Θωμάς Κοροβίνης
Ο κατάδεσμος
Εκδόσεις Αγρα, 2016,
σελ. 96, τιμή 9,50 ευρώ

Του καταλογίζει το σύμπαν. Υπήρξε το μούλικο ενός γερμανού αξιωματικού της Κατοχής και τώρα είναι αρσενική πόρνη αλλά και αρσενοκοίτης (ακόμα και κτηνοβάτης). Καμάρωνε ως υπόδειγμα γοητείας και ομορφιάς και έχει καταντήσει απωθητικός χοντρομπαλάς. Της άρπαξε κάτω από τη μύτη της στο μαιευτήριο το παιδί τους και το πούλησε σε ένα ζευγάρι ξένων. Σπατάλησε την περιουσία της σε τυχερά παιχνίδια και εξακολουθεί να σκορπίζει στους πέντε ανέμους τα λεφτά της. Προσκύνησε κάθε πολιτικό καθεστώς της τελευταίας πεντηκονταετίας. Πίνει και μεθάει καθημερινά με τους ανεπρόκοπους φίλους του. Δεν σεβάστηκε ούτε κατ’ ελάχιστον τη δουλειά και την προσωπικότητά της –έφτασε μέχρι και να την αναγκάσει να πέσει στο κρεβάτι με διαφόρους χωρίς να λογαριάσει ούτε αγάπη ούτε ηθική.

Ολα τα περιλαμβάνει ο μονόλογος της ηρωίδας του Θωμά Κοροβίνη για τον άντρα της: παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης και παταγώδη απαξίωση, απύθμενο μίσος και ακατάσχετο υβρεολόγιο, βαθιά σεξουαλική αποστροφή, πικρές (πικρότατες) αναδρομές στο απώτερο και στο απώτατο παρελθόν αλλά και επιθυμία για καταστροφή και για θάνατο. Και επειδή ακριβώς η ηρωίδα δεν έχει τη δύναμη να αναλάβει την πρόκληση της καταστροφής και του θανάτου, σπεύδει να στριμώξει τα θηριώδη απωθημένα της σε ένα κείμενο-φωτιά: σε έναν κατάδεσμο, σε μιαν ανταριασμένη κατάρα, που μένοντας ανολοκλήρωτη θα επιτρέψει να επέλθει η πλήρης κατάρρευση. Γιατί η πλήρης κατάρρευση δεν έρχεται όταν τα αρνητικά αισθήματα για τον άλλον ξεχύνονται με όλη τους την ορμή αλλά όταν εισβάλλουν από την πίσω πόρτα στην επικράτεια του οργισμένου εγώ. Ετσι η ηρωίδα του Κοροβίνη δεν θα απαλλαγεί ποτέ από το φάσμα του συζύγου της: θα τον ρημάξει με τα βαριά και άπρεπα λόγια της, θα του αρνηθεί την οποιαδήποτε δικαιολογία, θα τον στείλει εις το πυρ το εξώτερον αλλά δεν θα τον διώξει και δεν θα τον εγκαταλείψει· θα σταθεί εκεί, ακίνητη και ακούνητη, σ’ έναν θανάσιμο εναγκαλισμό με τον άνθρωπο που τη διέλυσε, τρώγοντας στο τέλος μόνη της τις σάρκες της.
Κάτι ωστόσο λείπει από όλον αυτόν τον καταιγισμό και καταιονισμό. Κάτι ακούγεται χωρίς φωνή και χωρίς πάθος στο εσωτερικό του ξέφρενου μονολόγου της αδικημένης συζύγου. Οι συνεχείς, καταλογάδην δίκες και καταδίκες και η επιμονή να βρεθούν οι πιο απίστευτοι χαρακτηρισμοί για τον στιγματισμό της κτηνώδους μορφής του αρχικαταπιεστή, ακόμα κι αν είναι ενταγμένοι σε ένα κείμενο που επιδιώκει να προκαλέσει το κακό με τη μαγική του ενέργεια (και δεν μπορεί παρά να υπακούει σε έναν κανόνα εκφραστικής υπερβολής), δεν ξεφεύγουν από τη λογική της λεκτικής υπερσυσσώρευσης: από τη λογική ενός προγραμματικού γλωσσικού στροβίλου που εμποδίζει την ηρωίδα να βιώσει το δράμα της και αποστερεί τον συγγραφέα από τα μέσα που είναι απαραίτητα προκειμένου να ζωντανέψει τον τυραννισμένο βίο της. Ποιος λέει όμως (για να σκεφθούμε μια πιθανή ένσταση) πως η γλωσσική πλησμονή δεν έχει τη δυνατότητα να παραγάγει δράμα και εσωτερική ένταση; Ουδείς βεβαίως. Η διαφορά με τον Κοροβίνη είναι πως η αφήγηση γίνεται όμηρος της ρητορικής της. Και την αίσθηση αυτή επιτείνει και ενισχύει το γεγονός ότι ο κατάδεσμος της Ζηνοβίας δεν περιέχει τόσο κατάρες ή επικλήσεις κακόβουλων πνευμάτων όσο οικογενειακές ύβρεις και κατηγόριες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ