορούμε να βγάλουμε; Δεν γίνεται να μην ενδιαφερόμαστε για ό,τι γράφεται σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο» λέει κάποιος πελάτης. «Α, ξένη! Την προτιμώ χίλιες φορές! Οχι άλλο μιζέρια!» πετάγεται μια κυρία. Ενας τρίτος επεμβαίνει δυναμικά: «Τι εννοείτε μιζέρια; Την εσωστρέφεια; Την αυτοαναφορικότητα; Μα έχουμε πολύ καλούς συγγραφείς, ξέρετε! Και εξαιρετικό σύγχρονο μυθιστόρημα! Εχετε διαβάσει…». Η συζήτηση εκείνη τη μέρα πήγε από τη Μάρω Δούκα, τον Θανάση Βαλτινό και τη Ζυράννα Ζατέλη, στα δοκίμια του Κούντερα, στον «επαρχιωτισμό των μικρών και των μεγάλων εθνών», στις «μικρές γλώσσες», στις μεταφράσεις και από εκεί στη «λογοτεχνία της κρίσης» και στους νεότερους έλληνες μυθιστοριογράφους, στις κατακτήσεις ή στις αδυναμίες τους.
Συζητήσεις τέτοιας έκτασης και έντασης μπορεί να μη γίνονται σε καθημερινή βάση αλλά δεν είναι σπάνιες και είναι ενδεικτικές του ενδιαφέροντος των αναγνωστών για τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Ακόμα και όσοι την κρίνουν με υπερβάλλουσα κάποιες φορές αυστηρότητα ή αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη το ελληνικό μυθιστόρημα νιώθουν ότι τους αφορά άμεσα. Ετσι, πολλές φορές, η θετική αποτίμηση των αναγνωστών για έργα που τα αντιμετώπισαν αρχικά με δυσπιστία αποτελεί ευχάριστη έκπληξη και για τους ίδιους.
Κλασικοί, νουάρ, φανταστικό και αισθηματικό μυθιστόρημα
Μας ξαφνιάζει άραγε το γεγονός ότι για την κλασική ελληνική πεζογραφία (την παράδοση ή τον «κανόνα») το ενδιαφέρον είναι πολύ περιορισμένο; Εξετάζοντας τις πωλήσεις των δύο τελευταίων ετών, βλέπουμε πως είναι λίγοι οι συγγραφείς που ζητούνται σταθερά από τους αναγνώστες: Καζαντζάκης, Καραγάτσης, Τσίρκας, Παπαδιαμάντης, Αλεξάνδρου, Πολίτης, Χατζής, Σκαρίμπας. Υπάρχει κάποιου είδους αδράνεια της βιβλιοκριτικής ή οι όποιες προσπάθειες συναντούν την αδιαφορία του κοινού; Συμβάλλει, μήπως, αρνητικά και η εκπαίδευσή μας; Δεν γίνεται να μην το σκεφτείς όταν, για παράδειγμα, νεαρή αναγνώστρια, με όλον τον αυθορμητισμό της ηλικίας της, δηλώνει: «Ωχ, όχι! Αυτό το κάναμε στο σχολείο!».
Γιατί το ενδιαφέρον για τους ξένους κλασικούς και τον «δυτικό κανόνα» είναι πολύ μεγαλύτερο; Δεν είναι πάντα εύκολες ή αυτονόητες οι απαντήσεις. Μπορεί από τη μία τα ποσοστά της ξένης κλασικής λογοτεχνίας να είναι υψηλότερα (περίπου 50% με βάση τις τελευταίες μετρήσεις μας) αλλά από την άλλη, οι Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα αποτελούν ένα από τα βασικά longseller του βιβλιοπωλείου μας, τύχη που δεν την έχει το Αλεξανδρινό κουαρτέτο του Λόρενς Ντάρελ.
Σε ό,τι αφορά την αστυνομική λογοτεχνία και το μυθιστόρημα φαντασίας (η κατάταξη είναι εν μέρει εργαλειακή) είναι αναμενόμενο οι πωλήσεις των ξένων τίτλων να υπερισχύουν συντριπτικά. Ομως, το ενδιαφέρον για τους έλληνες συγγραφείς (Μάρκαρης, Μιχαηλίδης, Μπουραζοπούλου) κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι και παρατηρούμε πλέον και ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τους νεότερους. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα βιβλία του Γιάννη Μαρή, παραγνωρισμένα μέχρι πριν από λίγα χρόνια, έχουν αποκτήσει πλέον ένα πιστό αναγνωστικό κοινό.
Πλήρης ανατροπή των παραπάνω δεδομένων παρατηρείται στην κατηγορία της «αισθηματικής λογοτεχνίας»: εδώ το ενδιαφέρον των αναγνωστών (κυρίως γυναικών) στρέφεται σε ποσοστό τουλάχιστον 90% στην ελληνική παραγωγή.
«Σπάνια θα πει κάποιος: «Ενδιαφέρομαι κυρίως για διήγημα»»
Μυθιστόρημα ή διήγημα; Μυθιστόρημα, είναι η συνηθισμένη απάντηση. Σπάνια θα ακούσεις κάποιον να λέει: «Ενδιαφέρομαι κυρίως για το διήγημα». Κι εδώ είναι αρκετά τα ερωτήματα που προκύπτουν. Αν, για παράδειγμα, τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα ή τα θεωρούμενα «δύσκολα» (π.χ. μυθιστόρημα ιδεών) επιλέγονται πιο εύκολα στις περιόδους των διακοπών για ευνόητους λόγους (περισσότερος χρόνος, μεγαλύτερη ικανότητα συγκέντρωσης) δεν θα ήταν εύλογο οι συλλογές διηγημάτων να προηγούνται στις προτιμήσεις των αναγνωστών τις δύσκολες περιόδους, τότε που οι απαιτήσεις της καθημερινότητας ευνοούν την επιλογή της μικρής φόρμας; «Κάθε διήγημα απαιτεί και μια νέα ιδέα από τον συγγραφέα, κι εγώ κάθε φορά πρέπει να αρχίζω από την αρχή!» λέει μια φίλη.
Εχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι οι συλλογές διηγημάτων έχουν μεγαλύτερη απήχηση στους συστηματικούς αναγνώστες, που διαβάζουν τουλάχιστον ένα βιβλίο την εβδομάδα, και ότι δύσκολα κάποιος που διαβάζει ένα βιβλίο τον μήνα θα τις επιλέξει. Μήπως, όμως, η προτίμηση για το μυθιστόρημα ενέχει και την, έστω και μη σαφώς διατυπωμένη ή ομολογημένη, αξιολογική κρίση ότι «το διήγημα είναι κατώτερο είδος»; Θα λέγαμε, με βεβαιότητα, ότι για την πλειονότητα των αναγνωστών με τους οποίους ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή δεν τίθεται θέμα ιεραρχίας. Αλλωστε είναι αναμφισβήτητη η άνθηση του ελληνικού διηγήματος την τελευταία πενταετία, όπως και η θερμή του υποδοχή από σημαντική μερίδα των αναγνωστών.
Γιατί, λοιπόν, το μυθιστόρημα κερδίζει την προτίμηση των αναγνωστών; Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το σπουδαίο μυθιστόρημα περιέχει εν δυνάμει τα πάντα: και το διήγημα και την ποίηση και το δοκίμιο.Και κάποιος άλλος θα μπορούσε να συμπληρώσει ή να αντιτείνει ότι τα είδη δεν τοποθετούνται σε μία πυραμίδα όπου την κορυφή κατέχει τομυθιστόρημα· όλα τα είδη όπως και όλες οι μορφές τέχνης βρίσκονται σε κύκλο, το ένα τρέφει το άλλο αενάως. «Διάβαζε! Ξέχνα ιεραρχίες, κανόνες και διάβαζε!» όπως λέει ένας φίλος, συμπαραστάτης στον αγώνα που δίνουν καθημερινά συγγραφείς, εκδότες, μεταφραστές, κριτικοί, βιβλιοπώλες. Η συζήτηση –και στα βιβλιοπωλεία –συνεχίζεται.
*Η κυρία Αλεξάνδρα Μπίζη είναι συγγραφέας, συνιδιοκτήτρια του Βιβλιοπωλείου «Πλειάδες» στην Αθήνα.
Δημοσθένης Παπαμάρκος: Συντηρητικές θέσεις ως καινοφανείς

Τα τελευταία χρόνια η άποψη που αναπαράγεται ολοένα και πιο έντονα τόσο στον κριτικό λόγο στην Ελλάδα όσο και ιδιωτικά είναι αφενός το κοινότοπο πως «το ελληνικό μυθιστόρημα είναι σχεδόν ανύπαρκτο», αφετέρου πως η μικρή φόρμα είναι ό,τι καλύτερο είχε και έχει να επιδείξει η νεοελληνική λογοτεχνία. Κάτι σαν κι αυτό που είναι η φέτα για τα ελληνικά τυριά. Με άλλα λόγια, παράγεται σε μεγάλες ποσότητες και είναι πάντοτε εξαιρετικής ποιότητας. Αντιπαρέρχομαι το προβληματικό του όρου «μικρή φόρμα», ο οποίος δεν παρέχει την απαιτούμενη για τεχνικό όρο σαφήνεια, για να μιλήσω για τη σημασία αυτής της νέας τάσης ή μάλλον καλύτερα μιας τάσης που επαναφέρει ως καινοφανή μια παραδοσιακή και συντηρητική αντίληψη της ελληνικής κριτικής.

Σνομπισμός για το παλιό, αδικία για τους σύγχρονους δημιουργούς
Σε ένα πρώτο επίπεδο η άποψη αυτή παραγνωρίζει, σχεδόν προγραμματικά, τα πεζογραφικά έργα που δεν υπόκεινται σε αυτή την κατηγοριοποίηση. Κι αν ίσως για έργα που έχουν γραφτεί στο παρελθόν αυτό να οφείλεται σε αναγνωστική άγνοια ή σε έναν ιδιότυπο σνομπισμό που αντιμετωπίζει το παλιό σαν παλιωμένο, θεωρώ πως αδικεί πολλούς σύγχρονους δημιουργούς.
Μολονότι νεότεροι συγγραφείς όπως η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, η Κάλλια Παπαδάκη, η Μαρία Ξυλούρη, ο Χρήστος Αστερίου, ο Λευτέρης Καλοσπύρος, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, ο Ακης Παπαντώνης, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, και άλλοι που ξεχνάω, έχουν παράξει έργα εγνωσμένης τόσο από κοινό όσο και από κριτικούς ποιότητας, δεν χωρούν στο παραπάνω σχήμα. Αυτό επιμένει να εντοπίζει τον ανθό της νεοελληνικής λογοτεχνίας αποκλειστικά στη μικρή φόρμα. Γιατί; Γιατί εκείνοι γράφουν μυθιστορήματα, ενώ το νέο δόγμα λέει πως οι Ελληνες γράφουν μικρή φόρμα.
Το πρόβλημα όμως που δημιουργείται από την αντίφαση πραγματικότητας και προγραμματικής διακήρυξης αντί να οδηγήσει σε αναδιαμόρφωση της θέσης σχετικά με την υποτιθέμενη πρωτοκαθεδρία της μικρής φόρμας, παρακάμπτεται βολικά μέσα από το σχήμα της εξαίρεσης που θέλει ελάχιστους έλληνες συγγραφείς να γράφουν και μυθιστόρημα. Ή ακόμα ακόμα και μέσω μιας εσφαλμένης κρίσης των ελληνικών μυθιστορημάτων ως έργων που υστερούν έναντι των αντιστοίχων ξένων, χωρίς ωστόσο να προβάλλονται επιχειρήματα ή έστω μια στιβαρή θεωρία για το τι αποτελεί τον μυθιστορηματικό κανόνα. Στη θέση τους έχουμε μόνο αφορισμούς και την προβολή προσωπικών προτιμήσεων.
Η αρετή της πυκνής αφήγησης και ο ολισθηρός δρόμος προς την ποίηση στην ύψιστη τέχνη του λόγου
Αυτό με οδηγεί σε ένα άλλο πρόβλημα που χαρακτηρίζει την επιχειρηματολογία όσων υποστηρίζουν την ανωτερότητα της μικρής φόρμας. Αφήνοντας στην άκρη τον αυτόματο ενθουσιασμό για ό,τι είναι μικρό, θα αναφερθώ στην ολοένα συχνότερα προβαλλόμενη ιδέα πως η πύκνωση της αφήγησης αποτελεί την υπέρτατη αρετή ενός πεζού γιατί το φέρνει πιο κοντά στον ποιητικό λόγο. Είναι φανερό πως αυτό μας οδηγεί σε έναν ιδιαίτερα ολισθηρό και αντιδραστικό δρόμο, που αναδεικνύει την ποίηση στην ύψιστη τέχνη του λόγου. Πέραν της αρνητικότητας που υποκρύπτει αυτή η τοποθέτηση, προδίδει επίσης βιαστική κρίση, αν όχι και άγνοια, γιατί αποκλείει την πιθανότητα η γλώσσα ενός μυθιστορήματος να διακρίνεται από πυκνότητα και ακρίβεια έκφρασης. Επιπλέον, φαίνεται να περιστέλλει την ελευθερία του συγγραφέα να επιλέξει εκείνος πότε θα κάνει χρήση του αφηγηματικού εργαλείου της πύκνωσης και πότε όχι, ανάλογα με τις ανάγκες του έργου του.
Το τελευταίο το θεωρώ μία από τις σημαντικότερες, αν όχι τη σημαντικότερη προϋπόθεση για λογοτεχνική δημιουργία. Το να γνωρίζει δηλαδή ο συγγραφέας τα μέσα που θα μεταχειριστεί για να επιτύχει τις επιδιώξεις του και τα όρια καθενός από αυτά. Η συγγραφή ενός διηγήματος προϋποθέτει άλλες διαδικασίες και μεθόδους δουλειάς από τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, και αντίστοιχα εκφράζει μια διαφορετική συγγραφική προσέγγιση τόσο θεματικά όσο και εκφραστικά. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να κατηγορήσουμε π.χ. για οκνηρία έναν συγγραφέα επειδή έχει επιλέξει να γράψει διηγήματα ή για φλυαρία εκείνον που γράφει μυθιστορήματα. Αλλωστε, τα είδη συχνά δεν χωρίζονται με στεγανά όρια για τους δημιουργούς, που επιλέγουν κατά περίσταση το κατάλληλο σχήμα για να υλοποιήσουν τη σύνθεσή τους.
Τα διακριτά χαρακτηριστικά των διαφορετικών λογοτεχνικών ειδών υπάρχουν ακριβώς για να ενισχύουν τον πλουραλισμό όχι μόνο της αναγνωστικής εμπειρίας, αλλά τελικά και του ίδιου του τρόπου που βιώνουμε την πραγματικότητα και στοχαζόμαστε πάνω σε αυτήν.

Η εύνοια σε ένα λογοτεχνικό είδος, το προσωπικό γούστο και τα κριτικά δόγματα
Η εύνοια σε ένα λογοτεχνικό είδος δικαιολογείται ως αποτέλεσμα προσωπικού γούστου, αλλά δεν μπορεί να καθίσταται κριτικό δόγμα. Κι αυτό όχι μόνο γιατί προσβάλλει την αυτονομία του συγγραφέα ως σκεπτόμενου, δημιουργικού υποκειμένου, αλλά γιατί στην ουσία της καταλήγει να αστυνομεύει και να εναντιώνεται έτσι στη διαλεκτική ανάμεσα σε όλες τις μορφές τέχνης, αποθαρρύνει τον πειραματισμό και άρα φτωχαίνει τη λογοτεχνία.
Συνοψίζοντας, θεωρώ πως ο λόγος που θέλει το μυθιστόρημα ως κάτι μη αντιπροσωπευτικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι ισοπεδωτικός και συνδέεται άμεσα με τη μεταφυσική σχεδόν διάσταση που δίνεται στη «μικρή φόρμα» ως τη γνήσια έκφραση της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και παράδοσης –εδώ κι αν χτυπούν καμπανάκια κινδύνου. Το βασικότερο πρόβλημα που διακρίνω σε αυτή τη γενικότερη στάση, τόσο θεωρητικών όσο και λογοτεχνών, είναι ότι ενώ πασχίζει να αποδείξει την εγκυρότητά της ανακαλύπτοντας προγόνους της μικρής φόρμας στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων, πολλές φορές μάλιστα τους εφευρίσκει κιόλας, επιδεικνύει αδιαφορία για τη μελέτη των περιπτώσεων που δεν εγγράφονται στον κανόνα της.
Ετσι, δεν διαιωνίζει απλώς μια παρανόηση, αλλά υπονομεύει εν τέλει τον ίδιο της τον ρόλο, τη μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας.
*Ο κ. Δημοσθένης Παπαμάρκος είναι συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ