Τον αποκάλεσαν «κορυφαίο δημοσιογράφο του 20ού αιώνα». Αλλοι είπαν πως μετέτρεψε το ρεπορτάζ σε λογοτεχνία. Και συγγραφείς όπως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και ο Λουίς Σεπούλβεδα τον χαρακτήριζαν «μαέστρο». Ο Πολωνός Ρίσαρντ Καπισίνσκι ήταν όλα αυτά (μολονότι δεν υπήρξε ο πρώτος ο οποίος «μετέτρεψε το ρεπορτάζ σε λογοτεχνία») αλλά και κάτι περισσότερο: ο συγγραφέας που ανέδειξε την ταξιδιωτική εμπειρία σε μείζονα αλληγορία για τον κόσμο μας.
Το ότι επί τρεις και πλέον δεκαετίες ταξίδεψε σε πλήθος χώρες στην Αφρική, στην Ασία και στη Λατινική Αμερική έχει τη σημασία του, όμως δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Ομως το ότι έζησε 27 επαναστάσεις και πραξικοπήματα και καταδικάστηκε τέσσερις φορές σε θάνατο είναι. Ο Καπισίνσκι, που πέθανε σε ηλικία 74 ετών το 2007, δεν ήταν «αντικειμενικός» δημοσιογράφος. Ο ίδιος μάλιστα έλεγε πως, αν κάποιος θέλει να βρει «αντικειμενικές» απαντήσεις για το ένα και το άλλο, ας ανατρέξει σε κάποια βιβλιοθήκη και όχι στα δικά του κείμενα. Η ουσία, δηλαδή, για τον ίδιο δεν περιέχεται στο γεγονός καθαυτό αλλά στη σημασία του –κι αυτή αναδεικνύεται από την εμπειρία.
Ενας Πολωνός εκτός Πολωνίας


Ο Καπισίνσκι άρχισε να ταξιδεύει ως ανταποκριτής του Πολωνικού Πρακτορείου Ειδήσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Υπήρξε εκείνη την εποχή ο μόνος ανταποκριτής της Πολωνίας στο εξωτερικό και αυτό δεν ήταν διόλου εύκολο στο κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας του. Ο Καπισίνσκι, όπως και κάθε σχεδόν διανοούμενος, δημοσιογράφος ή συγγραφέας που ήθελε να ταξιδέψει στο εξωτερικό, έπρεπε τότε να συντάσσει αναφορές και να τις στέλνει στις μυστικές υπηρεσίες. Αυτό δεν ίσχυε μόνο στην Πολωνία αλλά σε όλες τις χώρες του κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στον φάκελό του όμως δεν βρέθηκαν στοιχεία ότι υπήρξε καταδότης συμπατριωτών του. Οι περισσότερες αναφορές του, σύμφωνα με τον γνωστό βρετανό δημοσιογράφο, συγγραφέα και φίλο του Νιλ Ασερσον που είδε τον φάκελό του, ήταν για πράκτορες της CIA. Επιπλέον, τι ζητούσε ένας Πολωνός εκτός Πολωνίας, στην Αφρική για παράδειγμα; Για χρόνια οι υπάλληλοι στα αφρικανικά αεροδρόμια τον κοίταζαν περίεργα όταν περνούσε από έλεγχο διαβατηρίων.
Οι ανταποκρίσεις του τον ανέδειξαν σε έναν από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς της Πολωνίας –και αυτό σε μεγάλο βαθμό εξηγεί για ποιον λόγο κατάφερε να παραμείνει ανταποκριτής επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Σύντομα η φήμη του θα περνούσε τα σύνορα. Οταν το 1983 εκδόθηκε στην Αμερική το Αυτοκράτωρ (που δυστυχώς δεν κυκλοφορεί στα ελληνικά), ένα καυστικό και σχεδόν υπερρεαλιστικό πορτρέτο του Χαϊλέ Σελασιέ, της αυλής και της πτώσης του, οι αναγνώστες εκτός Πολωνίας ανακάλυπταν έναν συγγραφέα που είχε καταφέρει να αναγάγει το ρεπορτάζ σε υψηλή λογοτεχνία.
Η ατμόσφαιρα, το ύφος και η ειρωνική γλώσσα του Καπισίνσκι σε τούτο το βιβλίο αλλά και σε όσα ακολούθησαν έχουν τη μοναδικότητα που δεν συναντάς ούτε στα βιβλία Ιστορίας ούτε στην ταξιδιογραφία της εποχής. Μένει κανείς έκθαμβος από τον τρόπο με τον οποίον εμφανίζει τους αυλικούς του Χαϊλέ Σελασιέ σαν πολλαπλές σκιές του «αυτοκράτορα» –και τι σημασία έχει που κάποια από τα περιστατικά τα οποία αναφέρει είναι επινοημένα ή ότι εμφανίζει τον Χαϊλέ Σελασιέ ως αγράμματο ενώ κάθε άλλο παρά αγράμματος ήταν, αφού μάλιστα διέθετε και μια θαυμάσια βιβλιοθήκη.
Τον Καπισίνσκι όμως δεν τον ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Κι αν το αφήσουμε κατά μέρος, διαπιστώνουμε πως η πραγματικότητα ως συνολική εικόνα ήταν εκείνη που περιέγραψε. Χρησιμοποίησε κι εδώ –και όχι μόνο εδώ –ένα «μικρό», όπως τουλάχιστον το θεωρούσε ο ίδιος, ψέμα προκειμένου να πει τη μεγάλη αλήθεια για την παρακμή και τη γελοιότητα του αυταρχισμού και της εξουσίας. Αλλά το μοναδικό αυτό βιβλίο ήταν και κάτι περισσότερο: μια πολιτική αλληγορία για την Πολωνία της εποχής και την πτώση του Εντβαρντ Γκιέρεκ.
Γλώσσα απλή, γεμάτη εκπλήξεις


Η γλώσσα του Καπισίνσκι είναι απλή και καθαρή, ωστόσο γεμάτη εκπλήξεις. Διότι εκεί που νομίζεις πως αποδίδει μεγάλη σημασία σε φαινομενικά δευτερεύοντα περιστατικά, ξαφνικά προσθέτει με εντελώς φυσικό τρόπο μια γενίκευση ή μια εικόνα η οποία απογειώνει την αφήγησή του, όπως λ.χ. στο Εβενος. Το χρώμα της Αφρικής, ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί για τη Μαύρη Ηπειρο, όπου μας λέει πως όταν ξημερώνει στην Αφρική ο ήλιος ανεβαίνει με απίστευτη ταχύτητα στον ουρανό. Κι εμείς τότε φανταζόμαστε την εικόνα ενός ήλιου που υψώνεται στον ουρανό σαν εκτυφλωτικό αερόστατο.
Το Εβενος αρχίζει με την πρώτη ανταπόκριση του Καπισίνσκι από την Γκάνα και τελειώνει με το ρεπορτάζ του από την Τανζανία. Υπάρχουν απίστευτες σκηνές όπου, ενώ σου δίνεται η εντύπωση ότι τα πάντα ακινητούν, πριν προλάβεις να «αφεθείς» μεταφέρεσαι λ.χ. νοερά πάνω σε ένα καμιόνι μαζί με τον συγγραφέα και κάποιους στρατιώτες που διασχίζουν έναν δρόμο μέσα στη ζούγκλα με κίνδυνο να πέσουν σε ενέδρα και να τους σκοτώσουν. Αυτό όμως είναι το λιγότερο σε σχέση με τη σκηνή που περιγράφει ο Καπισίνσκι όπου ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά του μια κόμπρα και εκείνος αστραπιαία σβήνει το πούρο του στο μάτι της.
Τέτοιες σκηνές ζωντανεύουν τον Τρίτο Κόσμο στη φαντασία του Δυτικού –και ο Καπισίνσκι γνωρίζει άριστα πώς να την εξάπτει. Αγαπά όμως τον Τρίτο Κόσμο. Ζώντας τον και περιγράφοντάς τον διευρύνει ταυτοχρόνως και τον δικό του. Κι όχι μόνο τον τρόπο να παρατηρεί και να διακρίνει αλλά και να κατανοεί. Η σφαγή στη Ρουάντα το 1994 ανάμεσα στις δύο φυλές, τους Χούτου και τους Τούτσι, από κανέναν άλλον δεν έχει περιγραφεί και ερμηνευθεί καλύτερα από τον Καπισίνσκι. Τα όσα έχει γράψει για το θέμα είναι τόσο υποδειγματικά που διδάσκονται σε πολλές δημοσιογραφικές σχολές.
Ηξερε να ακούει


Ο δημοσιογράφος δεν είναι απλός παρατηρητής, δεν είναι μόνο σχολιαστής ή αναλυτής αλλά και μέρος του θέματος που παρουσιάζει. Ομως ο χαρισματικός εκείνος Πολωνός, στη ρεαλιστική γραφή του οποίου παρεισφρέουν αρκετά στοιχεία της μεγάλης ρομαντικής παράδοσης της χώρας του, είχε κι ένα σπάνιο για δημοσιογράφο προσόν: ήξερε να ακούει τους άλλους με τέτοιον τρόπο που να του «ανοίγονται» και να του λένε όσα δεν θα ομολογούσαν ακόμη και στους στενούς τους φίλους. Γι’ αυτό και οι διάλογοι στα βιβλία του δεν έχουν απλώς την αμεσότητα του προφορικού λόγου, δηλαδή την προϋπόθεση της καλής πεζογραφίας, αλλά και την πρωτοτυπία που διακρίνει τον μέσο άνθρωπο όταν ομολογεί σπάνιες εμπειρίες.
Η πρωτοτυπία του Καπισίνσκι δεν βρίσκεται στο ότι περιγράφει πράγματα άγνωστα στο αναγνωστικό κοινό της Δύσης, αλλά ότι αυτά είναι αναπάντεχα, για τούτο και εισβάλλουν στις αφηγήσεις του απότομα, χωρίς εν τούτοις να το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης. Και είναι σαν να συμβαίνουν για πρώτη φορά. Αυτή την αίσθηση αποκομίζεις, για να δώσω το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα, διαβάζοντας τον Σάχη των σάχεων, που επίσης δεν κυκλοφορεί στα ελληνικά. Πρόκειται για σύντομο βιβλίο το οποίο «περιγράφει» (στην πραγματικότητα όμως εξηγεί) την πτώση του τελευταίου σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί και τα αίτια που οδήγησαν στην Ιρανική Επανάσταση. Το διαβάζεις και, παρά το ότι κατά το παρελθόν γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες για το θέμα, έχεις την αίσθηση ότι όλα αυτά συνέβησαν μόλις πρόσφατα. Γιατί γράφοντας για το αποτέλεσμα ο Καπισίνσκι ενσωματώνει στην αφήγηση και τα αίτιά του.
Το τελευταίο του βιβλίο Ταξίδια με τον Ηρόδοτο, που κυκλοφόρησε το 2004, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του, είναι το πιο προσωπικό και αποκαλυπτικό από πολλές πλευρές. Τα ρεπορτάζ του Καπισίνσκι είναι γραμμένα κι εδώ, όπως και στα άλλα βιβλία του, σε πρώτο πρόσωπο, όμως τώρα έχουμε και κάτι διαφορετικό: μας αποκαλύπτει ότι φανταστικός του μέντορας υπήρξε ο πατέρας της Ιστορίας. Σε όλα του τα ταξίδια κουβαλούσε μαζί του το βιβλίο με τις Ιστορίες του Ηροδότου. Μπορεί ο Ηρόδοτος να είδε μικρό μέρος του κόσμου αλλά για τον ίδιο ήταν σαν να τον είδε όλον.
Λογοτεχνία με κινητήρια δύναμη το ρεπορτάζ
Μετά τον θάνατό του ο Καπισίνσκι κατηγορήθηκε ότι στα κείμενά του πέρασε το σύνορο που χωρίζει τη δημοσιογραφία από τη λογοτεχνία και κατέφυγε στη μυθοπλασία –κι αυτό δεν επιτρέπεται να το κάνει ο σωστός δημοσιογράφος. Αλλά το μεγάλο επίτευγμά του είναι πως τον διαβάζεις χωρίς να αμφιβάλλεις ότι διαβάζεις λογοτεχνία και ταυτοχρόνως πουθενά δεν σου δίνει την εντύπωση ότι παραβιάζει τους κανόνες του ρεπορτάζ. Κι αν κάποια από τα περιστατικά είναι επινοημένα, η ουσία δεν αλλάζει. Ο,τι αλλάζει είναι η δυναμική της αφήγησης. Ο κανόνας λέει πως ο δημοσιογράφος που «λογοτεχνίζει» κάνει κακή δημοσιογραφία. Αλλά οι εξαιρέσεις αξίζουν σε κάποιες περιπτώσεις όσο και οι κανόνες –και ο Καπισίνσκι αποτελεί την πιο εντυπωσιακή εξαίρεση. Είναι συγγραφέας παραμένοντας δημοσιογράφος. Και μάλιστα υπηρετώντας ένα είδος που δεν βρίσκεται κοντά στη λογοτεχνία (όπως λ.χ. η επιφυλλίδα) αλλά φαινομενικά τουλάχιστον μακριά της: το ρεπορτάζ.
Αν η εμπειρία είναι η κινητήρια δύναμη στο ρεπορτάζ, όπως και σε κάθε μορφή αφήγησης, εδώ το ταξίδι είναι το όχημά της. Και ο Καπισίνσκι, όπως όλοι όσοι υπηρετούν το ερευνητικό ρεπορτάζ, ταξιδεύει. Από τις πόλεις όπου μένει –σε φθηνά ξενοδοχεία και σε υποβαθμισμένες περιοχές κατά κανόνα –στα χωριά, κι από εκεί στη ζούγκλα ή στην έρημο, σε τόπους που οι άλλοι ανταποκριτές τους απέφευγαν, είτε γιατί θεωρούσαν πως δεν είχαν ενδιαφέρον είτε γιατί ήταν επικίνδυνοι. Ομως αν το ρεπορτάζ είναι εικόνα της πραγματικής ζωής, τότε το ουσιαστικό της νόημα δεν θα το ανακαλύψει κανείς στο υψηλό επίπεδο της εξουσίας –αυτό είναι μόνο το πλαίσιο. Βρίσκεται από το μεσαίο επίπεδο και κάτω.
Ο φιλόδοξος ρεπόρτερ βεβαίως επιδιώκει να βρίσκεται στην καρδιά των μεγάλων γεγονότων –και ο Καπισίνσκι δεν αποτελεί εξαίρεση. Αλλά τα μεγάλα γεγονότα προέρχονται από το άθροισμα πολλών μικρών που τα εξηγούν και τους δίνουν αφενός τις αληθινές τους διαστάσεις, αφετέρου το ανθρωπολογικό τους περιεχόμενο.
Απομυθοποίηση ή πατροκτονία;

Είναι της μόδας τώρα να εμφανίζονται διάφοροι που προκειμένου να δημιουργήσουν θόρυβο γύρω από το όνομά τους επιχειρούν να απομυθοποιήσουν τα μεγάλα αναστήματα. Παλαιότερα είχαμε την περίπτωση Κούντερα, τον οποίο κάποιοι επιχείρησαν να δυσφημήσουν ως πληροφοριοδότη της αστυνομίας. Απομυθοποίηση και του Καπισίνσκι επιχειρήθηκε –και μάλιστα από «μαθητή» και στενό του φίλο, πριν από πέντε χρόνια. Τον Αρτουρ Ντομoσβάλσκι που έγραψε μια βιογραφία του «δασκάλου» του, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ παραθέτει όλα τα γεγονότα τα οποία ο Καπισίνσκι περιγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας χωρίς να έχει παρευρεθεί. Εκμεταλλευόμενος τη φιλία του με τον συγγραφέα ο Ντομοσβάλσκι έλαβε από τη χήρα του το αρχείο του εξαπατώντας την ότι θα το χρησιμοποιούσε στη δική του εργασία και όχι για να απομυθοποιήσει τον Καπισίνσκι.
Η βιογραφία προκάλεσε αίσθηση και συζητήθηκε πολύ στον διεθνή Τύπο, όμως δεν στάθηκε ικανή να αμαυρώσει τη φήμη του Καπισίνσκι. Στην Πολωνία μάλιστα την κατακεραύνωσε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της χώρας Βλαντισλάβ Μπαρτοζέφσκι που κατηγόρησε τον Ντομοσλάβσκι ότι έγραψε το βιβλίο του με τη λογική των ταμπλόιντ και πως παραβίασε τη δημοσιογραφική ηθική. Ο Μπαρτοζέβσκι έφθασε στο σημείο να παρομοιάσει τη βιογραφία αυτή με έναν υποτιθέμενο «οδηγό για τα διεθνή πορνεία». Ο Μπαρτοζέβσκι, που πέθανε πέρυσι, ήταν πολύ σημαντική προσωπικότητα. Μέλος της αντίστασης εναντίον των ναζιστών και μετά τον πόλεμο ενάντιος στο κομμουνιστικό καθεστώς που τον φυλάκισε.
Τα βιβλία του Καπισίνσκι ανήκουν σήμερα στα κλασικά ταξιδιωτικά έργα. Δεν μας μιλούν μόνο για τον κόσμο που ζήσαμε σχετικά πρόσφατα αλλά και γι’ αυτόν που έρχεται. Στη δεκαετία του 1960 υπήρξε αριστερός, όπως τόσοι και τόσοι διανοούμενοι και συγγραφείς της γενιάς του, με τις ελπίδες, τις αμφιβολίες και τις απογοητεύσεις του. Η ιδεολογία του όμως δεν τον τύφλωσε. Θέλησε να γνωρίσει την παγκόσμια κοινωνία –και να τη γνωστοποιήσει πρώτα στους συμπατριώτες του και κατόπιν σε όλους τους άλλους. «Μετά από μια επανάσταση όσοι έρχονται στην εξουσία δεν είναι οι ίδιοι που έκαναν την επανάσταση» έγραψε κάποτε. Αυτό δεν το βρίσκουμε στα ρεπορτάζ του για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, όπως θα υπέθετε κανείς, αλλά στον Σάχη των Σάχεων. Εχει όμως καθολική ισχύ.
Η σύγχρονη ταξιδιογραφία οφείλει πολλά στον Καπισίνσκι, όπως και σε έναν άλλο μετρ του είδους, τον Πολ Μοράν, συγγραφέα εντελώς διαφορετικό αλλά –για άλλους λόγους –εξίσου γοητευτικό. Για τον Πολ Μοράν όμως την άλλη Κυριακή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ