Από τη ρομαντική εποχή ως το ’30, μια δρασκελιά δρόμος, διάσπαρτος με τη Γυφτοπούλα (1884) του Παπαδιαμάντη, τον Ζητιάνο (1896) του Καρκαβίτσα, το ιμπρεσιονιστικό Φθινόπωρο (1917) του Χατζόπουλου. Μυθιστορήματα που μας οδηγούν στη γενιά που έχει συνδεθεί με τη «δημιουργία» του μυθιστορήματος. «Ο Θεοτοκάς και οι σύγχρονοί του (…) έχουν ξεχάσει, αλήθεια, πως υπήρχαν μυθιστορήματα κατά τη ρομαντική εποχή και μένουν με την εντύπωση ότι το διήγημα επικρατεί απόλυτα στην ελληνική πεζογραφία» επισημαίνει ο Ανρί Τονέ στην Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος (Πατάκης, 2001). Αστικό μυθιστόρημα και οικογενειακή saga, ο Θεοτοκάς, ο Καραγάτσης, ο Τερζάκης. Νεωτερική γραφή, Κοσμάς Πολίτης, Eroica (1937), Ν. Γ. Πεντζίκης, Ο πεθαμένος και η Ανάσταση (1944), Γιάννης Σκαρίμπας, Το σόλο του Φίγκαρο (1939), Μέλπω Αξιώτη, Δύσκολες νύχτες (1938). Η Ζωή εν τάφω (1924) του Μυριβήλη, αντιπολεμικό μυθιστόρημα που συμβαδίζει με τα ευρωπαϊκά. Η Μικρασία και ο Βενέζης. Η Κατοχή, ο Εμφύλιος και οι μυθιστοριογράφοι μετά τον πόλεμο. Αντέχουν στον χρόνο και στη σύγκριση με την ξένη μυθιστοριογραφία της εποχής τους; H Αγγέλα Καστρινάκη και η Ερη Σταυροπούλου γράφουν για το ελληνικό μυθιστόρημα πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, στην τρίτη συνέχεια μιας συζήτησης που, όπως φαίνεται παραπάνω, διεξάγεται εδώ και έναν αιώνα χωρίς να έχουν ελεγχθεί εσφαλμένες εντυπώσεις που την ορίζουν.
Αγγέλα Καστρινάκη
Bildungsroman και φιλοδοξίες
Δεν είναι ανυπόστατη φήμη ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε (ή μήπως να πούμε: δεν είχαμε) μυθιστόρημα. Αυτό το πελώριο ευρωπαϊκό είδος που γεννήθηκε στον 18ο αιώνα και άνθησε στον 19ο γνώρισε σαφώς μια περιορισμένη εκπροσώπηση στη χώρα μας. Δεν είχαμε Μπαλζάκ, δεν είχαμε Σταντάλ, ούτε Ντίκενς, ούτε Τολστόι. Είχαμε ορισμένους συγγραφείς που προσπαθούσαν να τους μοιάσουν. Αλλά συνήθως αποτύγχαναν.
Σκέφτομαι τον πρώιμο Παπαδιαμάντη και ξαναδιαβάζω τη Γυφτοπούλα. Ολα τα έβαλε μέσα, όσα είχε μάθει από τους ευρωπαίους δασκάλους ότι απαρτίζουν το μυθιστόρημα: ίντριγκες, μυστήρια, πρόσωπα υψηλά και πρόσωπα χαμηλά, τη μεγάλη ιστορία των εθνών και τη μικρή ιστορία των προσώπων, ιδέες και σύμβολα. Γιατί αποτυγχάνει αυτός που και ευφυΐα διαθέτει και κουλτούρα και καλλιτεχνικό αισθητήριο σε αφθονία; Αποτυγχάνει πιστεύω γιατί δεν έχει υψηλό κίνητρο. Ο άνθρωπος πρέπει, κυρίως, να βγάλει το ψωμί του. Γράφει στις εφημερίδες κατεβατά από ανούσιους διαλόγους για να γεμίσει τη σελίδα. Ουσιαστικά βαριέται. Μέριμνά του η τέρψη του κοινού –έτσι όμως δεν παράγεται το μέγα έργο.

Κίνητρο και αριστοκρατία

Το μυθιστόρημα απαιτεί μια συγκέντρωση προσπάθειας, μια τεράστια επιμονή, μια προσήλωση στον στόχο, και έναν πολύ ισχυρό λόγο για να τα πράξει κανείς όλα αυτά. Πριν από κάποια χρόνια, μελετώντας ορισμένα ελληνικά μυθιστορήματα διαμόρφωσης του πρώτου μισού του 20ού αιώνα (Το φλογισμένο ράσο του Πλάτωνος Ροδοκανάκη και τον Λεωνή του Θεοτοκά) σε σύγκριση με ευρωπαϊκά, είχα καταλήξει στις εξής σκέψεις: Πρώτον, οι Ελληνες δεν έχουν να αντιταχθούν σε πολύ ισχυρούς μηχανισμούς καταπίεσης, οικογένεια, σχολείο, θρησκεία, κάτι που στην Αγγλία τροφοδοτεί το Bildungsroman, ως μια προσπάθεια απελευθέρωσης από αυτούς τους θεσμούς. Δεύτερον, στην Ελλάδα υπάρχει μια πολύ περιορισμένη ανάπτυξη ενός αισθήματος εγωτισμού, δηλαδή των αστικών αξιών που γεννούν το μυθιστόρημα της διαμόρφωσης· το εγώ υποχωρεί πάραυτα μπροστά στην ανάδυση συλλογικών αξιών και προταγμάτων. Το ελληνικό Bildungsroman είναι μια ισχνή (και σε σελίδες) εκδοχή του αγγλικού: οι ήρωες ξεμπερδεύουν πολύ εύκολα με τα διλήμματά τους, ενώ, ως προς το είδος, αντί για μυθιστόρημα έχουμε ουσιαστικά νουβέλα.
Το τρίτο και σημαντικότερο ίσως για το θέμα μας συμπέρασμα προκύπτει και από τη συγκριτική μελέτη των ελληνικών έργων με τον Βίλελμ Μάιστερ του Γκαίτε. Ο νεαρός ήρωας εκεί επιθυμεί μέσω της παιδείας του, μέσω της Bildung, να εξισωθεί με τους αριστοκράτες, να κατακτήσει το δικό τους μορφωτικό επίπεδο. Και ο ίδιος ο Γκαίτε, γράφοντας τον Βίλελμ Μάιστερ, επιθυμεί και αυτός την είσοδό του στο άβατο της αριστοκρατίας όπου δεν ανήκε από τη γέννησή του. Στο αγγλικό μυθιστόρημα διαμόρφωσης επίσης όλοι, ή σχεδόν, οι νεαροί ήρωες κατευθύνονται στη ζωή από την επιθυμία να γίνουν gentlemen. Κι ακόμα, ο Μπαλζάκ, αστός την καταγωγή, προβάλλοντας μετά πάθους στο έργο του την αριστοκρατία, κατάφερε εντέλει και στη ζωή του να γίνει Ονορέ ντε Μπαλζάκ.
Λέγεται μερικές φορές ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε μυθιστόρημα επειδή δεν έχουμε αστική τάξη. Αστική τάξη όμως κουτσά-στραβά διαθέτουμε. Αυτό που μας λείπει εντελώς είναι η αριστοκρατία. Και άρα το κίνητρο που θα είχε η αστική τάξη να της μοιάσει, να κατακτήσει το οχυρό της παιδείας, να γίνει η νέα αριστοκρατία στη θέση της παλιάς. Ο Παπαδιαμάντης δεν χρειαζόταν να κατακτήσει κανένα υψηλότερο μορφωτικό ιδεώδες από αυτό που κατείχε ήδη μέσα από την αυτομόρφωσή του. Η βούληση για τη μεγάλη υψηλού επιπέδου σύνθεση έλειψε· εκφράζει την ψυχή του (άρτια και συγκινητικά) μέσα από το λιγότερο φιλόδοξο είδος του διηγήματος.
Γενιά του 1930, εξίσωση με την Ευρώπη
Φιλοδοξία: πιστεύω ότι είναι μια λέξη-κλειδί για το θέμα μας. Και εδώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλες φιλοδοξίες, πέρα από την πρωταρχική. Η φιλοδοξία της εξίσωσης με την Ευρώπη· να δείξουμε στους Ευρωπαίους ότι μπορούμε να γίνουμε ισότιμο μέλος της οικογένειάς τους. Μήπως η ξαφνική άνθηση του μυθιστορήματος στη γενιά του ’30 είναι ξένη προς αυτή τη φιλοδοξία; Θεοτοκάς, Πετσάλης-Διομήδης, Καραγάτσης, Τερζάκης: ο τελευταίος μάλιστα εντελώς ανάγλυφα, στην Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ, όπως δημοσιεύτηκε σε επιφυλλίδες το 1937-’38 (στην έκδοση του 1945 αυτό άλλαξε), αναδεικνύει την άμιλλα με τους Δυτικούς σε πεδίο δόξης για τα αλλοτινά αρχοντόπουλα του Μοριά καθώς και για τους σύγχρονους μυθιστοριογράφους.
Ακόμη ένα παράδειγμα: η επίσης ξαφνική άνθηση του μυθιστορήματος των γυναικών στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου: Λυμπεράκη, Κρανάκη (και οι δύο με μυθιστορήματα διαμόρφωσης), Εύα Βλάμη (ο επικός Σκελετόβραχος) και άλλες. Θεωρώ ότι η εμφάνιση των μυθιστορημάτων αυτών σχετίζεται με την έφοδο προς την ισότητα που πραγματοποίησαν οι γυναίκες τα ίδια χρόνια. Ισχυρότατο κίνητρο: η κατάκτηση του χώρου των ανδρών. Αν το Bildungsroman στην Ευρώπη δημιουργείται από την ανάγκη αυτοπροσδιορισμού μιας κοινωνικής τάξης και εμπέδωσης της κυριαρχίας της, το γυναικείο Bildungsroman προκύπτει από ανάλογη ανάγκη αυτοπροσδιορισμού ενός ολόκληρου φύλου.
Συνήθως λοιπόν θα έλεγα ότι είναι το κίνητρο, οι βλέψεις μιας συγκροτημένης κοινωνικής ομάδας που οδηγούν στη δημιουργία του είδους μυθιστόρημα. Χωρίς να αποκλείονται βέβαια και οι μοναχικοί καβαλάρηδες: ο Καζαντζάκης μονάχος του κίνησε για την κατάκτηση του κόσμου· και έπος και μυθιστόρημα. Αλλά σε αυτόν είχε συγκεντρωθεί (ποιος ξέρει πώς και γιατί) η φιλοδοξία των αιώνων…
Τέλος: καλές οι μεγάλες φιλοδοξίες· βέβαια, εκτός από αριστουργήματα μπορεί να βγάλουν και τέρατα. Καλές όμως και οι μικρές φιλοδοξίες και οι χαμηλές φωνές. Το διήγημα, προϊόν μικρότερης προσπάθειας οπωσδήποτε, μπορεί να φτάσει σε πολύ υψηλότερη καλλιτεχνική τελειότητα. Ενα διήγημα μπορεί να είναι άψογο σε αναλογίες, σε ρυθμό, σε γλωσσική ευαισθησία, κάτι που ένα μυθιστόρημα από τη φύση του αδυνατεί να είναι.
Η σημερινή πληθώρα των μυθιστορημάτων δεν σημαίνει ακριβώς ότι κάτι κατακτήσαμε και στο επίπεδο της ποιότητας.
Η κυρία Αγγέλα Καστρινάκη είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και συγγραφέας.

Ερη Σταυροπούλου
Μεταπολεμικά έργα και συγγραφείς

Γέννημα μιας ταραγμένης ιστορικά εποχής, σε μια χώρα με μεγάλα πολιτικοκοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που πάλευε να ορθοποδήσει, με μια πρόοδο που ανακόπηκε από την επτάχρονη δικτατορία, με περιορισμένη παράδοση στον αφηγηματικό λόγο, το μεταπολεμικό μυθιστόρημα παρουσιάζει πλουσιότατη παραγωγή. Είναι, κατά τη γνώμη μου, αφελές να συγκρίνουμε τους νεοέλληνες συγγραφείς με τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, γιατί κανένας συγγραφέας, όσο ταλαντούχος κι αν είναι, δεν γράφει ανεξάρτητα από την εποχή και τον τόπο του. Η τέχνη του αρδεύεται όχι μόνο από την παιδεία, τη λογοτεχνική παράδοση αλλά και από τη γύρω ζωή.
Συνέχειες και τομές
Για να δείξω ότι το μυθιστόρημα κατά τη μεταπολεμική περίοδο γνώρισε σημαντική καρποφορία, θα θυμίσω πολύ συνοπτικά ορισμένα έργα. Βιβλία που αγαπήθηκαν από τους αναγνώστες, συζητήθηκαν, βραβεύτηκαν, μεταφράστηκαν, αξιοποίησαν νεωτερικούς τρόπους γραφής σε διάλογο με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, άνοιξαν νέες προοπτικές στο νεοελληνικό μυθιστόρημα, διασκευάστηκαν με επιτυχία για το θέατρο, την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο. Σε αυτά αποτυπώνονται και οι προσωπικές μου προτιμήσεις. «Ο καθείς και τα όπλα του» γράφει ο Ελύτης. Παρ’ όλο που παραθέτω αντιπροσωπευτικά έργα ευρύτερων τάσεων, δεν επιλέγω συγγραφείς και κείμενα με κριτήρια της παραδοσιακής Ιστορίας της λογοτεχνίας. Πρόθεσή μου είναι να φανούν μετασχηματισμοί (συνέχειες και τομές) στην πεζογραφική μας παράδοση, καθώς υποστηρίζω θερμά την άποψη ότι υπάρχουν αξιόλογα ελληνικά μυθιστορήματα. Κι αν ο χώρος μου δεν ήταν τόσο περιορισμένος, δεν θα αναφερόμουν μόνο σε σχετικά παλαιότερους μεταπολεμικούς πεζογράφους, ούτε μόνο σε τόσα κείμενα. Αδικώ για τον ίδιο λόγο και τους συγγραφείς που αναφέρω, γιατί οι περισσότεροι δεν έχουν μόνο ένα πολύ αξιόλογο μυθιστόρημα.
Θα αρχίσω με τα Ψάθινα καπέλα (1946) της Mαργαρίτας Λυμπεράκη, που συνεχίζουν την παράδοση του εφηβικού μυθιστορήματος. Με παρατηρητικότητα και ευαισθησία η συγγραφέας διαγράφει τον γυναικείο ψυχισμό αντιμέτωπο με ζητήματα, όπως η ηλικία, η μητρότητα και η διάθεση για δημιουργία.
Το δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής ιστορήθηκε ως τις μέρες μας σε πολλά βιβλία. Τα Mατωμένα χώματα (1962) της Διδώς Σωτηρίου ξεχωρίζουν, γιατί μέσα από την τραγική περιπέτεια του ήρωα προβάλλεται η μακρόχρονη ειρηνική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων, επισημαίνονται οι λόγοι της συμφοράς και κατονομάζονται οι αίτιοι.
Οι τρίτομες Aκυβέρνητες πολιτείες (1960-1965) του Στρατή Τσίρκα, μια πλατιά σύνθεση για τον πόλεμο στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, συνδυάζει τις περιπέτειες των ετερόκλητων, διαφορετικής εθνικότητας ηρώων με την κριτική στην ελληνική πολιτική.
Ο Mήτσος Aλεξανδρόπουλος στο δίτομο Nύχτες και αυγές (1961-1963) δίνει με λιτή ακρίβεια τον πόλεμο και την Αντίσταση, προβάλλοντας τον ηρωισμό και τα οράματα των ανθρώπων που θέλησαν να αλλάξουν τον κόσμο.
Tο Τρίτο στεφάνι (1962) του Κώστα Ταχτσή ζωγραφίζει τη μικροαστική Ελλάδα μέσα από τη γλαφυρή αφήγηση δύο γυναικών.
Το Ζ (1966) του Bασίλη Bασιλικού αποτυπώνει τη συγκλονιστική υπόθεση Λαμπράκη και τη δύναμη του παρακράτους. Ενα «non fiction novel» (όπως το Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε) μυθοποιεί το ιστορικό γεγονός, συνδυάζοντας το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ και τα ντοκουμέντα με τη μυθοπλασία.
Ο Λοιμός (1972) του Αντρέα Φραγκιά αποτυπώνει τον παραλογισμό και τη βία της σωφρονιστικής μεθόδου της Μακρονήσου αλλά προσφέρεται και για μια προφητική ανάγνωση της καταπίεσης του απρόσωπου τιμωρητικού συστήματος της σύγχρονης εποχής, που θα περιγράψει στο Πλήθος (1985-1986).
Την ίδια χρονιά (1972) κυκλοφορεί Ο γενναίος Τηλέμαχος του Αλέξανδρου Κοτζιά, ένα αντιχουντικό και αντιαμερικανικό μυθιστόρημα, τοιχογραφία της μεταπολεμικής Ελλάδας από το 1951 ως το 1968 και καταγγελία των διεργασιών που οδήγησαν στην απριλιανή δικτατορία, διεργασίες στις οποίες θα επανέλθει στη νουβέλα Το σοκάκι (1992).
Το μυθιστόρημα της Μεταπολίτευσης

Στο μυθιστόρημα Tο κιβώτιο (1974) του Αρη Aλεξάνδρου η δυσερμήνευτη και αινιγματική απολογία του μόνου επιζήσαντος μιας εφιαλτικής αποστολής μετατρέπεται σε κριτική ιδεών και πρακτικών, ενώ το άδειο κιβώτιο γίνεται συνώνυμο με το «αδειανό πουκάμισο».
Η Βιοτεχνία υαλικών (1975) του αθηναιογράφου Μένη Κουμανταρέα είναι μια ελεγεία των μικρών ανθρώπων, που σχεδιάζουν τη ζωή τους με όνειρα για κοινωνική αλλαγή, και τελικά βυθίζονται στην ασημαντότητα, την κατάθλιψη και την παρακμή.
H Αρχαία σκουριά (1979) της Mάρως Δούκα, πολιτικό μυθιστόρημα μαθητείας, δείχνει μέσα από την κριτική ματιά μιας νέας κοπέλας την πτώση της δικτατορίας και τη διάψευση των ιδεολογιών και των οραμάτων.

H αρραβωνιαστικιά του Aχιλλέα
(1987) της Αλκης Ζέη περιγράφει τη ζωή μιας γυναίκας από το 1940 ως το 1970 και μαζί την πορεία μιας «νικηφόρας» επανάστασης που χάθηκε στην Ελλάδα, την Τασκένδη, την Ευρώπη.
Τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά (1989) του Κώστα Μουρσελά, εκτός από την πολυπρόσωπη εικόνα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, προσφέρει έναν καταπληκτικά ζωντανό αντιήρωα, το Λούη, απείθαρχο και αντιφατικό, καθρέφτη και τιμητή της κοινωνίας.
Τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (1989) του Θανάση Bαλτινού, έργο πρωτότυπο, χωρίς ήρωες και αφήγηση, αποδίδει τη συλλογική ταυτότητα της εποχής, παραθέτοντας μια μεγάλη σειρά από πεποιημένα ντοκουμέντα.
Η Ρέα Γαλανάκη στο O βίος του Iσμαήλ Φερίκ πασά (1989) αξιοποιώντας ιστορικά γεγονότα, ερευνά ένα σύγχρονο πρόβλημα, αυτό της ταυτότητας και της ετερότητας, της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, του ψυχολογικού και κοινωνικού εαυτού.
Τούτη η συναγωγή κειμένων, αν και δεν έγινε με αυτόν τον στόχο, απαντά σε ένα ευρύτερο αίτημα για τη σχέση της λογοτεχνίας με τη ζέουσα πραγματικότητα. Καθώς τα μυθιστορήματα αυτά συνθέτουν ένα πανόραμα της τραγικής περιπέτειας του ελληνισμού από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τη μεταπολίτευση, φανερώνουν ότι οι μεταπολεμικοί συγγραφείς στάθηκαν κριτικά απέναντι στο παρόν, αναστοχάστηκαν το παρελθόν, δεν έκρυψαν ούτε ωραιοποίησαν τα λάθη και τα δεινά της χώρας.

Η κυρία Ερη Σταυροπούλου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ