«Θα έλεγε κανείς ότι διήγημα και μυθιστόρημα, τα κυριότερα πεζογραφικά είδη, βρίσκονται σε αντιπαράθεση αδυνατώντας να συνυπάρξουν στην εξουσία: η αναβάθμιση του ενός προκαλεί την υποβάθμιση του άλλου» έγραφε ο νεοελληνιστής Παναγιώτης Μουλλάς για την πεζογραφία της μεσοπολεμικής περιόδου. Συνεπώς, στην εποχή μας η εμφάνιση μιας κριτικά και εμπορικά αξιοσημείωτης διηγηματογραφικής παραγωγής θέτει αυτόχρημα εν αμφιβόλω την ύπαρξη ελληνικού μυθιστορήματος όπως γράφει σήμερα ο Χρήστος Αστερίου, συγγραφέας μιας συλλογής διηγημάτων (Το γυμνό της σώμα και άλλες παράξενες ιστορίες, Πατάκης 2003) και δύο μυθιστορημάτων (Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη. Μια αληθινή ιστορία, Πατάκης 2006 και Ισλα Μπόα, Πόλις, 2012).
Το διήγημα, συνδεδεμένο, ιδίως το ηθογραφικό, με την εικόνα του έθνους, βρισκόταν στην περίοδο 1880-1920 στο κέντρο της ελληνικής λογοτεχνίας. «Θα χάσει τα πρωτεία μες στην πεζογραφία μας και θα πάρει τη σωστή του θέση, θα γίνει δηλαδή ένας πλανήτης του μυθιστορήματος και θα γυρίζει γύρω απ’ αυτό το κεντρικό πεζογραφικό είδος» γράφει στο περιοδικό Ιδέα το 1934 ο Γιώργος Θεοτοκάς εκφράζοντας την υποστήριξη των συγγραφέων της γενιάς του στη μεγάλη φόρμα και την τοποθέτησή της σε υψηλότερο σκαλί στην ιεραρχία της πεζογραφίας μας. Εχουν νόημα τέτοιες ιεραρχήσεις των ειδών; Στο ερώτημα απαντά ο Δημήτρης Αγγελάτος, συστηματικός μελετητής των ειδών, ο οποίος επιμελείται μια υπό έκδοση ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τη σκοπιά των λογοτεχνικών ειδών.
Στο μεταξύ ίσως δεν είχε άδικο ο Τέλλος Αγρας που υποστήριζε το 1936 ότι «στο νεοελληνικό μυθιστόρημα παράδοσις δεν υπάρχει. Το νεοελληνικό μυθιστόρημα κάθε τόσο ξεκινά από καινούργιαν αρχή». Διότι, σε αντίθεση με το διήγημα, το ελληνικό μυθιστόρημα φαίνεται να μην έχει μνήμη της παράδοσής του, τη μνήμη που εξασφαλίζει τη συνέχεια.
Δημήτρης Αγγελάτος
Για μια «κάθετη» ανάγνωση των ειδών
Κάθε λογοτεχνικό είδος έχει τα ειδοποιά χαρακτηριστικά του, διαμορφωμένα κατά τη μακρά ή βραχεία πορεία του στην ιστορία του πολιτισμού, μέσα από φιλοσοφικές και αισθητικές ιδέες, καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά ρεύματα που το θρέφουν και το γονιμοποιούν. Και ασφαλώς χαρακτηρίζεται από τους πολύτροπους μετασχηματισμούς του μέσα στον χρόνο. Συγγραφικές επιλογές που μορφοποιούν αυτούς τους μετασχηματισμούς, γίνονται σημεία αναφοράς για νέα εγχειρήματα στην ατελεύτητη αλυσίδα του παροντικού διαλόγου ανάμεσα σε κείμενα και συγγραφείς, ανάμεσα δηλαδή στο παρελθόν και στο μέλλον κάθε λογοτεχνικού είδους.
Μικρής ή μεγάλης έκτασης, βασισμένα σε περισσότερο ή λιγότερο απαιτητικούς κανόνες, τροποποιημένα σε ποιοτικά υψηλή ή μη κλίμακα, ως προς την αφετηρία τους, τα λογοτεχνικά είδη ανταποκρίνονται επιτυχώς ή ανεπιτυχώς στις αναγνωστικές ζητήσεις κάθε εποχής ή ακόμη αντιδρούν σ’ αυτές συντείνοντας έτσι στη δημιουργία νέων καταστάσεων (λογοτεχνικών και ευρύτερα καλλιτεχνικών) πραγμάτων.
Η αξία των ειδών στην ιστορία τους

Ο ευδόκιμος μετασχηματισμός, η στασιμότητα ή η υποχώρηση κάπου είδους στο πεδίο –για να έλθουμε στο ζητούμενο –της μυθιστορηματικής ή διηγηματογραφικής παραγωγής ορίζεται σε κάθε εποχή από ένα σύνθετο επικοινωνιακό πλέγμα συγγραφικών και αναγνωστικών επιλογών και στρατηγικών. Και βέβαια για τον ιστορικό και συνάμα θεωρητικό των λογοτεχνικών ειδών δεν υπεισέρχονται εδώ ζητήματα εντυπωσιολογικής ή μεταφυσικής τάξεως όπως η «ανωτερότητα» κάποιου είδους έναντι άλλου (του μυθιστορήματος αίφνης έναντι του διηγήματος) ή η μηχανική συναρμογή εθνών, κοινωνικών στρωμάτων, κλιματικών συνθηκών, γεωγραφικών συντεταγμένων από τη μια, ειδών από την άλλη.
Η ανάλυση και ερμηνεία των λογοτεχνικών ειδών, θεμελιωμένη σε συγγραφικές και αναγνωστικές επιλογές και στρατηγικές, μπορεί να αποσαφηνίσει την ιδιαίτερη βαρύτητα των εκάστοτε κειμένων. Βαρύτητα που εξαρτάται ακριβώς από τη σχέση των κειμένων με την ειδολογική παράδοσή τους: τα διηγήματα ή τα μυθιστορήματα έχουν διακριτή αξία και αυτό όχι αυτοδίκαια –και άρα εκτός ιστορίας –αλλά κατά συσχετισμό κειμένων μέσα στην ιστορία του κάθε είδους.
Η επιλογή συγγραφέων να στραφούν στο διήγημα ή στο μυθιστόρημα συνιστά την πρόθεσή τους είτε να συντονιστούν με τις απαιτήσεις του είδους είτε να παρέμβουν σ’ αυτές ανασυντάσσοντάς τες και τροποποιώντας τες ή δημιουργώντας νέες που θα δώσουν τη θέση τους σε άλλες.
Οι απαιτήσεις των ειδών και ο αναγνώστης

Οσο ο αναγνώστης εξοικειώνεται με τις απαιτήσεις των ειδών τόσο είναι σε θέση να εντοπίζει το ιδιαίτερο στίγμα και την αξία των συγγραφικών εγχειρημάτων στη μία ή στην άλλη ειδολογική παράδοση μαθαίνοντας μεταξύ άλλων να αποφεύγει επιφανειακές και άστοχες αποτιμήσεις.
Κάθε διήγημα ή μυθιστόρημα επιβάλλει λοιπόν εκτός από την προφανή «οριζόντια» ανάγνωσή του και μια «κάθετη» που πάει στο βάθος της οικείας του ειδολογικής παράδοσης. Αν συνεπώς τα διηγήματα π.χ. του Δημήτρη Νόλλα αξίζουν –και αξίζουν -, αυτό δεν εναπόκειται στη σύγκριση με τα μυθιστορήματα του ίδιου ή άλλων αλλά στην «κάθετη» ανάγνωση του διαλόγου των διηγημάτων του με την τροφοδοτική τους παράδοση.
Αλλά βέβαια τα παραπάνω απαιτούν αναγνώστες που δεν βιάζονται να ξεμπερδέψουν με τις 800 ή 1.000 σελίδες κάποιου μυθιστορήματος ή συλλογές διηγημάτων. Αντίθετα, απαιτούν αναγνώστες που κατακτούν σταδιακά τους τρόπους που μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι αποδίδουν, για παράδειγμα, τόσο το σύνθετο δίκτυο σχέσεων μεταξύ πολλών προσώπων όσο και την ακαριαία, εγκυμονούσα στιγμή. Και εννοούν ότι η απόδοση της εγκυμονούσας στιγμής σ’ ένα διήγημα είναι ζήτημα πολυπλοκότατο που αναλύεται και ερμηνεύεται στον ιδιαίτερο άξονα του διηγήματος. Το διήγημα άρα με τις δικές του δεσπόζουσες απαιτήσεις δεν μπορεί να είναι άσκηση για κάποιο «ανώτερο» μελλοντικό μυθιστόρημα και οπωσδήποτε δεν δείχνει την εν ονόματι του μυθιστορήματος «αδυναμία», το «αδιέξοδο» ή την «οκνηρία» των συγγραφέων.
Οι συνθετότερες ή μη πραγματώσεις στην πεζογραφία δεν εντοπίζονται με ετοιμοπαράδοτα σχήματα περί οντολογικής, κοινωνιολογικής ή άλλης αποκλειστικότητας (το μυθιστόρημα έναντι του διηγήματος) αλλά με (ερευνητικό, αναλυτικό και ερμηνευτικό) μόχθο μέσα σε κάθε πολύπτυχη ειδολογική επικράτεια. Γι’ αυτό χρειάζεται κατεπειγόντως η –θεραπευτική –«κάθετη» ανάγνωση.
Οτι η Σκιάθος, λ.χ., ήταν μικρή και χωρίς αναπτυγμένο αστικό βίο δεν φαίνεται να εμπόδισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να συνθέσει μέσα από τα λεγόμενα σκιαθίτικα διηγήματά του ένα προωθημένο από ειδολογική άποψη μυθιστόρημα, που αποτέλεσε αντικείμενο πρόσφατης διδακτορικής διατριβής του Κυριάκου Μαργαρίτη.
Σύγχρονος αυτοθαυμασμός και «βαρετή» παράδοση

Αν τώρα στη σκηνή του σημερινού νεοελληνικού πολιτισμικού γίγνεσθαι, όπου δεσπόζει η κατανάλωση περιτυλιγμάτων μάλλον παρά περιεχομένων, συμβαίνει συγγραφείς να (αυτο)θαυμάζονται εντύπως και ηλεκτρονικώς για την πρωτοτυπία των έργων τους, αδιαφορώντας για τον «βαρετό» Στρατή Τσίρκα ή τον «ξεπερασμένο» Βασίλη Βασιλικό κ.τ.λ., και κριτικοί να εισηγούνται τα μυθιστορήματα να είναι συντομότερα –λες και το μυθιστόρημα ορίζεται από τον αριθμό σελίδων -, ο αντίλογος για την αξία της ειδολογικής συνείδησης, κατακτημένης από συγγραφείς με επίγνωση όσων όρων θέτουν τα ίδια τα εγχειρήματά τους, ξεδιπλώνει από παλιά την ισχύ του. Ετσι, π.χ., ο Λ. Σ. Καλογερόπουλος θα σχολιάσει στον πρόλογο του μυθιστορήματός του Ο Φλώρος (Αθήνα, 1847), την (ειδολογική) ιδιαιτερότητα του έργου του σημειώνοντας ότι επειδή δεν διαθέτει «πείραν της κοινωνίας και μεγάλην της ανθρωπίνης καρδίας γνώσιν» δεν θα επιχειρήσει «περιγραφ[άς] των καθ’ εκάστην εν τη κοινωνία επαναλαμβανομένων σκηνών» ούτε «εξεικονίσ[εις] ηθών και χαρακτήρων των διαφόρων κοινωνικών κλάσεων» (ό.π., ε’-στ’).
Ο λόγος λοιπόν είναι για μυθιστορήματα ή διηγήματα που αφενός «θυμούνται» τη σοφία της πολύτροπης ειδολογικής παράδοσής τους για να την αποδεχθούν ή να την τροποποιήσουν, αφετέρου ακυρώνουν στην πράξη αβασάνιστους και άκοπους –κυρίως άκοπους –συσχετισμούς είτε για την «ανωτερότητα» των μεν επί των δε είτε για το προαποφασισμένο στίγμα τους, εθνικό, κοινωνιολογικό, γεωγραφικό, ακόμη και κλιματικό.
O κ. Δημήτρης Αγγελάτος είναι καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας και Θεωρίας Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Χρήστος Αστερίου
Πεζογραφικά είδη και ξένες επιρροές

Δύο εξαιρετικές συλλογές διηγημάτων που κυκλοφόρησαν την τελευταία πενταετία και γνώρισαν ανέλπιστη εμπορική επιτυχία έδωσαν τροφή για συζήτηση σχετικά με τη θέση του μυθιστορήματος και του διηγήματος στο ειδολογικό βάθρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκεί όπου η ποίηση μοιάζει να έχει καταλάβει, στηριγμένη για τα καλά στα δύο της Νομπέλ, την πρώτη θέση. Αναφέρομαι στα βιβλία του Χρήστου Οικονόμου Κάτι θα γίνει, θα δεις (Πόλις, 2010) και του Δημοσθένη Παπαμάρκου Γκιάκ (Αντίποδες, 2014) τα οποία σάλπισαν αντεπίθεση των διηγηματογράφων ύστερα από μια αρκετά μεγάλη περίοδο επικράτησης του μυθιστορήματος τουλάχιστον στους καταλόγους των εκδοτών και στους πάγκους των βιβλιοπωλείων. Ας μην ξεχνάμε ότι ως πρόσφατα οι συλλογές διηγημάτων έβρισκαν δύσκολα τον δρόμο προς το τυπογραφείο, ενώ οι διηγηματογράφοι μοχθούσαν για την προώθηση των γραπτών τους σε ένα ιδιότυπο καθεστώς μυθιστορηματικής δικτατορίας.

Μυθιστόρημα εναντίον διηγήματος

Με αφορμή τις εκδοτικές επιτυχίες που προανέφερα και θεωρώντας πως το νεοελληνικό μυθιστόρημα όχι μόνο πνέει τα λοίσθια αλλά πως αποτελεί ουσιαστικά την αχίλλειο πτέρνα της λογοτεχνίας μας, πολλοί θα τολμούσαν να υποστηρίξουν ότι οι Ελληνες, ως «γεννημένοι διηγηματογράφοι», οφείλουν να ασκούνται σχεδόν αποκλειστικά στο λογοτεχνικό είδος που ταιριάζει στα μέτρα τους. Μια τέτοια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία καλούμαστε να επιλέξουμε το διήγημα αντί του μυθιστορήματος ή αντιστρόφως είναι καταφανώς προβληματική. Εχω μάλιστα την εντύπωση πως τέτοιες απόψεις εκφέρονται συνήθως από πεζογράφους που έχουν ασκηθεί μόνο σε ένα από τα δύο είδη, συγγραφείς που ομνύουν αποκλειστικά στο μυθιστόρημα θεωρώντας κατώτερο το διήγημα και διηγηματογράφους που απορρίπτουν συλλήβδην το μυθιστόρημα ως φλύαρο, εύκολο και γλωσσικά υποδεέστερο.
«Δεν υπάρχει καλό ελληνικό μυθιστόρημα»

Ενα από τα βασικότερα επιχειρήματα για την απουσία σημαντικών νεοελληνικών μυθιστορημάτων αποτελούσε πάντοτε εκείνο περί έλλειψης μιας ελληνικής αστικής τάξης, από τα δράματα και τις περιπέτειες της οποίας θα αντλούνταν τα μεγάλα θέματα για τη συγγραφή τους. Χιλιοειπωμένη θέση και μόνο μερικώς ορθή αν αναλογιστεί κανείς πως κορυφαίοι μυθιστοριογράφοι έκαναν την εμφάνισή τους και σε χώρες με ανάλογη έλλειψη. Οπως παρατηρεί, για παράδειγμα, παραπέμποντας στον Μαρξ ο Τζορτζ Στάινερ, ούτε στη Ρωσία διαμορφώθηκε ποτέ σύγχρονη αστική τάξη, ενώ και εκεί έλειπαν οι καπιταλιστικές δομές που προϋπέθετε το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα (Τζορτζ Στάινερ, Τολστόι ή Ντοστογέφσκι, Αντίποδες, 2015, σελ. 67). Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, η αδυναμία μας να εμφανιστούμε με αξιώσεις στον παγκόσμιο μυθιστορηματικό στίβο οφείλεται σε καθαρά κλιματικούς παράγοντες, ισχυρισμός που θα έκανε τους ισπανούς, πορτογάλους και νοτιοαμερικανούς γραφιάδες να μειδιάσουν ειρωνικά.
Η προσπάθεια να ασχοληθεί κανείς στην Ελλάδα με τη συγγραφή μυθιστορήματος προσκρούει σε παγιωμένες παραδοχές όπως αυτή για την απουσία των απαραίτητων κοινωνικών προϋποθέσεων ή την έλλειψη σοβαρής αντίστοιχης παράδοσης αλλά και στην πεποίθηση ότι στη λογοτεχνία μας το ποιητικό στοιχείο υπερτερεί συντριπτικά του πεζολογικού. Αν υιοθετήσει κανείς ωστόσο αυτές τις γενικεύσεις, κινδυνεύει να βρεθεί όντως στο κενό και να θεωρήσει μάταιη κάθε προσπάθεια βρίσκοντας την ίδια στιγμή μια καλή δικαιολογία για να στραφεί σε άλλα λογοτεχνικά είδη. Μπορεί να μη διαθέτουμε μυθιστοριογράφους του ύψους ενός Προυστ, ενός Μούζιλ ή ενός Μπέλοου αλλά θα μικραίναμε άδικα το ανάστημά μας αν υποτιμούσαμε σημαντικούς έλληνες συγγραφείς ή παραγνωρίζαμε βιβλία-παρακαταθήκες που κατέχουν κεντρική θέση σε αυτό που ονομάζουμε «εθνική λογοτεχνία».
Θεματικές εμμονές και προκλήσεις του παρόντος

Το ποιοτικό πρόβλημα της μυθιστορηματικής μας παραγωγής είναι ωστόσο υπαρκτό. Κατά τη γνώμη μου εντοπίζεται στη συνεχιζόμενη παθητικότητα για την οποία είχε κάνει λόγο –ήδη από το 1929 –στο περίφημο Ελεύθερο πνεύμα ο Γιώργος Θεοτοκάς όταν ζητούσε τον συγχρονισμό της ελληνικής με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Από τότε και παρά τις προσπάθειες που έχουν επιχειρηθεί κατά καιρούς, λίγα πράγματα φαίνεται να έχουν αλλάξει. Η πλημμυρίδα μεταφρασμένων μυθιστορημάτων και η ευκολία πρόσβασής μας στην παγκόσμια μυθιστορηματική παραγωγή δεν φαίνεται να ευνοούν στην πράξη τον εν λόγω συγχρονισμό που παραμένει –δεκαετίες αργότερα –ανεκπλήρωτο ζητούμενο.
Μια γρήγορη ματιά στην παραγωγή των τελευταίων δεκαετιών θα αποκαλύψει, για παράδειγμα, την ύπαρξη μιας θεματικής «πεπατημένης»: ο ελληνικός εμφύλιος παραμένει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το ιστορικό γεγονός που θέλγει περισσότερο από όλα τα άλλα ακόμη και συγγραφείς της νεότατης γενιάς. Από την άλλη, η νοσταλγία για το παρελθόν των χαμένων πατρίδων συνεχίζει να κρατά το βλέμμα μας στραμμένο στην Ανατολή. Ενώ διεκδικούμε πολιτικά και κοινωνικά την όχι αυτονόητη συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή Δύση και όντες μέτοχοι ενός κόσμου που μεταλλάσσεται ραγδαία αποφεύγουμε να αναμετρηθούμε μυθιστορηματικά με το πρόσφατο παρόν. Αδιάφορους μας αφήνει επίσης η τεχνολογική επανάσταση με την οποία άλλαξε ριζικά ο τρόπος συγκρότησης του μοντέρνου «εγώ» μόλις τα τελευταία χρόνια αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε οι ίδιοι τον εαυτό μας.
Οι σημαντικές προκλήσεις της εποχής δείχνουν την ίδια στιγμή πόσο δύσκολη και απαιτητική είναι η μυθιστορηματική τους πραγμάτευση: απαιτείται χρόνος και αφοσίωση, βαθιά γνώση του θέματος αλλά και αφηγηματική δεινότητα που κατακτάται, νομίζω, ύστερα από συνεχή προσπάθεια και τριβή με τα μεγάλα κείμενα. Αλλωστε το μυθιστόρημα δεν είναι απλώς και μόνο μια εξομολόγηση του συγγραφέα αλλά, όπως έχει γράψει ο Μίλαν Κούντερα, «μια εξερεύνηση του τι είναι η ανθρώπινη ζωή μέσα στην παγίδα που έχει γίνει ο κόσμος». Στην προσπάθειά μας να συμβάλουμε στην ανάπτυξη του νεοελληνικού μυθιστορήματος δεν έχουμε παρά να συνεχίσουμε αυτή την εξερεύνηση με όσες συγγραφικές δυνάμεις διαθέτει ο καθένας.
Ο κ. Χρήστος Αστερίου είναι συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ