Γιώργος Αριστηνός
Τρία δοκίμια για τον Θανάση Βαλτινό
Εκδόσεις Εστία, 2016,
σελ. 92, τιμή 12,50 ευρώ

Ο Θανάσης Βαλτινός έχει δημοσιεύσει τρεις συλλογές διηγημάτων αλλά το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του αποτελείται από μια σειρά βιβλίων που φέρουν τον χαρακτηρισμό «αφήγημα» ή «μυθιστόρημα», ενώ και οι νουβέλες του αποκτούν με το άνοιγμα του αφηγηματικού τους χρόνου μια σαφώς μυθιστορηματική διάσταση. Τα βιβλία αυτά έχουν τροφοδοτήσει αλλεπάλληλες συζητήσεις (λογοτεχνικές και εξωλογοτεχνικές) κι έχουν πυροδοτήσει τις πιο διαφορετικές ερμηνείες (στενότερες και ευρύτερες). Ανάμεσά τους το Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, τα Τρία ελληνικά μονόπρακτα, Η κάθοδος των εννιά, τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, η Ορθοκωστά, Ο τελευταίος Βαρλάμης και ο Ανάπλους. Είναι τα βιβλία με τα οποία καταπιάνεται και ο Γιώργος Αριστηνός στα τρία σύντομα αλλά πολύ περιεκτικά δοκίμιά του για την πεζογραφία του Βαλτινού.

Χωρίς να το θέτει ευθέως, ο Αριστηνός προσπαθεί και στις τρεις εργασίες του να απαντήσει στο ίδιο ερώτημα: γιατί ο Βαλτινός έχει μπει στο κέντρο μιας τόσο διευρυμένης συζήτησης; Γιατί έχει προκαλέσει έναν τόσο εκτεταμένο διάλογο; Μα, επειδή έχει παίξει όσο λίγοι με τα όρια και τις αντοχές της μυθιστορηματικής φόρμας, επειδή έχει αποδείξει πως το ελληνικό μυθιστόρημα, όπως κι αν το εννοήσουμε στην περίπτωσή του, αποτελεί πεδίο πολλαπλών και ιδιαιτέρως προχωρημένων πειραματισμών χωρίς ταυτοχρόνως να κινδυνεύει να παγιδευτεί στον μάλλον στενόκαρδο χώρο της πειραματικής λογοτεχνίας. Δύο είναι οι πυλώνες που εντοπίζει προς αυτή την κατεύθυνση ο Αριστηνός: από τη μια πλευρά το ειδικό βάρος της γλώσσας και από την άλλη η εμπλοκή με την καυτή ύλη της Ιστορίας.
Η γλώσσα είναι για τον Βαλτινό το ήμισυ του παντός: δίνει υπόσταση στην αταξία και το χάος, επινοεί και αποσιωπά, φιλτράρει και συσσωματώνει, μαζεύει και σκορπίζει, επαναλαμβάνει και αποσιωπά, παραλείπει και προσθέτει. Κι ακόμα, εμπνέει την πολυφωνία χωρίς να την επιμερίζει σε εξατομικευμένους χαρακτήρες, αποτυπώνει νοοτροπίες και εποχές και μετατρέπει την απόγνωση σε ειρωνεία (και το ανάποδο). Τέλος, καταφεύγει στο ντοκουμέντο, την προφορικότητα και τη δημοτική παράδοση χωρίς να ξοδεύεται σε κορόνες εθνικής υπερηφάνειας. Το άλλο ήμισυ του παντός για τον Βαλτινό είναι βεβαίως η Ιστορία. Η λογοτεχνία έχει αρδεύσει τις τελευταίες δεκαετίες τη γλωσσική στροφή (linguistic turn) των ιστοριογράφων, που επικεντρώνουν πλέον την προσοχή τους στη σχέση της επιστήμης τους με την αφήγηση, αλλά για τον Βαλτινό η Ιστορία πέρα από στίβο καλλιτεχνικών ή επιστημονικών ασκήσεων αποτελεί κι έναν τόπο ήττας και ηθικής απαξίωσης, έναν τόπο διάψευσης της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μεταμοντέρνος, γλωσσοκεντρικός και ακούραστος κυνηγός της ανατροπής: αυτός είναι ο Βαλτινός του Αριστηνού, αυτός είναι εν πολλοίς και ο Βαλτινός όπως τον έχουμε παρακολουθήσει σε όλα τα χρόνια της εξέλιξής του. Δεν ξέρω αν είναι και κλασικός, όπως επιμένει ο μελετητής του. Δεν ξέρω αν επιτρέπει κάτι τέτοιο ο ριζοσπαστισμός των μορφών του –και δεν είμαι βέβαιος για το τι ακριβώς μπορεί να του προσπορίσει μια τέτοια ιδιότητα. Κατά τα άλλα ο Αριστηνός περιδιαβαίνει σε ποικίλες λογοτεχνικές και ιστοριογραφικές θεωρίες δίχως να γίνεται ποτέ δέσμιός τους: τις χρησιμοποιεί χωρίς να χρονοτριβεί μαζί τους και μόνο κατά το μέτρο που εξυπηρετούν τις δικές του ερμηνευτικές ανάγκες –όπως χρειάζεται να κάνουμε πάντοτε με τη θεωρία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ