Χακάν Γκιουντάϊ
Κι άλλο

Μετάφραση Στέλλα Βρετού
Εκδόσεις Ωκεανίδα, 2016
σελ. 528, τιμή 17 ευρώ

Εκείνο το καλοκαίρι, μόλις πήρα το ενδεικτικό μου, άρχισα να κάνω λαθρεμπόριο ανθρώπων». Ο Γκαζά (του οποίου το όνομα σημαίνει «ιερός πόλεμος») ήταν μόλις 9 ετών όταν άρχισε να βοηθάει τον πατέρα του στη «δουλειά». Και δεν άργησε ο γιος του φορτηγατζή Αχάντ να μπει στο νόημα. «Εμείς μεταφέραμε κρέας. Μόνο κρέας. Στα λεφτά που παίρναμε δεν περιλαμβάνονταν όνειρα, σκέψεις, αισθήματα». Στην παράνομη διακίνηση ανθρώπων δηλαδή, στο δουλεμπόριο. Κόμβος η «Οδός Σκόνης», με την κάλυψη των αστυνομικών και πολιτικών αρχών.

«Είχαμε στη διάθεσή μας έναν λάκκο της κόλασης, μεγάλο ώστε να χωράει διακόσια άτομα, με την προϋπόθεση, βέβαια, να ρουφάνε τις κοιλιές τους και να κολλάνε ο ένας πάνω στον άλλον». Επρόκειτο για έναν υπόνομο με καπάκι. Και κάμερες. Επαγγελματισμός, όχι αστεία. Ο μικρός, υπακούοντας πιστά στις εντολές του αφέντη του, είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία του χώρου: φροντίζει ώστε τουλάχιστον να μην πεθαίνουν οι λαθραίοι που κλείνονται εκεί με σκοπό, κάποια στιγμή, να περάσουν με τα σαπιοκάραβα των «καπεταναίων» Χαρμίν και Ντορντόρ στην Ελλάδα.
Κάπως έτσι λειτουργούσε το δίκτυο: την «αρχή του ταξιδιού» ενσαρκώνει ο Αρούζ, ένας τύπος που οργάνωνε τη μεταφορά του «εμπορεύματος» από τα ιρανικά σύνορα. Βέβαια, αρκετοί λαθραίοι «στέλνονταν στην Ιστανμπούλ» όπου «τους πουλούσαν σαν σκλάβους στη βιομηχανία υφάσματος ή σαν αναλώσιμα στην πορνεία, ας πούμε». Ολα αυτά τα παρακολουθούμε από μια επαρχιακή κωμόπολη της Τουρκίας, το Κάνταλι, 300 χιλιόμετρα από τα βάθη της Ανατολίας, κοντά στα παράλια του Αιγαίου Πελάγους που «είναι σαν να τα έχουν ροκανίσει οι λύκοι». Τα πράγματα όμως εκτροχιάζονται όταν ο Γκαζά γίνεται η αιτία να πεθάνει από ασφυξία ένας 26χρονος Αφγανός που ήταν ο μόνος που του είχε δείξει μια στάλα στοργής, χαρίζοντας «ένα βάτραχο από χαρτί» σε αυτόν τον Μικρό Τύραννο. Αυτό είναι το πλαίσιο του μυθιστορήματος «Κι άλλο» (Daha, 2013) όπου μια ιστορία βίαιης, σχεδόν απάνθρωπης ενηλικίωσης, συνυφαίνεται με ένα από τα μεγαλύτερα (εξόχως σύνθετα και απολύτως δραματικά) προβλήματα του καιρού μας. Το βιβλίο τιμήθηκε το 2015 με το σημαντικό γαλλικό λογοτεχνικό βραβείο Prix Médicis étranger.

Ο 40χρονος Χακάν Γκιουντάι, μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες νέες λογοτεχνικές φωνές στη γείτονα, γεννήθηκε στην Ελλάδα. «Το 1976 ο πατέρας μου εργαζόταν ακόμη στο τουρκικό προξενείο της Ρόδου. Σε ηλικία 4 ετών φύγαμε με την οικογένειά μου, με την οποία και ταξίδεψα στη συνέχεια πολύ. Πρέπει να σας πω ότι πέρσι ξαναπήγα στη Ρόδο, ύστερα από 35 και πλέον χρόνια. Ηταν μια έντονη εμπειρία για εμένα: στο μυαλό μου ήλθαν κάποιες φευγαλέες εικόνες του παιδιού που υπήρξα αλλά δεν θυμόμουν πολλά».


Η σχέση του ατόμου με την κοινωνία
Τον εντοπίσαμε στην Αττάλεια της Νοτιοδυτικής Τουρκίας, όπου βρέθηκε για τα γυρίσματα της ταινίας (σε σκηνοθεσία του Ονούρ Σαϊλάκ) η οποία βασίζεται στο βιβλίο του. «Ο καλύτερος τρόπος να σκέφτεσαι είναι, για εμένα, η γραφή. Γράφω για να καταλάβω πράγματα που δεν ξέρω. Ολα μου τα μυθιστορήματα δεν είναι παρά ερωτήματα που θέτω στον εαυτό μου και προσπαθώ να βρω απαντήσεις αφηγούμενος μια ιστορία. Η βασική μου διερώτηση, εν προκειμένω, είχε να κάνει με τη φύση της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία» σημείωσε ο συγγραφέας.
«Διάβαζα επί σειρά ετών μερικές αράδες στις εφημερίδες για αυτούς τους ανθρώπους που κατέληγαν να θαλασσοπνίγονται στο Αιγαίο. Δεν διάβαζα όμως ουσιαστικές πληροφορίες για αυτούς. Από πού ακριβώς έρχονταν, ποιοι και πώς τους έφερναν στα μέρη μας; Η Τουρκία είναι μια αχανής χώρα. Διέσχιζαν οι άνθρωποι αυτοί όλη αυτή την απόσταση χωρίς να ασχολείται κανείς μαζί τους, σαν να ήταν αόρατοι. Και όποτε διαβάζαμε για αυτούς στις ειδήσεις ήταν επειδή πέθαιναν: η μοναδική τους ταυτότητα ήταν αυτή των νεκρών. Δεν υπήρχε ουσιαστική πληροφόρηση για το λαθρεμπόριο ανθρώπων. Και το 2012, που έγραφα το βιβλίο, το ζήτημα δεν ήταν ακόμη στην καθημερινή ατζέντα, αν και πρόκειται για μια χρονίζουσα πραγματικότητα. Εμένα όμως με ενδιέφερε να κατανοήσω την παράξενη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των λαθρεμπόρων και των ανθρώπων που εκμεταλλεύονται: όταν εγκαταλείπεις το σπίτι σου και παίρνεις έναν άγνωστο δρόμο, συνειδητοποιείς ότι όλα όσα μάθαινες στη διάρκεια της ζωής σου αποδεικνύονται άχρηστα. Σκεφτείτε λίγο πώς είναι να είσαι για πρώτη φορά στη ζωή σου πρόσφυγας. Τι σημαίνει αυτό; Βασικώς σημαίνει να παραχωρείς τον εαυτό σου, την ίδια σου τη ζωή, στην εξουσία ξένων ανθρώπων που δεν γνωρίζεις» συνέχισε ο ίδιος που φαντάζεται τον έφηβο πλέον Γκαζά να πειραματίζεται στο πλαίσιο των καθηκόντων του με τρομακτικά αποτελέσματα.
«Οταν βλέπει πως έχει στα χέρια του αληθινούς ανθρώπους, αρχίζει να παίζει ένα παιχνίδι. Η Αποθήκη είναι η Χώρα και αυτός ο Ηγέτης. Κάνει εκλογές, εφαρμόζει τη δημοκρατία. Το καθεστώς του όμως σύντομα μετατρέπεται σε δικτατορία. Γιατί; Γιατί τα θεμέλιά του αποδεικνύονται σαθρά. Γιατί αποδεικνύεται ότι η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία αξία, όσο κι αν τυλίγεται από τη μεγάλη ιδέα και την ελπίδα της ελευθερίας». Στην πορεία ο Γκαζά, αιχμάλωτος του τραυματικού παρελθόντος του, των ψυχοσυναισθηματικών του αδιεξόδων και των ουσιών, γίνεται ένας τουρίστας του λιντσαρίσματος επειδή πιστεύει ότι μόνο έτσι θα μπορέσει να συνδεθεί εκ νέου με τους ανθρώπους και τον κόσμο.
Το μίσος ως συνεκτικό στοιχείο
«Ενα τέτοιο περιστατικό έγινε η αφορμή να διαπιστώσει ο Γκαζά ότι οι άνθρωποι ενώνονται πιο εύκολα και πιο αποτελεσματικά με το μίσος παρά με την αγάπη. Το μίσος είναι στοιχείο κατεξοχήν συνεκτικό, δεν σε δένει άλλο πράγμα πιο πολύ με κάποιον: το να μισείς μαζί του κάτι. Το μίσος είναι μια διαπολιτισμική ομοιότητα των ανθρώπων που έχει προκαλέσει ανείπωτα αιματοκυλίσματα». Ομως ο ήρωας θα αναζητήσει τη λύτρωση αλλού, θα ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία των λαθραίων. Γιατί; «Αν δεν νιώσεις ντροπή, δεν μπορείς να αλλάξεις. Η αλλαγή του Γκαζά συνίσταται σε αυτό το αίσθημα της ντροπής. Οταν το συναισθάνεται, αρνείται την ταυτότητα που του έχει φορτώσει η κοινωνία, αυτήν του τέρατος. Και ακολουθώντας μια σχεδόν φυσική ροπή, αποφασίζει να εισέλθει παράνομα στο Αφγανιστάν, ώστε να καταλάβει πώς και γιατί έγιναν όλα, ώστε να καταλάβει τους άλλους, τον Αλλο».
Ο Χακάν Γκιουντάι εκκινεί συνήθως από την έννοια της βίας. «Με ενδιαφέρουν πολύ οι θέσεις που λαμβάνουν οι άνθρωποι έναντι της βίας. Υπάρχουν, χοντρικά, τέσσερις βασικές κατηγορίες: να την ασκείς, να την υπομένεις, να είσαι αυτόπτης μάρτυράς της και να την παρακολουθείς από μακριά. Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούμε στη βία φανερώνει και την πολιτική μας στάση. Οταν η βία καθίσταται ο μοναδικός τρόπος να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι, τότε αυτό που λέμε πολιτισμός έχει χαθεί».
Δεν υπάρχει όμως ένα εξωτερικό ερέθισμα που τον κινητοποιεί κάθε φορά; «Η έμπνευση βρίσκεται παντού. Από όλα μπορείς να αντλήσεις έμπνευση ως συγγραφέας. Ομως η έμπνευση έχει να κάνει με την ενσυναίσθηση. Νομίζω ότι το ενδιαφέρον για τον άλλο, η ίδια η συμπόνια αν θέλετε, αυτό που λέμε ανθρωπιά είναι ένας μυς που θέλει εξάσκηση, συνεχή προπόνηση. Γιατί το πιστεύω: ο άνθρωπος έχει την τάση να είναι ανόητος και βίαιος. Αν κάποιος το αποδεχθεί αυτό, μπορεί και να το αντιμετωπίσει. Σε διαφορετική περίπτωση, τα αποτελέσματα είναι ήδη γνωστά».
Η πρόκληση Ανατολή – Δύση
Και η σύγχρονη Τουρκία; «Η χώρα δεν έπαψε ποτέ να αναζητεί την ταυτότητά της, κι όταν η εξουσία δεν σταματά να παρακολουθεί στενά τη διαμόρφωσή της, αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Το πρόβλημα, διαχρονικά, με την εξουσία είναι ότι θέλει να επιβάλλει τη μία ή την άλλη ταυτότητα: θέλει να επιλέξεις τη μία και να αποκηρύξεις την άλλη. Σήμερα, θέλει να είναι όλοι συντηρητικοί μουσουλμάνοι. Οι άνθρωποι όμως είμαστε περίπλοκα όντα, μέσα μας συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές ταυτότητες. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι το να είσαι και Ανατολή και Δύση δεν είναι σχιζοφρένεια, είναι μια πρόκληση. Προσώρας, η Τουρκία κάνει πόλεμο στον ίδιο της τον εαυτό. Και για να αλλάξει, πρέπει να κάνει ειρήνη πρώτα με τον εαυτό της».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ