Γκονσάλο Μ. Ταβάρες
Η γειτονιά. Δέκα φανταστικοί κύριοι
Μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά, Παναγιώτα Μαυρίδου.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016,
σελ. 608, τιμή 23,32 ευρώ

«Ο Γκονσάλο Μ. Ταβάρες δεν έχει δικαίωμα να γράφει τόσο καλά ενώ είναι 35 χρονών. Νιώθω ότι θέλω να τον δείρω» είπε το 2004 o Ζοζέ Σαραμάγκου με αφορμή το βιβλίο του Ταβάρες Ιερουσαλήμ.

Η Γειτονιά –Δέκα φανταστικοί κύριοι (Καστανιώτης, 2016), το νέο βιβλίο του ταλαντούχου πορτογάλου συγγραφέα για δέκα μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Στην Πορτογαλία εκδόθηκε σε δέκα χωριστά βιβλία, ένα για κάθε λογοτεχνική προσωπικότητα: Πολ Βαλερί, Αντρέ Μπρετόν, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Τ. Σ. Ελιοτ… «Στη «Γειτονιά», αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν να αποτίσω έναν φόρο τιμής στους ανθρώπους αυτούς, όχι στις βιογραφίες τους».
Τον αναζητήσαμε στη Λισαβόνα όπου ζει και μιλήσαμε μαζί του μέσω Skype έχοντας συντροφιά τη μεταφράστρια και προσωπική φίλη του Ταβάρες Αθηνά Ψυλλιά. Οι ερωτήσεις γίνονταν στα αγγλικά, τα οποία μιλάει πολύ καλά ο Ταβάρες, αλλά προτιμούσε να απαντά στα πορτογαλικά, «για να είμαι ακριβής με την έννοια των λέξεων», όπως είπε.
Ποιος ήταν ο πρώτος που «αγόρασε σπίτι σε αυτή τη «Γειτονιά»»;
«Ο κύριος Βαλερί. Γράφοντας το πρώτο βιβλίο αποκλειστικά για αυτόν, δεν είχα σκεφθεί καθόλου την ιδέα της «γειτονιάς». Μετά άρχισαν να κυκλοφορούν τα βιβλία για τους υπόλοιπους, και περίπου στον πέμπτο «κύριο» πήρε μορφή αυτή η ιδέα».
Ο Τσέχοφ έγραψε κάτι που μου το θυμίζει ο τρόπος γραφής σας: «O καλός συγγραφέας δεν χρειάζεται να κρίνει, μόνο να είναι καλός μάρτυρας». Και εσείς είστε ένας αληθινά καλός μάρτυρας σε αυτό το βιβλίο.
«Στα βιβλία μου υπάρχει αυτή η έννοια της μαρτυρίας. Αφήνω τα πρόσωπα να δρουν και υπάρχει ένας αφηγητής, σε απόσταση, που παρατηρεί. Μου αρέσει αυτή η ιδέα του αφηγητή-παρατηρητή γιατί επιτρέπει στον αναγνώστη να πάρει θέση. Με ενδιαφέρουν οι συνειδητοί αναγνώστες, με διαύγεια, που δεν βασίζονται στον πατερναλισμό του αφηγητή για να καταλάβουν τι συμβαίνει».
Η αγάπη του για τα βιβλία γεννήθηκε μέσα στη βιβλιοθήκη του πατέρα του, που εργαζόταν στον κλάδο των οικοδομών.
Πάντα είναι πολύ συναρπαστικό πώς άνθρωποι που είναι σαν εμάς, που ντύνονται και τρώνε ό,τι όλοι μας, γράφουν βιβλία που θα υπάρχουν στην αιωνιότητα. Τι διαφορετικό έχουν;
«Δεν ξέρω. Νομίζω πως αυτό που κάνει διαφορετικά ένας συγγραφέας είναι ότι βρίσκει ένα άλλο σημείο θέασης της ζωής και των πραγμάτων. Νομίζω ότι αυτό που διαφοροποιεί τους συγγραφείς από τους άλλους ανθρώπους είναι ακριβώς αυτό: το θέμα του βλέμματος. Και από εκεί ξεκινάει ο σπουδαίος συγγραφέας».
Αυτό το διαφορετικό σημείο θέασης είναι που αναζητούμε διαβάζοντας βιβλία;
«Πιστεύω βαθιά ότι η λογοτεχνία μπορεί να «ρυθμίζει» διαρκώς τις διόπτρες με τις οποίες ο κάθε αναγνώστης βλέπει τη ζωή και τα πράγματα. Ωσπου να βρει τις κατάλληλες».
Μιλήσαμε την επόμενη μέρα από την επίθεση στη Νίκαια.
Είδατε τι έγινε στη Γαλλία; Στα βιβλία σας ασχολείστε με το «κακό».
«Ναι. Φοβερή είδηση. Σε όλα τα βιβλία μου προσπαθώ να προσεγγίσω την έννοια του Κακού. Αυτό που συνέβη στη Νίκαια μοιάζει να είναι καθαρό Κακό, χωρίς αιτία. Οι δολοφόνοι που επικαλούνται τη θρησκεία αν δεν σκότωναν «άπιστους» θα σκότωναν ο ένας τον άλλον».
Σαν μηχανές Κακού;
«Μιλάμε για μια κακία που δεν έχει κάποιον σκοπό και καταλήγει να είναι μια μηχανή χωρίς αιτία. Μια μηχανή λειτουργεί επειδή μπορεί να λειτουργήσει, δεν έχει κάποια αιτία. Και αυτό είναι που προκαλεί τρόμο για αυτό το είδος της κακίας».
Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος λογικός και ευαίσθητος όπως εσείς να καταλάβει πραγματικά το μυαλό και την ψυχή κάποιου που είναι «από την άλλη πλευρά»;
«Υπάρχει μια όψη του Κακού που την καταλαβαίνω. Είχα επισκεφθεί τη Σερβία και την Κροατία μετά το τέλος του πολέμου, και μου διηγούνταν οι άνθρωποι ότι μέσα σε τρεις μήνες από εκεί που συναντιούνταν σε λογοτεχνικά σαλόνια βρέθηκαν να πυροβολούν ο ένας τον άλλον. Ο ένας τη μητέρα του άλλου».
Εκαναν φυσιολογικό το αδιανόητο…
«Και μιλάμε για μια κοινωνία που είναι σαν τη δική μας, και εκβαρβαρίστηκε μέσα σε τρεις μήνες».
Είναι το τεράστιο πρόβλημα της «κοινοτοπίας του Κακού», όπως λέει η Χάνα Αρεντ, και το οποίο σκοτώνει για «καλό ή δίκαιο σκοπό»;
«Κατανοώ τη διαδικασία μέσα από την οποία ο καθένας μας μπορεί, από τη μια στιγμή στην άλλη, να μπει σε μια ρουτίνα βίας και σε αυτό που η Αρεντ αποκαλεί «κοινοτοπία του Κακού»».
Είναι περισσότερο οδυνηρό ή απελευθερωτικό να βλέπεις μέχρι βάθους στην ανθρώπινη ψυχή;
«Με κάποιον τρόπο, είναι κάτι που με τοποθετεί σε μιαν απόσταση. Οταν μπαίνεις στη διαδικασία να καταλάβεις, μειώνεται η έκπληξη για τον άνθρωπο. Κατανοείς ότι είναι ικανός για τα πάντα. Για το πιο εξαιρετικό και για το πιο τρομακτικό, και αυτό μειώνει αρκετά την έκπληξη για το τι μπορεί να περιμένω».
Οι άνθρωποι μάς προκαλούν τη μεγαλύτερη απελπισία, όμως ταυτόχρονα είναι η μεγαλύτερή μας ελπίδα.
«Ολοι έχουμε κάποιο είδος τρέλας ή ένα ίχνος ψυχικής ασθένειας τα οποία δεν είναι ορατά. Σκάβοντας την ανθρώπινη ύπαρξη, διαπιστώνουμε ότι όλοι μας είμαστε ικανοί να φτάσουμε εκεί, αλλά ταυτόχρονα, αφού φτάσουμε εκεί και το δούμε, έχουμε και τη δυνατότητα να το ελέγξουμε και να το εμποδίσουμε».
Τα σκίτσα της Ρασέλ Καϊάνο που συνοδεύουν τις ιστορίες σας στο βιβλίο είναι εξαιρετικά. Ειδικά νομίζω αυτά για τον Ρόμπερτ Βάλζερ, που ήταν παρανοϊκός.
«Οντως τα σχέδια για τον κύριοΒάλζερ έχουν μια δύναμη σχεδόν συγκινησιακή. Τα χρησιμοποιώ πάρα πολύ. Για παράδειγμα, στον κύριο Βαλερί έχουν σχεδόν τη θέση της γραφής. Μου αρέσει να λέω ότι το σχέδιο και η γραφή έχουν την ίδια προέλευση: τη γραμμή».
Είστε φανατικός οπαδός του ποδοσφαίρου. Υπάρχει κάποιος ποδοσφαιριστής που θα μπορούσε να μένει στη «Γειτονιά»;
«Η «Γειτονιά» είναι ένας τόπος ουτοπίας και διανόησης. Με ελκύει πολύ η ιδέα ενός χωριού του Αστερίξ που αντιστέκεται στην ηλιθιότητα. Σε αυτό κατοικούν άνθρωποι δυνατοί και κάπως παράξενοι. Με αυτή την έννοια, υπάρχουν κάποιοι ποδοσφαιριστές που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, όπως ο Μαραντόνα ή ο Τζορτζ Μπεστ, ο οποίος, όταν έμεινε χωρίς χρήματα, είχε πει κάτι πολύ ενδιαφέρον: «Ξόδεψα τα λεφτά μου στις γυναίκες και στα ποτά. Τα υπόλοιπα πήγαν χαμένα»».
Στους σπουδαίους ανθρώπουςπρέπει να παίρνουμε όλο το πακέτο. Ισως αυτός ο τρόπος ζωής τον έκανε σπουδαίο ποδοσφαιριστή;
«Ακριβώς. Γι’ αυτό ο συγκεκριμένος θα μπορούσε να είναι κάτοικος της «Γειτονιάς»».
Πριν από λίγες εβδομάδες ήρθατε στην Αθήνα για πρώτη φορά. Ο Καλβίνο, που ζει στη «Γειτονιά», έγραψε στις «Αόρατες πόλεις»: «Φτάνοντας σε κάθε καινούργια πόλη, ο ταξιδιώτης βρίσκει ένα κομμάτι από το παρελθόν του, που δεν ήξερε ότι υπάρχει». Εσείς βρήκατε κάτι τέτοιο;
«Πολύ σπουδαία φράση. Οταν βρέθηκα στην Ακρόπολη, «συναντήθηκα» με τους κλασικούς και με τη λογοτεχνία της κλασικής Ελλάδας. Ηταν όμως και μια συνάντηση με το παρελθόν μου, με την έννοια ότι πολλές λέξεις της πορτογαλικής γλώσσας προέρχονται από την ελληνική. Είναι σαν να επιστρέφει κάποιος στο σπίτι των παππούδων του. Ηταν σαν να γυρίζω στο σπίτι των παππούδων των λέξεων».
Γράφετε έστω κάποιες λέξεις κάθε μέρα;
«Ναι. Ακόμη και όταν ταξιδεύω, γράφω. Οταν είμαι στη Λισαβόνα προσπαθώ να απομονώνομαι τρεις ως πέντε ώρες την ημέρα. Δεν γράφω απαραίτητα, μπορεί να διαβάζω, αλλά έχω την ανάγκη να απομονώνομαι από τον κόσμο για λίγες ώρες. Προσπαθώ όμως καθημερινά, τουλάχιστον τριάντα λεπτά την ημέρα, να γράφω, πώς να το πω… να κρατώ το χέρι μου ζεστό».
Ακόμη και η έμπνευση θέλει προετοιμασία…
«Φυσικά. Εχω όμως μια φυσική ανάγκη να γράφω. Δεν είναι μόνο διανοητική, είναι και φυσική ανάγκη το γράψιμο για μένα».
Μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη μια λέξη; Ιδίως η λέξη «θρησκεία»;
«Οι λέξεις πάντα μπορούν να είναι επικίνδυνες. Το πιο επικίνδυνο όμως είναι όταν αναστέλλεται η έννοιά τους».
Υπάρχει κάποια γυναίκα εκτός «Γειτονιάς» που θα την καλούσατε για επίσκεψη, έτσι για να τη συναντήσετε;
«Την Κλαρίσε Λισπέκτορ που είναι πολύ ξεχωριστή. Θα ήθελα να δω αυτό το βλέμμα που, όταν το κοιτάζεις, βλέπεις τα πάντα μέσα του».
Μου φέρνετε στο μυαλό αυτό που έκανε οΝτίλαν ότανεπισκέφθηκε τη γειτονιά στην οποία μεγάλωσε οΝιλ Γιανγκ. Στάθηκε έξω από το σπίτι του και είπε: «Θέλω να δω τι έβλεπε σαν παιδί και έγραψε τέτοια μουσική».
«Από τα δεκαοκτώ μου ως και τώρα οΝτίλαν και ο Νιλ Γιανγκ είναι οι πιο σημαντικοί για μένα. ΟΝτίλαν είναι λίγο σαν τον Βιτγκενστάιν ο οποίος λέει πάντα τα ίδια πράγματα. Ετσι κι αυτός λέει πάντα το ίδιο τραγούδι αλλά ο καθένας ακούει κάτι διαφορετικό. Το βρίσκω εξαιρετικό».
Αυτή η «Γειτονιά» που μεγαλώνει διαρκώς θα ήταν το ιδανικό νεκροταφείο. Ενας έλληνας ποιητής, ο Τάσος Λειβαδίτης, έγραψε«κιόταν πεθάνουμενα μας θάψετε κοντά κοντά για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε…».
«Μου αρέσει αυτή η ιδέα του νεκροταφείου, και τη «γειτονιά» τη σκέπτομαι σαν έναν τόπο για τα σπουδαία απομεινάρια της ιστορίας της λογοτεχνίας του 19ουκαι του 20ούαιώνα. Οπότε θα μπορούσα να τη φανταστώ ως ένα νεκροταφείο όπου συναντιούνται σπουδαία πνεύματα και συνεχίζουν να γράφουν μετά τον θάνατό τους».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ