Αχαρτογράφητο ακόμη από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας το τοπίο της πρόσφατης και σύγχρονης μυθιστοριογραφίας. Η κριτικός Ελισάβετ Κοτζιά παρακολουθεί συστηματικά την ελληνική πεζογραφία από τη Μεταπολίτευση και εξής. Στη μελέτη που ετοιμάζει για την πεζογραφία των συγγραφέων που εμφανίστηκαν από το 1974 ως το 2010 επιχειρεί να εμβαθύνει στους όρους και στα γενικά χαρακτηριστικά της παραγωγής της περιόδου αυτής. Ορισμένες πρώτες διαπιστώσεις μοιράζεται μαζί μας, μετακινώντας τη συζήτηση από τη μυθολογία περί ανυπαρξίας ελληνικού μυθιστορήματος σε ζητήματα ουσιαστικά: Γιατί δεν έχουμε μεγάλες πολυφωνικές συνθέσεις; Γιατί δεν διακρίνεται το σύγχρονο καλό ελληνικό μυθιστόρημα στο εξωτερικό; Ποια η σχέση των μυθιστοριογράφων με την πραγματικότητα και με την αγορά του βιβλίου;
Σε αυτή την αγορά, πρώτος αντιλαμβάνεται τις αξιώσεις της μυθιστορηματικής παραγωγής ο εκδότης. Στον 20ό αιώνα η Εστία συνδέθηκε με το μυθιστόρημα των αστών του Μεσοπολέμου, ο Κέδρος με των μεταπολεμικών αριστερών. Στη δεκαετία του 1980 ο Καστανιώτης εξέδωσε ποιοτική μυθιστοριογραφία γυναικών και η Εστία νέους μυθιστοριογράφους. Πατάκης και Μεταίχμιο έγιναν στο γύρισμα της χιλιετίας στέγη για καταξιωμένους και νεόκοπους μυθιστοριογράφους. Ο νεαρός εκδοτικός οίκος Αντίποδες του Κώστα Σπαθαράκη και του Θοδωρή Δρίτσα, με πέντε συλλογές διηγημάτων στον κατάλογό του, θα κυκλοφορήσει το πρώτο του ελληνικό μυθιστόρημα τον Νοέμβριο. Συνομήλικοι των νέων συγγραφέων, αποδέκτες των προβληματισμών και των χειρογράφων τους, οι εκδότες μεταφέρουν μια εικόνα των ζυμώσεων στον χώρο της πεζογραφίας. Γράφεται μυθιστόρημα σήμερα; Είναι αξιόλογο; Ποιος ο ρόλος του εκδότη στην υποστήριξη της μυθιστοριογραφίας;

Ελισάβετ Κοτζιά
Πραγματικότητα που δεν χωράει σε καλούπια
Η απόφανση πως «δεν υπάρχει ελληνικό μυθιστόρημα» δεν είναι αληθινή. Το αποδεικνύει η μακρά σειρά παλαιότερων και σύγχρονων μυθιστοριογράφων που επιπλέον έχουν αξιοσημείωτο αναγνωστικό κοινό. Βαλτινός, Νόλλας, Δούκα, Πανσέληνος, Ζατέλη, Γιατρομανωλάκης, Συμπάρδης, Χουρμουζιάδου, Μπουραζοπούλου είναι μερικά ονόματα, για να περιοριστώ σε σημερινούς συγγραφείς.
Αληθινό ίσως είναι ότι «δεν έχουμε πολύ μεγάλους μυθιστοριογράφους», τόσο μεγάλους όσο τουλάχιστον είναι οι μεγάλοι ποιητές μας –το οποίο και πάλι δεν σημαίνει πως «είμαστε λαός ποιητών».
Μύθος ακόμα το ότι «είμαστε λαός διηγηματογράφων», πως «το διήγημα είναι κατώτερο είδος από το μυθιστόρημα», πως «η συγγραφή ποίησης και διηγήματος αποτελεί εκδήλωση οκνηρίας», πως «το μόνο αξιόλογο μυθιστόρημα που βγαίνει στην Ελλάδα είναι το μεταφρασμένο».
Γαϊτανάκι αποφθεγμάτων

Ολοι αυτοί οι αφορισμοί προσπαθούν να βάλουν σε καλούπια μια πραγματικότητα πολύ πιο πλούσια και σύνθετη απ’ ό,τι είμαστε ικανοί και έτοιμοι να παραδεχθούμε. Κι έτσι πλέκεται ένα γαϊτανάκι αποφθεγμάτων που η πραγματικότητα διαρκώς διαψεύδει καθώς ούτε ο Τσέχοφ είναι κατώτερος από τον Ντοστογέφσκι, ούτε ο Παπαδιαμάντης χαμηλότερος από τον Ροΐδη, ούτε η Αλις Μονρό λιγότερη από τον Μάρκες. Ούτε βέβαια είναι ευκολότερη η πολιτογράφηση «στων ιδεών την πόλη» μέσα από την ποίηση και το διήγημα απ’ ό,τι μέσα απ’ το μυθιστόρημα διότι σε όλα τα είδη απέχει «το σκαλί το πρώτο πολύ από τον κοινό τον κόσμο». Υπό την προϋπόθεση βέβαια πως θεωρούμε, όπως ο καβαφικός αισθητής, τη λογοτεχνία «απόσταγμα από βότανα γητεύματος», ύλη, ουσία, στοιχείο «κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο» που για λίγην ώρα επαναφέρει τα είκοσι τρία χρόνια μας, τον φίλο, την κάμαρη, την αγάπη, την ομορφιά, δημιουργεί «τον μικρό κίτρινο τοίχο» του Μπεργκότ, φιλοτεχνεί την έλλαμψη, πλάθει τη «στιγμή», «the stuff dreams are made on». Οι όροι για παρόμοιες αποκαλύψεις δεν συνιστούν ποσοτική συνάρτηση αλλά απαιτούν την ύπαρξη καλλιτεχνικής χάρης σε οποιοδήποτε είδος, διήγημα, ποίηση ή μυθιστόρημα. Γενικότητες όπως οι παραπάνω είναι τόσο αληθινές όσο και η παλαιά αποφθεγματική ρήση «μέγα βιβλίον, μέγα κακόν».
Ελληνική δημιουργία –υποθέσεις εργασίας
Τούτων λεχθέντων και αφού απομακρυνθούμε από τις μεγαλοστομίες και τις ταμπέλες, θα μπορούσε ίσως κανείς να προσπαθήσει να διερευνήσει κατά πόσον έχουν ερμηνευτική ισχύ μερικές υποθέσεις εργασίας για κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής καλλιτεχνικής πράξης. Γιατί είναι βέβαια αληθές ότι σε ορισμένες περιόδους άνθησαν το διήγημα ή η ποίηση και όχι το μυθιστόρημα. Πώς και γιατί συνέβη; Η θεωρία έχει εκφράσει πολλές υποθέσεις για τις κοινωνικές ορίζουσες, για τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες που οδηγούν σε ορισμένα αποτελέσματα.
Ναι, θα μπορούσαμε να πιστέψουμε λοιπόν πως στην Ελλάδα δεν είχαμε την αναγκαία αστική τάξη που θα οδηγούσε σε μια μυθιστορηματική άνθηση όπως την παρακολουθήσαμε στη Γαλλία και στην Αγγλία του 19ου αιώνα. Πόσο ισχυρή όμως είναι η υπόθεση αυτή όταν, για παράδειγμα, στις χώρες της Λατινικής Αμερικής σημειώθηκε στον 20ό αιώνα η πασίγνωστη άνθηση του λατινοαμερικανικού μαγικού ρεαλισμού μέσα σε συνθήκες όχι αστικής ελευθερίας αλλά πολιτικοκοινωνικού αυταρχισμού –για να μη μιλήσουμε για την άνθηση του κλασικού ρωσικού μυθιστορήματος στον 19ο αιώνα;
Θα μπορούσαμε επίσης να παρατηρήσουμε ότι οι έλληνες συγγραφείς αποφεύγουν τις πολύ μεγάλες, πολυφωνικές, πολυεπίπεδες, πολυπρισματικές συνθέσεις. Διότι ακόμα και το πολυάνθρωπο μυθιστόρημα, που καλύπτει μεγάλες χρονικές περιόδους και εκτυλίσσεται σε πολλούς τόπους, είναι τις περισσότερες φορές μονοφωνικό σε αντιπαράθεση προς το πολυεπίπεδο, πολυπρισματικό, πολυεστιακό μυθιστόρημα που η αρχιτεκτονική του παραπέμπει σε καθεδρικό ναό. Γι’ αυτό έχουμε πολύ λίγα πολυφωνικά, πολυεπίπεδα, πολυεστιακά μυθιστορήματα σαν την τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα και αντιθέτως πολυάριθμα μονοφωνικά μυθιστορήματα σαν την τριλογία Αναζήτηση, Ανατροπή και Αναλαμπή του Νίκου Θέμελη. Στο είδος της κάθε μία από τις τριλογίες είναι άξια. Φαίνεται όμως πως δυσκολευόμαστε στις μεγάλες συνθέσεις, εκεί όπου πρέπει να κινήσει κανείς πολλά διαφορετικά νήματα με ανεξάρτητους ρυθμούς.
Μήπως είναι η παιδεία μας που δεν ευνοεί παρόμοια συνθετικά εγχειρήματα αν λάβουμε υπόψη την ισοπεδωτική λειτουργία καθολικών εθνικών θεσμών, όπως λόγου χάρη οι πανελλήνιες εξετάσεις; Και για να πάμε ακόμα βαθύτερα, οφείλεται η συνθήκη αυτή στην άποψη που διατύπωσε ο πολιτικοκοινωνικός μεταπολεμικός πεζογράφος Δημήτρης Χατζής, ότι αποτύχαμε στην Ελλάδα να συνθέσουμε το παραδοσιακό λαϊκό στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού με το λόγιο αστικό στοιχείο του έτσι όπως έγινε μετά τον Μεσαίωνα στις χώρες της Δύσης;
Η διείσδυση στις ξένες αγορές
Και εφόσον το ελληνικό μυθιστόρημα υπάρχει, πού οφείλεται η αδυναμία του να διεισδύσει στις ξένες αγορές –όπως έκανε λόγου χάρη το πρόσφατο weird cinema των Λάνθιμου, Κούτρα και Τσαγγάρη; Είναι κατώτερο από το ξένο; Οχι ως προς τους μέσους όρους του. Η λειτουργία όμως των νόμων της αγοράς δεν αποδίδει πάντοτε αξιολογική αισθητική δικαιοσύνη. Κι ενδεχομένως λειτουργούν αρνητικά και άλλες ιδιομορφίες του, όπως λόγου χάρη η απουσία μιας κεντρικής ομογενοποιητικής ταυτότητας που θα καθιστούσε την ελληνική πεζογραφία αναγνωρίσιμη και θα την έκανε ενδεχομένως του συρμού. Ή θα μπορούσε ακόμα να παίζει ρόλο το γεγονός πως ασχέτως προς την ποιότητά της, η ελληνική πεζογραφία των ημερών μας δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να απεικονίσει την περιβάλλουσα πραγματικότητα. Χάνει έτσι το δυνάμει αλλοδαπό κοινό που γοητευμένο από τις χάρες της χώρας μας θα ενδιαφερόταν να τη γνωρίσει καλύτερα μέσα από τα λογοτεχνικά έργα της διαδίδοντας και καθιστώντας τις σελίδες τους ευρύτερα γνωστές.
Η κυρία Ελισάβετ Κοτζιά είναι κριτικός λογοτεχνίας. Ετοιμάζει μελέτη για την πεζογραφία της περιόδου 1974-2010.
Κώστας Σπαθαράκης
Ο υψηλός πήχης και η στροφή στο διήγημα

Eνα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά της τρέχουσας ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, όπως μπορούμε να τη χαρτογραφήσουμε ενδεικτικά από τα χειρόγραφα που λαμβάνουν οι εκδόσεις Αντίποδες αλλά και από τις συζητήσεις με νεότερους λογοτέχνες, είναι η στροφή των καλλιεργημένων ιδίως συγγραφέων προς το διήγημα, και μάλιστα προς την πιο σύντομη εκδοχή του. Iσως η εικόνα που έχουμε εμείς να είναι παραπλανητική, αφού επιλέξαμε να ξεκινήσουμε με συλλογές ελληνικών διηγημάτων, και έτσι τα κείμενα που λαμβάνουμε πιθανόν να προσανατολίζονται προς τα εκεί.
Ωστόσο, πιστεύω πως πρόκειται για μια γενικότερη τάση. Η τάση αυτή μάλιστα συντονίζεται κατά κάποιον τρόπο με την αδιάκριτη περιφρόνηση προς το άμεσο παρελθόν της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής, προς το μυθιστόρημα που γραφόταν τα τελευταία είκοσι χρόνια, και εν τέλει τη γενικότερη απόρριψη της ελληνικής λογοτεχνίας: «Δεν διαβάζω Ελληνες». Ισως λοιπόν να πρόκειται για μια προσπάθεια να διαφύγουμε από την ευκολία που χαρακτήρισε μεγάλο μέρος της πρόσφατης μυθιστοριογραφίας μέσα από τη στροφή προς άλλες μορφές, που είναι υποτίθεται εγγενώς πιο «καλλιτεχνικές».
Δημόσιος λόγος και αποικιακές σχέσεις

Κι όμως, δεν υπάρχει σύγχρονη λογοτεχνία χωρίς το μυθιστόρημα, χωρίς αυτή τη λαϊκή, μαζική και συγχρόνως βαθιά καλλιτεχνική μορφή της μυθοπλασίας με την απέραντη ελευθερία στην έκταση, στη φόρμα και στα εκφραστικά μέσα. Η θέση λοιπόν ότι δεν υπάρχει ελληνικό μυθιστόρημα (ή ότι είναι αισθητικά αδιάφορο) ισοδυναμεί, στη δική μου αντίληψη, με τη θέση ότι δεν υπάρχει ελληνική λογοτεχνία εν γένει. Η θέση αυτή στηρίζεται σε δύο παρανοήσεις: πρώτον, ότι το σώμα των λογοτεχνικών κειμένων ταυτίζεται με τον κανόνα, ότι δηλαδή η λογοτεχνία αποτελείται μόνο από λίγες κορυφές, και όλα τα ενδιάμεσα έργα δεν είναι παρά αδιάφορη χλωρίδα προορισμένη μόνο για τους φυσιοδίφες της φιλολογίας· δεύτερον, ότι το μυθιστόρημα είναι ένα αμιγώς «υψηλό» είδος, αποσυνδεδεμένο από τον δημόσιο λόγο της εποχής του, ότι μπορεί να προορίζεται για την αισθητική απόλαυση των ειδημόνων και όχι για το μεγάλο κοινό.
Θα μπορούσαμε εδώ να πούμε πολλά: ότι η αντίληψη αυτή αναπαράγει ένα κλειστό παραδοσιοκεντρικό σχήμα (τι σημασία έχει αν υπάρχει ή όχι ειδικά ελληνικό μυθιστόρημα;), υιοθετεί μια αποικιακή σχέση κέντρου-περιφέρειας, στο πλαίσιο της οποίας οι περιφερειακές λογοτεχνίες μπορούν να επιδοθούν μόνο στο αντάρτικο των μικρότερων μορφών, ότι αγνοεί τα σημαντικά ελληνικά μυθιστορήματα του παρελθόντος και καταδικάζει εκ των προτέρων κάθε σημερινή προσπάθεια.
Ας πω μόνο αυτό που με αφορά ως εκδότη που τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η λογοτεχνία που γράφεται σήμερα: το αξίωμα περί ανυπαρξίας του μυθιστορήματος οδηγεί στην αγνόηση της παλαιότερης μυθιστοριογραφίας μας και υπονομεύει κάθε εγχείρημα για μια μεγαλύτερη σύνθεση. Αν δεν γνωρίζει κανείς πώς έλυσαν οι προηγούμενοι τα προβλήματα που τους τέθηκαν ή έστω πού απέτυχαν, αρχίζει από το μηδέν και έτσι δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τα πρώτα απλά βήματα. Το μυθιστόρημα έχει τις δικές του τεχνικές απαιτήσεις, και αν τα μέσα και οι τρόποι που έχει στη διάθεσή του ο συγγραφέας είναι πολύ απλοϊκά και ατελή ή, το σημαντικότερο, μεταφέρονται αυτούσια από την ξένη λογοτεχνία, τότε οι δυνατότητες είναι εξαρχής πολύ περιορισμένες. Δεν είναι περίεργο που μια τέτοια αντίληψη οδηγεί σε υπερπαραγωγή ποιητικίζουσας πρόζας (κάτι μεταξύ διηγήματος και ποίησης), η οποία είναι καταστατικά ατελής, ακόμη και όταν παράγει αισθητικό αποτέλεσμα. Αυτή τουλάχιστον είναι η δική μας αναγνωστική εικόνα, τόσο από τα χειρόγραφα όσο και από τον πάγκο του βιβλιοπωλείου.
Ελλειψη σαφούς προσανατολισμού

Ασφαλώς ο κόπος που απαιτεί μια μεγαλύτερη σύνθεση με βαθιές λογοτεχνικές αξιώσεις είναι πολύ μεγάλος· πολλές φορές το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί καλειδοσκοπικά με μια συλλογή διηγημάτων με κοινό άξονα. Αυτή ήταν άλλωστε και η κατεύθυνση που επιδιώξαμε με τις συλλογές διηγημάτων που εκδώσαμε. Φαίνεται επίσης από τα κείμενα που λαμβάνουμε και διαβάζουμε ότι όσοι επιχειρούν να διαφύγουν από τις μικρότερες μορφές δεν έχουν σαφή προσανατολισμό: τα ιστορικά μυθιστορήματα πάσχουν ως προς την πλοκή και το ύφος, τα κοινωνικά μυθιστορήματα ρέπουν προς τη σχηματοποίηση, ενώ τα έργα με μεγαλύτερη λογοτεχνική αυτοσυνείδηση δυσκολεύονται να ξεφύγουν από τα πρότυπά τους.
Εδώ κατά τη γνώμη μου αναδεικνύονται και ορισμένα βαθύτερα προβλήματα: το μυθιστόρημα δεν γράφεται εν κενώ· πατά πάντοτε στα γενικότερα χαρακτηριστικά του δημόσιου λόγου, ακόμη και για να τα υπερβεί. Κατά κάποιον τρόπο εξαρτάται από αυτόν περισσότερο από τα άλλα είδη ως προς την εμβέλειά του, την ιδεολογική υποδομή του και το εύρος των εκφραστικών του μέσων. Μας λείπουν όμως εκείνες οι διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στις ειδικές επιστήμες και στον δημόσιο λόγο, που θα προμήθευαν τον συγγραφέα με υλικό, επιτρέποντάς του να ερευνήσει σε βάθος το θέμα του και να στηριχτεί σε κάτι άλλο πέρα από τις προκαταλήψεις, τις εμπειρίες και τις ιδέες του για να διαμορφώσει μια συγκεκριμένη εικόνα του κόσμου.
Ο μυθιστοριογράφος-Ροβινσώνας

Ομως η μακρά αναμονή του καλού μυθιστορήματος έχει θέσει υπερβολικά ψηλά τον πήχη: ζητάμε πλέον από τον μυθιστοριογράφο να γίνει συγχρόνως κοινωνιολόγος και φιλόλογος, ιστορικός και ψυχολόγος, γνωρίζοντας ότι, αν δεν αριστεύσει, θα αγνοηθεί, ενώ με ένα «καλό» διήγημα βρίσκεται πιο κοντά στην εφήμερη λογοτεχνική επιτυχία. Οποιος φιλοδοξεί να γράψει σήμερα μυθιστόρημα μοιάζει λίγο με τον Ροβινσώνα: είναι υποχρεωμένος να φτιάξει μόνος του το καταφύγιό του, να ξεχερσώσει τη ζούγκλα, να εξημερώσει τα άγρια ζώα, να αντιμετωπίσει τους ανθρωποφάγους.
Η δική μας λογική είναι ότι πρέπει, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις επιλογές μας, να δημιουργήσουμε την ατμόσφαιρα που θα επιτρέψει στους συγγραφείς να αποτολμήσουν μια μεγαλύτερη σύνθεση, εγκαταλείποντας την ευκολία μιας αυτοαναφορικής λογοτεχνίας.
Ο κ. Κώστας Σπαθαράκης είναι εκδότης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ