Paschalis M. Kitromilides (ed.)
Enlightenment and Religion in the Orthodox World Series:
Oxford University Studies in the Enlightenment
Εκδοση του Voltaire Foundation (Oxford), 2016,
σελ. 336, τιμή 70 στερλίνες

Αν η Πανορθόδοξη Σύνοδος που συγκλήθηκε στην Κρήτη από τις 17 ως τις 26 Ιουνίου έχει τις απώτατες ρίζες της σε μια εγκύκλιο του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ το 1902, δικαιούται κανείς να αναζητήσει τόσο τις εκσυγχρονιστικές της πτυχές όσο και τις αντιπαλότητές της (απουσία Πατριαρχείων Μόσχας και Αντιόχειας, αυτοκέφαλων Εκκλησιών Βουλγαρίας και Γεωργίας) στο πλαίσιο της άνθησης και του λυκόφωτος των ιδεολογιών του τέλους του 19ου αιώνα. Συζητώντας με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη αντιλαμβάνεται κανείς τις μη γραμμικές σχέσεις που συνδέουν το σήμερα με το χθες, τις ιδεολογίες και τους θεσμούς της νεωτερικότητας με τη θρησκεία.

Πώς προέκυψε το ερευνητικό ενδιαφέρον για τη σχέση Διαφωτισμού και Ορθοδοξίας;
«Κάθε φορά που επανέρχομαι στα κείμενα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ξαναβλέπω την πρωτοτυπία τους, με την έννοια της προσπάθειας ανθρώπων που γράφουν στα ελληνικά να αποδώσουν τις μοντέρνες ιδέες. Επειδή είχα ασχοληθεί κυρίως με τις πολιτικές ιδέες του Διαφωτισμού, μου κινήθηκε το ενδιαφέρον να δω και την άλλη πλευρά, τα ζητήματα της Εκκλησίας. Ενα από τα αποτελέσματα είναι η συλλογή άρθρων «Enlightenment and Religion in the Orthodox World» (Διαφωτισμός και θρησκεία στον ορθόδοξο κόσμο) που προέκυψε από συνέδριο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών το 2009».
Πόσο επίκαιρη είναι η μελέτη της συνάντησης Διαφωτισμού και Ορθοδοξίας στη συγκυρία της εφετινής Πανορθόδοξης Συνόδου;
«Τα ζητήματα που ανέκυψαν με την Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης ουσιαστικά αρχίζουν με τα θέματα που θίγονται σε αυτό το βιβλίο. Η συνάντηση, δηλαδή, της ορθόδοξης παράδοσης με τις εκκοσμικευμένες ιδεολογίες, με τον Διαφωτισμό με τις πολιτικές και ηθικές του εκφράσεις και αργότερα με τα πολύμορφα στοιχεία που απαρτίζουν τον εθνικισμό».
Μια συνάντηση έντασης, σύμφωνα τουλάχιστον με την αρχετυπική θέση για τη σχέση θρησκείας και ιδεολογιών της νεωτερικότητας.
«Υπάρχει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο αναχρονισμού, αν επιμείνουμε στην άνευ όρων αντιπαράθεση Διαφωτισμού και χριστιανισμού. Επικρατεί μια απλουστευτική αντίληψη για την Ορθοδοξία και τον Διαφωτισμό ως αντιθετικά συστήματα αξιών. Φρονώ προσωπικά ότι επειδή και οι δύο κοσμοαντιλήψεις εμφορούνται από οικουμενικές αξίες ουσιαστικά βρίσκονται στην ίδια πλευρά, απέναντι στις ιδεολογίες της μερικότητας και της αποκλειστικότητας. Στον εθνικισμό, για παράδειγμα, την πιο καθοριστική και ισχυρή ιδεολογία της νεωτερικότητας, αυτή η σύγκλιση απουσιάζει γιατί προτάσσονται άλλες αξίες. Γι’ αυτό είναι αντιφατικό να μιλούμε για «εθνικές ορθοδοξίες» και «εθνικές εκκλησίες», διότι ο χριστιανισμός, αφήνοντας το μεταφυσικό μέρος, αποτελεί σύστημα αξιών και ηθική διδασκαλία που αναφέρεται στον κάθε άνθρωπο, δεν έχει το χαρακτηριστικό των εθνικών αποκλειστικοτήτων και είναι αυτό που τον διακρίνει και από τον ιουδαϊσμό από όπου προήλθε».
Η «σύγκλιση» Διαφωτισμού και χριστιανισμού ερμηνεύει το φαινόμενο του «καθολικού διαφωτισμού» στη Δύση και αντίστοιχες πτυχές στα καθ’ ημάς;
«Η ανανέωση της ελληνικής παιδείας τον 18ο αιώνα ξεκίνησε μέσα από την Εκκλησία. Πλείστοι εκφραστές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ήταν κληρικοί. Πρέπει να φτάσουμε στη γενιά του Κοραή για να πλειοψηφήσουν οι μη κληρικοί. Πλην του Ευγένιου Βούλγαρη, να μνημονεύσω τον Νικηφόρο Θεοτόκη, αλλά να θυμίσω ότι και ο Μοισιόδακας, πνεύμα ρηξικέλευθο και τολμηρό, ήταν ιεροδιάκονος. Παρά το γεγονός ότι προσελκύστηκαν από τις νεωτερικές ιδέες, δεν απεμπόλησαν το θρησκευτικό βίωμα. Ο Βούλγαρης και ο Θεοτόκης κατάφεραν, χωρίς βαθιές συνειδησιακές κρίσεις και συγκρούσεις, να συνδιαλέγονται με τα σύγχρονα ρεύματα στην επιστήμη και στη φιλοσοφία. Βέβαια υπάρχουν ορισμένες ρήξεις που δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν. Ο Βούλγαρης δεν υιοθετεί ποτέ ανοιχτά τη νευτώνεια θεωρία του Σύμπαντος. Ο Θεοτόκης ωστόσο το κάνει. Και η εκκλησία ανοίγει συνειδητά τα σχολεία στους φορείς των ιδεών του Διαφωτισμού για δύο λόγους. Γιατί κατανοεί ότι διαθέτουν καλύτερη παιδεία από τους παραδοσιακούς λογίους (η Αθωνιάδα Σχολή παραδίδεται στον Βούλγαρη και, παρά τις αντιδράσεις, του ανατίθεται η μεταρρύθμιση της Πατριαρχικής Σχολής) και γιατί τον 18ο αιώνα συνειδητοποιεί το πρόβλημα των εξισλαμισμών».
Μιλώντας για την παιδεία του Γένους, είναι ενδιαφέρον ότι στην εισαγωγή σας στο βιβλίο μνημονεύετε την περί θρησκείας σκέψη του Αδαμάντιου Κοραή…
«Ο Κοραής είναι και θρησκευτικός στοχαστής. Υπέστη κι αυτός τις χρήσεις της σκέψης του από εκάστοτε ιδεολογικές στοχεύσεις που παρανόησαν πολλές από τις πολλαπλές συντεταγμένες της σκέψης του. Είναι μια ξεκάθαρη περίπτωση ανθρώπου του Διαφωτισμού που διαμορφώνεται στην Ευρώπη, αλλά με το ορθόδοξο υπόβαθρο που φέρνει μαζί του από τη Σμύρνη όπου μεγάλωσε και σπούδασε, το υπόβαθρο της παραδοσιακής παιδείας του Γένους. Ο ίδιος θεωρεί βέβαια ότι η παιδεία που έλαβε στην Ευαγγελική Σχολή ήταν αποστραγγισμένη από ουσία. Ωστόσο, άρχισε και τελείωσε τη σταδιοδρομία του με θρησκευτικού περιεχομένου συγγράμματα. Αποσκοπώντας στο να διδαχθούν τα στοιχειώδη της πίστης με έναν τρόπο που θα τα καταστήσει ηθικά και κοινωνικά λειτουργικά μεταφράζει, για παράδειγμα, την κατήχηση του Μητροπολίτη Μόσχας Πλάτωνος, ενός πολύ σημαντικού ιεράρχη του 18ου αιώνα, ο οποίος είναι ανοικτός κυρίως στην ηθική διδασκαλία του Διαφωτισμού. Και στο τέλος της ζωής του, αφού έχει ασχοληθεί με τη γλώσσα, την παιδεία, την πολιτική και την εθνική απελευθέρωση, επανέρχεται στα της θρησκείας και γράφει, με μεγάλη τόλμη αλλά και με μεγάλη ειλικρίνεια, κείμενα θρησκευτικού περιεχομένου με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να συμβάλει στην αναμόρφωση της Εκκλησίας κατά τα πρότυπα του χριστιανισμού που διδάσκουν τα ευαγγέλια. Θεωρούσε την Εκκλησία απαραίτητο στοιχείο για τη συγκρότηση της ελεύθερης ελληνικής κοινωνίας. Εκδίδει λοιπόν τον «Ιερατικό συνέκδημο», κείμενο θρησκευτικής σκέψης που τον καθιστά και ενδιαφέροντα θρησκευτικό στοχαστή παράλληλα προς τον εξαιρετικά σημαντικό πολιτικό στοχαστή που είναι».
Παρά τη συνάφεια χριστιανισμού και Διαφωτισμού που διακρίνετε, ωστόσο, θρησκεία και εθνικισμός καταλήγουν τελικά να συμπορεύονται κατά τόπους και κατά περιόδους τον 19ο αιώνα.
«Είδαμε τη διαστρέβλωση των θρησκειών από τις πολιτικές ιδεολογίες στην ιστορία των εθνικισμών στα Βαλκάνια. Ο σφετερισμός της ορθόδοξης παράδοσης από τους εκάστοτε εθνικισμούς υπήρξε η χείριστη υπηρεσία και στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στην Ορθοδοξία ως σύστημα πίστης και ζωής, κάτι που έχει γίνει πλέον αντιληπτό στους κόλπους της, όπως φάνηκε και από την πρόσφατη σύνοδο στην Κρήτη. Αλλά τα ίδια συνέβησαν και στη Δύση –εν ονόματι της θρησκείας εγκληματούσε και ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός. Στην πιο ακραία και τραγική μορφή του φαινομένου, βέβαια, βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται το Ισλάμ για σκοπούς που δεν έχουν να κάνουν σε τίποτε με την αρχική μορφή της διδασκαλίας του».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ