Οταν ο Θεός ολοκλήρωσε τη δημιουργία του κόσμου του περίσσεψαν ένα τσουβάλι πέτρες που τις πέταξε εδώ. Αυτές είναι η Μάνη, λένε οι Μανιάτες. Πρόκειται για «μια κόλαση από πέτρες που την κατοικούν δράκοντες» αποφάνθηκε ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ο κορυφαίος ταξιδιογράφος του 20ού αιώνα που μεταπολεμικά την επέλεξε για τόπο μόνιμης κατοικίας. Εδώ έχτισε μεταπολεμικά το υπέροχο σπίτι του πάνω στη θάλασσα, ένα χιλιόμετρο έξω από την Καρδαμύλη, και έζησε εκεί ως το τέλος της ζωής του. Αλλά σε αυτό το τμήμα της Μάνης υπάρχει αρκετή βλάστηση ώστε να την αποκαλούν «Τοσκάνη με θάλασσα». Οποιος είχε την τύχη να επισκεφθεί το σπίτι του δεν θα δίσταζε να συμφωνήσει.
Δεν έχει μείνει σχεδόν πτυχή της ζωής και του έργου εκείνου του εστέτ, που του άρεσε ωστόσο η συντροφιά των απλών ανθρώπων, του πολυμαθούς αυτοδίδακτου, του αμίμητου στυλίστα και τελειοθήρα, που να μη μας είναι γνωστή, μετά την έκδοση μάλιστα της θαυμάσιας βιογραφίας του από την Αρτέμιδα Κούπερ το 2012. Από τότε έχουν πολλαπλασιαστεί οι –Βρετανοί κυρίως –δημοσιογράφοι που φτάνουν στη Μάνη αναζητώντας τα ίχνη του συγγραφέα όπως τα φαντάστηκαν διαβάζοντας τα βιβλία του. Αλλά εδώ κυριαρχεί η παρουσία: του συγγραφέα σε σχέση με τον τόπο και του τόπου σε σχέση με τα βιβλία του που αναπλάθουν το μεγάλο ταξίδι της ζωής του.
Το ταξίδι, το οποίο για τον Πάτρικ Λι Φέρμορ αντιπροσώπευε την ελευθερία, θα άρχιζε το 1933 στο Χουκ της Ολλανδίας. Ο 18χρονος τότε συγγραφέας, άτακτος και ανυπάκουος μαθητής που τον είχαν αποβάλει από το σχολείο, αποφάσισε με ένα σακίδιο στην πλάτη –όπου είχε βάλει ένα σημειωματάριο και ένα βιβλίο με τις Ωδές του Ορατίου –να διασχίσει τη Μεσευρώπη με τα πόδια, να φτάσει ως τις εκβολές του Δούναβη και από εκεί να καταλήξει στην Κωνσταντινούπολη.
Το νεανικό ταξίδι και η ανεπανάληπτη τριλογία
Το ταξίδι εκείνο διήρκεσε χρόνια. Οι αναγνώστες του Φέρμορ θα το ζούσαν πολύ αργότερα. Η τριλογία που το περιγράφει άρχισε να εκδίδεται πολύ αργά. Ο πρώτος τόμος, Η εποχή της δωρεάς, κυκλοφόρησε το 1977, όταν ο συγγραφέας ήταν 62 ετών. Ο δεύτερος, Ανάμεσα στα δέντρα και τα νερά, το 1982 και ο τρίτος, ο Ατελείωτος δρόμος, το 2013, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Η μεγάλη καθυστέρηση οφείλεται σε έναν πολύ απλό λόγο: ο Φέρμορ επί 25 χρόνια «έπασχε» από αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν writer’s block, δηλαδή δεν μπορούσε να γράψει. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι σήμαινε αυτό για έναν τελειομανή που έγραφε «δύσκολα», όπως αποδεικνύεται από το πλήθος των χειρογράφων του και το περίτεχνο της γραφής του.
Η τριλογία προκάλεσε τέτοια αίσθηση παγκοσμίως για πολλούς λόγους: πρώτα-πρώτα, γιατί η εικόνα της Μεσευρώπης, της δικής του Μεσευρώπης φυσικά, όπως την έζησε, είναι το αντίδοτο μιας ηπείρου που την είχε καταστρέψει πριν από 15 χρόνια ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Επειτα επρόκειτο για τη «νυχτερινή» της πλευρά, εκείνη που λίγοι είχαν φανταστεί και ακόμη πιο λίγοι γνώριζαν, αυτό το παλλόμενο ημίφως από το οποίο περνούν αριστοκράτες των πύργων της Τρανσυλβανίας, ωραίες γυναίκες, χωρικοί που ζουν και συμπεριφέρονται λες κι ο χρόνος έχει σταματήσει, ένας ολόκληρος κόσμος ο οποίος μοιάζει σαν να ζει αγνοώντας την καταστροφή που θα τον σάρωνε έξι χρόνια αργότερα. Την καταστροφή δεν τη φαντάζονταν ούτε οι αριστοκράτες ούτε οι πληβείοι που συνάντησε, ούτε καν οι αφελείς ναζιστές. Αλλά τότε ο ναζισμός δεν είχε αποκαλύψει ακόμη το πραγματικό του πρόσωπο και μόνο τα ειδοποιημένα πνεύματα είχαν αντιληφθεί το τι πράγματι σήμαινε. Και φυσικά αυτό δεν μπορούσε να το αντιληφθεί ένας 18χρονος, πολιτικά αθώος εκείνη την εποχή, που η μόνη του επιθυμία ήταν να γνωρίσει τον κόσμο έχοντας αφήσει πίσω του ένα περιβάλλον το οποίο αισθανόταν πως δεν του ταίριαζε. Γι’ αυτό και το ταξίδι του ήταν γεμάτο παρακάμψεις, εκείνο το είδος των συμπτώσεων που καθιστούν ελκυστική την περιπέτεια, αν μάλιστα έχει κανείς, όπως ο νεαρός συγγραφέας, την προδιάθεση να αφεθεί στη γοητεία της.
Ο Φέρμορ γοητευόταν από όσα συναντούσε αλλά ταυτοχρόνως γοήτευε και όσους έρχονταν σε επαφή μαζί του. Γνώριζε πώς θα τους έκανε να πιστεύουν ότι και εκείνος ήταν περίπου σαν κι αυτούς. Υπήρξε από τότε και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του άνθρωπος «της παρέας» και έξοχος αφηγητής, ικανός να προβάλλει τις εικόνες και τα ιστορικά περιστατικά ως τοπία της φαντασίας και απολαμβάνοντας ταυτοχρόνως τη διασκέδαση, το κρασί (ήταν δεινός πότης) και γενικά τη χαρά της ζωής. Αλλά επίσης γνώριζε και μάθαινε. Ο,τι γνώριζε ήθελε να το επιβεβαιώσει μέσω της εμπειρίας. Και ό,τι η εμπειρία του μάθαινε να το εντάξει σε έναν προσωπικό κώδικα. Ομως τούτο το τελευταίο μεταμορφώνεται στα γραπτά του και λειτουργεί σε δεύτερο επίπεδο. Γι’ αυτό και το πιο αυτοβιογραφικό μέρος της τριλογίας του νεανικού του ταξιδιού είναι το τρίτο, το οποίο δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί όπως θα ήθελε.
Η Μάνη, η Ρούμελη και η βιβλιοθήκη ως σπίτι


Στον αγγλόφωνο κόσμο σήμερα ο μύθος του Φέρμορ ως μείζονος συγγραφέα οφείλεται στην τριλογία αυτή και όχι στα άλλα ταξιδιωτικά του βιβλία, τη Ρούμελη και τη Μάνη κατ’ εξοχήν, μολονότι ο θαυμασμός και γι’ αυτά δεν είναι μικρός. Ο Ντάνιελ Μέντελσον, ωστόσο, από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς και κριτικούς της Νέας Υόρκης και βαθύς γνώστης του ελληνικού πολιτισμού, θεωρεί τη Μάνη το κορυφαίο «και με διαφορά», όπως λέει, βιβλίο του Πάτρικ Λι Φέρμορ.
Για όποιον γνωρίζει το σύνολο του έργου του η άποψη του Μέντελσον είναι, θα έλεγα, ευεξήγητη. Εδώ η περιπέτεια της ζωής του Φέρμορ αποκτά το νόημά της και μεταφορικά εξηγεί γιατί διάλεξε τη Μάνη ως τόπο μόνιμης κατοικίας. Αλλά και γιατί γοητεύτηκε τόσο πολύ από την Ελλάδα ώστε να την κάνει δεύτερη πατρίδα του. Μεταφορικά μιλώντας, θα λέγαμε πως πατρίδα ενός συγγραφέα είναι τα βιβλία του –και αυτό εξηγεί γιατί ο Φέρμορ έλεγε πως το σπίτι του συγγραφέα βρίσκεται εκεί όπου είναι τα βιβλία (η βιβλιοθήκη του). Η δική του βιβλιοθήκη περιέχει γύρω στους 7.000 τόμους.
Για τον Φέρμορ η συζήτηση εκφράζει την πραγματική ζωή και ίσως αυτή να βρήκε στην Ελλάδα. Αλλωστε στη συζήτηση, την προφορική επικοινωνία, ανακάλυψε τη μαγεία της ελληνικής γλώσσας. Η Μάνη επί του προκειμένου είναι το πιο αντιπροσωπευτικό βιβλίο του. Ενας διάλογος σε πολλά επίπεδα με τους ανθρώπους, το περιβάλλον, την ιστορία και τον μύθο.
Οι ιδεοληψίες και η επιθυμία της κατανόησης


Ο δημοφιλής Πάντυ για τους στενούς του φίλους ή Μιχάλης για τους Κρητικούς και τους Μανιάτες δεν είχε μόνο φίλους αλλά και ανθρώπους που δεν τον συμπαθούσαν, όπως π.χ. ο Σόμερσετ Μομ. Ομως σχεδόν κανείς άλλος άξιος του ονόματος συγγραφέας ή κριτικός δεν αμφισβήτησε τη λογοτεχνική του αξία. Υπήρξε ο κορυφαίος ταξιδιογράφος του 20ού αιώνα, ακόμη και για τους άπιστους Θωμάδες. Είναι ζήτημα άλλης τάξεως το πόσο –και πώς –επηρέασε τους καλύτερους του είδους, όπως η Τζαν Μόρις, ο Νιλ Ασερσον ή ο Μπρους Τσάτουιν. Για εμάς βεβαίως έχει ειδικότερη σημασία το ότι υπήρξε ο τελευταίος σπουδαίος φιλέλληνας συγγραφέας (όποια ερμηνεία κι αν δώσουμε στη λέξη).
Εχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες για την Ελλάδα και εξακολουθούν να γράφονται, αν και τα αρνητικά και προκατειλημμένα κείμενα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες περισσεύουν. Αρκεί να διαβάσει κανείς το Δείπνο με την Περσεφόνη της Αμερικανίδας Πατρίτσια Στόρας που εκδόθηκε το 1996, όπου η συγγραφέας αφιερώνει περίπου 30 σελίδες για το πόσο την παρενοχλούσαν σεξουαλικά διάφοροι έλληνες φαλλοκράτες. (Ομολογώ ότι με άκρα δυσαρέσκεια διαπίστωσα πως η τωρινή έκδοση της Ρούμελης στα αγγλικά συνοδεύεται από πρόλογο της Στόρας.) ‘Η διαβάζεις τις Στήλες του Ηρακλή του υπερτιμημένου Πολ Θέροου, όπου σχολιάζει με ξινισμένο ύφος τον «Καζαντζάκη με την κόκκινη μύτη» και στην Ελλάδα, που τη θεωρεί πιο υπανάπτυκτη από την Κροατία, «βλέπει» μόνο νεαρούς που καιροφυλακτούν να σου βουτήξουν το πορτοφόλι και βοσκούν τα κοπάδια τους στους αρχαιολογικούς χώρους. Ή τα κεφάλαια που αφιερώνει στην Ελλάδα ο Ρόμπερτ Κάπλαν στο βιβλίο του Φαντάσματα των Βαλκανίων (το οποίο έγινε μπεστ σέλερ στην Αμερική), όπου ανάμεσα στα ήκιστα κολακευτικά μας «πληροφορεί» πως οι περισσότεροι Ελληνες έχουν «ανοιχτό το πουκάμισο ως τον αφαλό».
Τα σημαντικά ταξιδιωτικά κείμενα δεν γράφονται με ιδεοληψίες, ιδιαίτερα μάλιστα από συγγραφείς οι οποίοι προέρχονται από τις σύγχρονες αυτοκρατορίες. Εν τούτοις, ακόμη και κορυφαίοι, όπως ο Γουίλφρεντ Θέσινγκερ ή ο Τ. Χ. Λόρενς στο μνημειώδες Επτά στύλοι της σοφίας (που δεν είναι ακριβώς ταξιδιωτικό), δεν τις έχουν αποφύγει. Αυτό πολύ σπάνια συμβαίνει με τον Πάτρικ Λι Φέρμορ. Δεν γράφει κρίνοντας αφ’ υψηλού όσους συναντά αλλά πρωτίστως για την εντύπωση που του προκαλούν. Μαθαίνει απ’ αυτούς και από τις σχέσεις τους με το περιβάλλον, τον κόσμο και την παράδοση με την οποία συνδέονται. Η βαθιά επιθυμία της κατανόησης κυριαρχεί σε όλα του τα κείμενα. Ο,τι είναι χρονολογημένο αποπνέει μια αίσθηση διάρκειας. Οταν τον διαβάζεις δεν επιστρέφεις στο παρελθόν αλλά εισέρχεσαι σε έναν κόσμο οικειότητας πολύ ιδιαίτερο –και άρα πολύ προσωπικό.
Τέκνο της Μνημοσύνης και «απαγωγέας»
Ο Φέρμορ θαυμάζεται –και δικαίως –για το περίτεχνο ύφος του, τους αιφνίδιους σπινθηρισμούς των περιγραφών του, την αδρότητα των χαρακτήρων του και την ικανότητά του να διακρίνει το ουσιώδες στα απλούστερα των πραγμάτων. Οσοι τον συναναστράφηκαν γνωρίζουν τη μοναδική του ικανότητα να είναι και στον προφορικό του λόγο εξίσου γοητευτικός με τον γραπτό. Ετσι κατάφερε να συναρπάσει το διεθνές αναγνωστικό κοινό γράφοντας για μικρούς γεωγραφικά τόπους όπως η Μάνη και η Ρούμελη. Είναι ο μόνος ταξιδιογράφος που κατάφερε να μετατρέψει τη γεωγραφία σε ιστορία και μάλιστα μέσα από τη σύνθεση πολλών μικρών ιστοριών. Διαβάζει κανείς τη Ρούμελη, που είναι άθροισμα μικρών ιστοριών, κι όμως σε κανένα σημείο δεν έχει την αίσθηση της αποσπασματικότητας, απλούστατα γιατί τις συνέχει ως διήκουσα γραμμή –η μοναδικότητα του τόπου και των εμπειριών που μοιάζει σαν να γεννούν η καθεμιά την επόμενη. Εδώ, για παράδειγμα, μένεις έκθαμβος από το πρώτο ακόμη κεφάλαιο, όπου περιγράφει έναν γάμο Σαρακατσάνων. Οσοι έτυχε, όπως ο γράφων, να έχουν παρακολουθήσει έναν τέτοιο γάμο μπορούν να διαβεβαιώσουν τους νεότερους ότι έτσι πράγματι συνέβαινε για πολλά χρόνια.
Ο μύθος του Πάτρικ Λι Φέρμορ ταξιδιώτη, γόη, τέκνου της περιπέτειας, της περιέργειας, της χαράς της ζωής, του ανθρώπου που συνάρπαζε τους αριστοκράτες αλλά και τον αγαπούσαν οι απλοί άνθρωποι δεν καλύπτει τον μύθο του συγγραφέα. Ο Φέρμορ δεν ήταν αυτό που λέμε «παραμυθάς» όταν μιλούμε λ.χ. για συγγραφείς σαν τον Καραγάτση. Ηταν θα έλεγα «παραμυθάς της αλήθειας», σπάνιος αφηγητής, δηλαδή μυθογράφος της εμπειρίας. Είχε εκπληκτική μνήμη και διηγούνταν άπειρες ιστορίες. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ένα περιστατικό από την περιπετειώδη απαγωγή του γερμανού διοικητή της Κρήτης αντιστράτηγου Χάινριχ Κράιπε κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Τα γεγονότα είναι πασίγνωστα. Την άνοιξη του 1944 ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ταγματάρχης τότε του βρετανικού στρατού, ανήκε στις Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών (SΟΕ –Special Operations Executive). Με μια ομάδα κρητικών αγωνιστών απήγαγαν κοντά στο Ηράκλειο τον Κράιπε και περνώντας με μυθιστορηματικό τρόπο από 22 σημεία ελέγχου έφτασαν απέναντι από τον Ψηλορείτη. Ο Κράιπε τότε άρχισε να απαγγέλλει στα λατινικά τον πρώτο στίχο από μια ωδή του Οράτιου: «Vides ut alta stet nive candidum Soracte» . Σε ελεύθερη απόδοση: «Βλέπεις πόσο ψηλά στέκει το όρος Σωράκτιο λευκό από το παχύ χιόνι». (Το όρος ή ακριβέστερα η οροσειρά Soracte βρίσκεται στην Ιταλία και το σημερινό της όνομα είναι Soratte. Είναι εντυπωσιακή και την αναφέρουν ο Βιργίλιος, ο Μπάιρον, ο Χένρι Τζέιμς και ο Γκαίτε. Τον τελευταίο κατά πάσα πιθανότητα θα θυμήθηκε ο Κράιπε.) Ο Φέρμορ συνέχισε από εκεί που σταμάτησε ο Γερμανός απαγγέλλοντας την υπόλοιπη ωδή. «Ηταν το μόνο ποίημα του Οράτιου που θυμόμουν απ’ έξω» έλεγε αργότερα εκείνος ο εκπληκτικός αφηγητής που με τη ζωή και το έργο του αποδεικνύει πως υπήρξε άξιο τέκνο της Μνημοσύνης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ