Η Τεργέστη είναι μια πόλη που βρίσκεται στο «πουθενά», σύμφωνα με τα όσα γράφει η Τζαν Μόρις στο τελευταίο της βιβλίο Τεργέστη. Η έννοια του πουθενά. Η Μόρις ανήκει στους σημαντικότερους ταξιδιογράφους της μεταπολεμικής εποχής, αλλά την ιδέα του «πουθενά» δεν είναι η πρώτη που τη διατύπωσε (το 2001). Προηγήθηκε κατά τριάντα χρόνια ο ξεχασμένος –και εν πολλοίς αδικημένος –Πολ Μοράν που είπε το ίδιο για μιαν άλλη πόλη, τη Βενετία.
Το σκεφτόμουν καθώς κατευθυνόμουν στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στο ελληνορθόδοξο νεκροταφείο της Τεργέστης, όπου βρίσκονται οι οικογενειακοί τάφοι των επιφανών τέκνων τής μια φορά κι έναν καιρό ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας. Εκεί φυλάσσεται, κατά την επιθυμία του, και η τέφρα του Πολ Μοράν στον οικογενειακό τάφο της συζύγου του Ελένης Σούτζου. Ο τάφος είναι ένα εντυπωσιακό μνημείο, όπως και αρκετοί άλλοι σε τούτο το εντυπωσιακό κοιμητήριο, το οποίο κινδυνεύει να καταρρεύσει εξαιτίας της διάβρωσης που έχει υποστεί το έδαφος κάτω από τον εξωτερικό του τοίχο.
Καθώς στεκόμουν μπροστά στο μνημείο με τον άγγελο κάτω από τον σταυρό και την πλάκα με το όνομά του δεν αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να διαβάζουμε σήμερα τον Μοράν –δεν είχα αμφιβολίες ότι αξίζει τον κόπο –αλλά για ποιους λόγους, ενώ δεν ήταν ο μόνος δωσίλογος συγγραφέας της γενιάς του ούτε και ο χειρότερος, κινδυνεύει να περάσει στο βασίλειο της ανυπαρξίας. Και τώρα ο ίσκιος του βρίσκεται εδώ, στην πόλη αυτή που, καθώς έλεγε ο Σταντάλ, στέκεται ακίνητη απέναντι στη βαρβαρότητα. «Πολ Μοράν. Μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Πρέσβης της Γαλλίας. Ταξιδιώτης» διαβάζω στη βάση του μνημείου.
Ασπάστηκε την ορθοδοξία


Δεν ερχόμουν εδώ από απλή περιέργεια. Ο Μοράν στο τέλος της ζωής του ασπάστηκε την ορθοδοξία, όχι μόνο γιατί ήταν ορθόδοξη η ελληνορουμάνα σύζυγός του Ελένη Σούτζου, το γένος Χρυσοβελώνη, αλλά κι επειδή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ελληνική γλώσσα ήταν η τελειότερη στον κόσμο. Πρόκειται φυσικά για υπερβολή, που έχει όμως τη σημασία της, αφού ο Μοράν ανήκε στους κορυφαίους στυλίστες της μητρικής του γλώσσας. Κι έπειτα η ζωή αυτού του εξαίρετου πεζογράφου και κορυφαίου ταξιδιογράφου υπήρξε ένα απίθανο ταξίδι. Στην εποχή, στον χρόνο, στην Ιστορία, στους μύθους του 20ού αιώνα, στον μοντερνισμό, στις διαψεύσεις και τις αυταπάτες τόσων και τόσων, στην άνοδο, στην παρακμή και την πτώση.
Η τέφρα του Μοράν βρίσκεται εδώ αλλά το κενοτάφιό του, που ο ίδιος περιέγραψε με τρόπο ανεπανάληπτο, είναι η Βενετία. Οι Βενετίες, που εξέδωσε το 1971 στα 82 του, πέντε χρόνια προτού πεθάνει (τις έχει μεταφράσει εξαίρετα η Βάσω Μέντζου), είναι για μένα ανώτερο έργο από δύο επίσης σημαντικά βιβλία: τη Βενετία της Τζαν Μόρις και το Υδατογράφημα του Γιόζεφ Μπρόντσκι. Ο Μοράν εδώ ταξιδεύει στις αναμνήσεις του από την πόλη και ταυτοχρόνως αυτοβιογραφείται αποφεύγοντας να καθρεφτιστεί για πολλή ώρα στα νερά της. Διότι κανείς δεν έχει καταφέρει να μιλήσει για τον εαυτό του γράφοντας για μια πόλη σαν τη Βενετία που ευκολότατα μπορεί να σε οδηγήσει στον ναρκισσισμό.
Οι Βενετίες είναι ένα άθροισμα από βινιέτες, καρτ ποστάλ, όπως έχει ειπωθεί, για έναν ανώνυμο παραλήπτη που καλύπτουν μεγάλο βάθος χρόνου, από τις αρχές σχεδόν του 20ού αιώνα ως το 1970. Μεσολαβεί όμως ένα μεγάλο κενό: τα χρόνια από το 1938 ως το 1950 απουσιάζουν. Τα πιο κρίσιμα από πολλές πλευρές, αφού ο Μοράν αυτή την περίοδο πρώτα θα συνεργαζόταν με το Καθεστώς του Βισύ και στη συνέχεια το 1943 θα αναλάμβανε πρέσβης στη Ρουμανία. Με το τέλος του πολέμου θα κατέφευγε στην Ελβετία, όπου θα έμενε για μερικά χρόνια μαζί με τη σύζυγό του (προφανώς για να μην περάσει από δίκη ως δωσίλογος) και θα έχανε το δικαίωμα συνταξιοδότησης. Γιατί όμως συνεργάστηκε με το Καθεστώς του Βισύ; Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες. Αλλοι λένε εξαιτίας του θαυμασμού του για τον στρατάρχη Πετέν, τον ήρωα της μάχης του Βερντέν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που αμαύρωσε τη φήμη του αναλαμβάνοντας πρωθυπουργός του Καθεστώτος του Βισύ. Ορισμένοι ισχυρίζονται πως τον παρέσυρε η φανατική γερμανόφιλη σύζυγός του. Κι άλλοι πως οι εξηγήσεις υπάρχουν στα ίδια τα κείμενά του και στο περιβάλλον όπου διαμορφώθηκε η προσωπικότητά του. Οι τελευταίες είναι ενδεχομένως και οι πειστικότερες.
Πρόοδος, παρακμή και αισθητική


Ο Μοράν ανήκε στην πνευματική αριστοκρατία της εποχής. Ο πατέρας του ήταν ζωγράφος και φίλος με σημαντικούς συγγραφείς και καλλιτέχνες (στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Ροντέν και ο Μασνέ). Μεγάλωσε μέσα σε ένα κλίμα όπου μεγάλη μερίδα συγγραφέων, καλλιτεχνών και διανοουμένων θεωρούσε ότι η παρακμή ήταν η απάντηση στο δόγμα της προόδου που οδηγούσε στην αισθητική και πνευματική έκπτωση. Η αισθητική έτσι αναγόταν σε μείζονα αξία ζωής, στο μεγάλο πρόσχημα, την ανώτερη μορφή των απολαύσεων. Δημιουργούσε δηλαδή τον παράλληλο –και ανώτερο –κόσμο. Σε αυτό το κλίμα διαμορφώθηκε ο Μοράν, που υπήρξε και παρέμεινε εστέτ από πολύ μικρή ηλικία ως το τέλος της ζωής του. Ηταν ανάμεσα στους λίγους που παρευρέθησαν στην κηδεία του Οσκαρ Γουάιλντ στο Παρίσι το 1900. Και πολύ μικρός, μόλις 12 ετών.
Ο Μοράν μπήκε στο διπλωματικό σώμα το 1908, στα 25 του χρόνια. Το πρώτο του πόστο ήταν του ακολούθου στο Λονδίνο, όπου γνώρισε τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής, του Τσόρτσιλ συμπεριλαμβανομένου. Γνώρισε μιαν Αγγλία που ήταν τότε ακόμη ισχυρή και ένα Λονδίνο όπου κανείς δεν συζητούσε για τη Νέα Υόρκη, την οποίαν αργότερα, από το 1925 ως το 1929, ο Μοράν θα επισκεπτόταν τέσσερις φορές. Καρπός των ταξιδιών του υπήρξε το βιβλίο που έγραψε για την πόλη. Εκδόθηκε το 1930 και έκανε τεράστια εντύπωση. Εντυπωσιακό παραμένει και σήμερα, μολονότι ήδη από το 1930 η Νέα Υόρκη ήταν διαφορετική από εκείνη που περιγράφει. Πόσο διαφορετική εν τούτοις; Οσοι την έχουν επισκεφθεί, ακόμη και στη δική μας εποχή και έχουν διαβάσει το βιβλίο, διαπιστώνουν πως ο Μοράν μιλάει μεν για την πόλη που είδε αλλά ο επισκέπτης-αναγνώστης βλέπει δύο πανοραμικές εικόνες, που η μια συμπληρώνει την άλλη, ενώ την ίδια στιγμή μεταφέρεται στο παρελθόν. Και τούτο είναι βασικό γνώρισμα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας πρώτης γραμμής: σε στρέφει πίσω στον χρόνο, στην αυθεντικότητα της στιγμής που λειτουργεί ως κοιτίδα της φαντασίας –γι’ αυτό και μοιάζει τόσο γοητευτική, από τον καιρό ακόμη του Παυσανία.
Ο Μοράν είδε στη Νέα Υόρκη την πόλη του μέλλοντος –και μάλιστα σε πρώιμη εποχή. Αναγνώρισε τον τζαζ χαρακτήρα της, διέκρινε τα στοιχεία του αυτοσχεδιασμού στην κίνηση του πλήθους, στους παλλόμενους οικοδομικούς όγκους, στις προκλήσεις του ύψους. Είδε μια πόλη φουτουριστική που άφηνε πίσω της τον παλιό κόσμο χωρίς να ορίζει τον εαυτό της. Και υπάρχουν σελίδες του που σου γεννούν οπτικές εντυπώσεις πολύ εντονότερες από τα όποια επίκαιρα της εποχής.
Ταξιδεύοντας πολυτελώς


Εκείνα τα χρόνια το ταξίδι δεν ήταν μόνο περιπέτεια αλλά και πολυτέλεια των ολίγων, όσων είχαν την άνεση, τα χρήματα και τον χρόνο να το πραγματοποιήσουν. Ο εστέτ Μοράν, που δειπνούσε στα ακριβότερα εστιατόρια, που είχε πάθος με τις γυναίκες, τα άλογα και τα αυτοκίνητα, θεωρούσε το ταξίδι μορφή εξόδου από την κόλαση της εποχής του –όμως την κόλαση αυτή τη συνελάμβανε αισθητικά, με τη λεπτότητα ενός αυθεντικού σνομπ αλλά κι εκείνου που ήθελε να ζήσει την εποχή του προκειμένου να την ξεπεράσει. Αντιπαθούσε την «παρισινή γεροντοκρατία», όπως έλεγε, αν και στις ταξιδιωτικές του αφηγήσεις το Παρίσι παρεμβάλλεται συχνά ως ένα είδος ειρωνικής σύγκρισης σε σχέση με τους νέους τόπους που γνώριζε.
Η γαλλική πρωτεύουσα για τον Μοράν, όπως και γι’ άλλους της γενιάς του, είχε χάσει τον ηθικό έλεγχο, τις ποιοτικές ιδιότητες που κληρονόμησε από τον 19ο αιώνα και δεν επρόκειτο να τις ανακτήσει. Θεωρούσε τον εαυτό του εκτός. Ηταν όμως; Ασφαλώς και ήταν, αλλά για άλλους λόγους, αφού απέφυγε το σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οταν πολλοί (ανάμεσά τους κι ο παλιός του φίλος γλύπτης Γκαρντιέ Μπρζέσκα, που τον γνώρισε στο Λονδίνο) έπεφταν νεκροί στο μέτωπο, εκείνος έδινε πάρτι στο πολυτελές διαμέρισμά του στο Παλαί Ρουαγιάλ και παρακολουθούσε παραστάσεις που θα έγραφαν ιστορία, όπως την Parade των μπαλέτων Ντιαγκίλιεφ, για την οποία το κείμενο έγραψε ο Ζαν Κοκτό, τη μουσική συνέθεσε ο Σατί και τα σκηνικά και τα κοστούμια σχεδίασε ο Πικάσο.
Ο έπαινος του Προυστ


Από τη δεκαετία του 1920 ακόμη, όταν εξέδωσε ένα βιβλίο με διηγήματα το οποίο συνοδευόταν από εισαγωγικό δοκίμιο του Προυστ, έμπαινε στην πρώτη γραμμή των σημαντικότερων σύγχρονων γάλλων συγγραφέων. Πολλοί θα τον ζήλευαν και μόνο για το γεγονός ότι ο Προυστ τον αναφέρει επαινετικά στον Ξανακερδισμένο χρόνο. Το βιβλίο του Μοράν σύντομα μεταφράστηκε από τον Εζρα Πάουντ που έμενε στο Παρίσι εκείνη την εποχή. Οι μοντερνιστές εύκολα αναγνωρίζονταν μεταξύ τους.
Λίγοι ήταν όσοι είχαν την πολυτέλεια τότε να δειπνούν, όπως εκείνος, με τον Προυστ στο ξενοδοχείο «Ριτς». Εκεί κρατούσε ένα διαμέρισμα η Ελένη Σούτζου, στενή φίλη του συγγραφέα τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Η Σούτζου ήταν μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς και εξαιρετικής ευφυΐας, σύζυγος τότε του Δημήτρη Σούτζου. Γρήγορα αναπτύχθηκε έρωτας ανάμεσα σ’ εκείνη και στον Μοράν. Η Σούτζου χώρισε τον σύζυγό της το 1924 και τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τον εραστή της. Η επίδραση, λένε, που άσκησε πάνω του υπήρξε καταλυτική και έφτανε στο σημείο του απόλυτου σχεδόν ελέγχου.
Μύθος και περιπέτεια
Ο Μοράν αντιπαθούσε την εγωιστική, «δημοκρατική» και κατακερματισμένη Ευρώπη, γι’ αυτό και όλη του τη ζωή σχεδόν την πέρασε σε ένα καθεστώς συνεχών αναχωρήσεων και επιστροφών –και αυτή την ιδιότυπη κίνηση διακρίνει κανείς στα ταξιδιωτικά του κείμενα όπου η ειρωνεία είναι η άλλη πλευρά της νοσταλγίας για μιαν άλλη εποχή που θα ήθελε να τη γνωρίσει αλλά που ποτέ δεν υπήρξε. Και ωστόσο η δική του εποχή, όπως την έζησε, αποτυπώθηκε στο έργο του μέσω του απαράμιλλου ύφους του, περίτεχνου όπως και του Προυστ. Σε αντίθεση όμως με τον Προυστ, ο λόγος του Μοράν δεν είναι μακροπερίοδος. Είναι μεταφορά της τεχνικής του κινηματογραφικού μοντάζ, όπου το μάτι παίζει τον ρόλο της κάμερας όταν κινείται πανοραμικά «διαβάζοντας» το τοπίο και κάθε τόσο σταματά και μεταβαίνει σε μια λεπτομέρεια που στις αφηγήσεις του Μοράν αναδύεται με τη δύναμη της άνωσης. Και οι Βενετίες του είναι η καλύτερη απόδειξη.
Στη δεκαετία του 1960 η Βενετία ήταν για τον Μοράν μια πόλη που δεν την αναγνώριζε. Οχι τόσο γιατί είχε αλλάξει όσο γιατί είχε αποκτήσει έναν χαρακτήρα που δεν της ταίριαζε, δηλαδή που δεν ταίριαζε στον ίδιο. Αλλά πάνω της είχε προβάλει τη ζωή του, που κι αυτή δεν του ταίριαζε πια. Είχε ζήσει πέρα από τον χρόνο της εποχής του. Οι Βενετίες του είναι η αναδρομή του ταξιδιού και το τέλος του, που σηματοδοτεί και το τέλος της ζωής του όπως την προλέγει στις τελευταίες σελίδες.
Το ότι εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας έπειτα από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες δεν στάθηκε αρκετό ώστε να επανέλθει στο προσκήνιο. Αυτό θα συνέβαινε στο κλείσιμο του αιώνα –και πάντως θα γινόταν αργά, όταν πλέον ο Μοράν ήταν ογδόντα ετών. Ακόμη και σήμερα ο Μοράν συγγραφέας πληρώνει τα αμαρτήματα του διπλωμάτη και συνεργάτη του Καθεστώτος του Βισύ, τα δείπνα του με τον δωσίλογο πρωθυπουργό του Βισύ Πιερ Λαβάλ που εκτελέστηκε μετά την απελευθέρωση, τα αντιδημοκρατικά του αισθήματα και τις αντισημιτικές του αναφορές –παρά το γεγονός ότι είχε σταθεί στο πλευρό των υποστηρικτών του Ντρέιφους.
Σήμερα οι περισσότεροι ανατρέχουν στα ταξιδιωτικά του κείμενα (που διαβάζονται πλέον πολύ περισσότερο από τα μυθοπλαστικά του βιβλία) για να βρουν την άλλη πλευρά του ταξιδιού, εκείνη όπου ο συγγραφέας διατρέχει αργά τον χρόνο αλλά περνάει από το ένα τοπίο στο άλλο και από τη μία εμπειρία στην επόμενη με μια αστραπιαία ματιά που περιέχει τη λάμψη της ιδιοφυΐας. Κι εμείς βλέπουμε τον συγγραφέα που μέσα σε άγνωστους τόπους ψάχνει να βρει τον εαυτό του, μολονότι ξέρει πολύ καλά ποιος είναι. Δεν γράφει λοιπόν ιστορικές αφηγήσεις. Δεν χρησιμοποιεί το ταξίδι για να αντλήσει μυθοπλαστικό υλικό, γιατί το ταξίδι καθαυτό είναι πρωτίστως μύθος και δευτερευόντως περιπέτεια. Σε περιπέτεια ζωής, έκπληξη και μυστήριο επρόκειτο να το αναγάγει χρόνια αργότερα ένας άλλος ταξιδιογράφος πρώτης γραμμής, που ταξίδεψε στα πέρατα της Γης με ένα σακίδιο στην πλάτη και ένα σημειωματάριο: ο Μπρους Τσάτουιν. Για τον Τσάτουιν την επόμενη Κυριακή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ