Ο αναγνώστης της αγγλόφωνης ανθολογίας σύγχρονης ελληνικής ποίησης που επιμελήθηκε η Κάρεν βαν Ντάικ, καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης (Austerity Measures, εκδόσεις Penguin Books, Λονδίνο, 2016), στην ενότητα για την αφηγηματική ποίηση που γράφεται στις μέρες μας θα βρει την εξής σημείωση: «Influenced by a strong tradition of the short story –the Greek novel barely exists –prose poetry also plays a big part». Εκείνο που ενδιαφέρει την επιμελήτρια του τόμου είναι να υπογραμμίσει την πολυμορφία και τον δυναμισμό της ποιητικής σκηνής στην Ελλάδα, παρεμπιπτόντως όμως πληροφορεί το διεθνές αναγνωστικό κοινό του τόμου ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια ισχυρή παράδοση στο διήγημα και ότι ελληνικό μυθιστόρημα σχεδόν δεν υπάρχει. Το ελληνικό μυθιστόρημα είναι σχεδόν ανύπαρκτο.
Οι απόλυτοι αριθμοί δείχνουν ότι υπάρχει μυθιστόρημα στην Ελλάδα –εκδίδεται και διαβάζεται. Ας αφήσουμε στην άκρη τα αισθηματικά μυθιστορήματα της μαζικής λογοτεχνίας που σκαρφαλώνουν ομαδηδόν στην κορυφή των ευπωλήτων και κυκλοφορούν σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα το καθένα. Ας εστιάσουμε σε ποιοτικές περιπτώσεις. Αν το ελληνικό μυθιστόρημα είναι σχεδόν ανύπαρκτο, τι συνιστούν μυθιστορήματα όπως η Πάπισσα Ιωάννα (1866) του Εμμανουήλ Ροΐδη, Η ζωή εν τάφω (1924) του Στράτη Μυριβήλη, η Αργώ (1933) του Γιώργου Θεοτοκά, η Eroica (1937) του Κοσμά Πολίτη, η Μενεξεδένια πολιτεία (1937) του Αγγελου Τερζάκη, ο Γιούγκερμαν (1938) του Μ. Καραγάτση, οι Δύσκολες νύχτες (1938) της Μέλπως Αξιώτη, η Γαλήνη (1939) του Ηλία Βενέζη, το Σόλο του Φίγκαρο (1939) του Γιάννη Σκαρίμπα, ο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) του Νίκου Καζαντζάκη, το Πλατύ ποτάμι (1946) του Γιάννη Μπεράτη, η Πολιορκία (1953) του Αλέξανδρου Κοτζιά, οι Ακυβέρνητες πολιτείες (1960) του Στρατή Τσίρκα, το Μυθιστόρημα της κυρίας Ερσης (1966) του Ν. Γ. Πεντζίκη, το Ζ, φανταστικό ντοκυμανταίρ ενός εγκλήματος (1966) του Βασίλη Βασιλικού, ο Λοιμός (1972) του Ανδρέα Φραγκιά, το Κιβώτιο (1974) του Αρη Αλεξάνδρου, η Αρχαία σκουριά (1979) της Μάρως Δούκα, η Μεγάλη πλατεία (1987) του Νίκου Μπακόλα, το Τρίτο στεφάνι (1962) του Κώστα Ταχτσή, το Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη (1972) και η Ορθοκωστά (1994) του Θανάση Βαλτινού, η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (1987) της Αλκης Ζέη, ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά (1989) της Ρέας Γαλανάκη, το Με το φως του λύκου επανέρχονται (1993) της Ζυράννας Ζατέλη, για να αναφέρουμε ορισμένα έργα που εγγράφονται στον ειδολογικό ορίζοντα του μυθιστορήματος, που γνώρισαν την αποδοχή της κριτικής, που διαβάστηκαν, που έχουν διάρκεια στον χρόνο; Είναι αστρικές λάμψεις σε ένα σκοτεινό σύμπαν μυθιστορηματικής ανυπαρξίας;
Να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι η αμερικανή νεοελληνίστρια δεν αυθαιρετεί. Επαναλαμβάνει έναν κοινό τόπο για την ελληνική μυθιστοριογραφία που ακούγεται συχνά σε ιδιωτικές συζητήσεις και λογοτεχνικά πηγαδάκια: μυθιστόρημα στην Ελλάδα δεν γράφεται. Η απαξιωτική αυτή εκτίμηση ακούγεται κυρίως από ποιητές, τους ίδιους οι οποίοι διαμαρτύρονται για τον εξοστρακισμό της ποίησης από τα ένθετα των εφημερίδων προς χάριν του ποιητοβόρου είδους του μυθιστορήματος. Η συζήτηση διεξάγεται με επιπολαιότητα και προχειρότητα σε λογοτεχνικά περιοδικά αλλά και στο Διαδίκτυο, όταν όμως αυτή η συλλήβδην απαξιωτική ρήση καταλήγει στις σελίδες ενός τόμου που συστήνει τη νέα ελληνική λογοτεχνία στο παγκόσμιο κοινό μέσα από τον κατάλογο του μεγαλύτερου εκδοτικού οίκου στον κόσμο, τότε τα πράγματα σοβαρεύουν και αξίζει να τα εξετάσουμε πιο μεθοδικά.
Το «καλό» μυθιστόρημα


Εκείνο που βρίσκεται μεταμφιεσμένο στον γενικευτικό αφορισμό «νεοελληνικό μυθιστόρημα δεν υπάρχει» είναι η μια κριτική αποτίμηση: καλό, αξιόλογο νεοελληνικό μυθιστόρημα δεν υπάρχει, εννοούν όσοι μιλούν, χωρίς όμως να μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν ποιο κατά τη γνώμη τους μπορεί να είναι αυτό το καλό μυθιστόρημα. Εχει γίνει λόγος για την απουσία της μυθιστοριογραφίας ως αναπηρία της λογοτεχνίας μας σε έναν κόσμο όπου το μυθιστόρημα είναι το κυρίαρχο λογοτεχνικό είδος, μια απουσία που αποτελεί δείκτη ανωριμότητας της λογοτεχνίας, του πολιτισμού και της κοινωνίας μας και έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το καλό μυθιστόρημα πρέπει να το αναζητήσουμε στις μεταφράσεις. Δεν έχουμε έναν Ντίκενς, έναν Τολστόι, έναν Ντοστογέφσκι, έναν Μπαλζάκ, λένε όσοι ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει νεοελληνικό μυθιστόρημα. Αναρωτιέται βέβαια κάποιος, στον βαθμό που διαδίδεται η άποψη ότι είμαστε «λαός ποιητών και όχι πεζογράφων», ποιοι είναι οι νεοέλληνες ποιητές που μπορούν να διεκδικήσουν το διεθνές κοινό ενός Τολστόι και ενός Μπαλζάκ –με την εξαίρεση ίσως του Κ. Π. Καβάφη.
Οταν λοιπόν μιλάμε για «καλό» ή «ολοκληρωμένο» μυθιστόρημα, ποιο μυθιστόρημα έχουμε κατά νου; Το ρεαλιστικό του Ντίκενς και του Μπαλζάκ; Το μοντερνιστικό του Τζόις και του Προυστ; Το μεταμοντέρνο του Φόκνερ και των επιγόνων του; Το οργιαστικής πλοκής λατινοαμερικάνικο του μαγικού ρεαλισμού; Οι νεότερες γενιές συγγραφέων και αναγνωστών, που ανακαλύπτουν τον κόσμο μέσα από τη μεταφρασμένη πεζογραφία, ανακαλύπτουν τον μεταμοντερνισμό στη δεκαετία του 2010 ίσως γιατί αγνοούν την ύπαρξη των Στοιχείων για τη δεκαετία του ’60 (1989) του Βαλτινού. Πενήντα χρόνια νωρίτερα ο Στέλιος Ξεφλούδας στο δοκίμιό του Το σύγχρονο μυθιστόρημα (1955) είχε διαφορετική άποψη. Κατά τη γνώμη του, στο μυθιστόρημα της προηγούμενης τριακονταετίας «παρατηρεί κανείς όλες τις τεχνοτροπίες κι όλα τα είδη του μυθιστορήματος: το κοσμοπολιτικό, το κυκλικό, τον εσωτερικό μονόλογο, εκδηλώσεις ανάλογες και συγγενικές μ’ εκείνες του Προυστ, της Γουλφ, του Ζιντ και των άλλων πρωτοπόρων συγγραφέων της Ευρώπης και της Αμερικής». Λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 1950, η νεοσυσταθείσα Ομάδα των Δώδεκα θέσπιζε ετήσιο βραβείο για νέο πεζογράφο υποστηρίζοντας την αξία της ελληνικής πεζογραφίας. Στο μεσοδιάστημα από τότε ως τις μέρες μας το ποιοτικό ελληνικό μυθιστόρημα έπεσε σε ανυποληψία τέτοια που δικαιολογεί τις μειωτικές κρίσεις; Είναι όντως ανυπόληπτο το ελληνικό μυθιστόρημα ή μήπως όσοι εύκολα το απαξιώνουν –αναγνώστες, κριτικοί, συγγραφείς –δεν το διαβάζουν και δεν το γνωρίζουν;
Το μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα


Μια άλλη ανάγνωση της φράσης «το ελληνικό μυθιστόρημα είναι σχεδόν ανύπαρκτο» γίνεται με έμφαση στο επίθετο ελληνικό, που παραπέμπει στην αδυναμία της ελληνικής κριτικής να υποδείξει το μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα ή τον μεγάλο έλληνα μυθιστοριογράφο. Σε μια εποχή που στην παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων ηγεμονεύει η Αμερική, με την αγάπη στις ταξινομήσεις, στις λίστες και στις ιεραρχίες, η αδυναμία να ξεχωρίσουμε το μυθιστόρημα ή τον μυθιστοριογράφο που εκφράζει τις ελληνικές αξίες και την ελληνική κοινωνία ερμηνεύεται ίσως ως ανυπαρξία υποψηφίων έργων ή συγγραφέων.
Tον Αύγουστο του 2010 ο διεθνής Τύπος ασχολούνταν με τον Τζόναθαν Φράνζεν που παρουσιαζόταν στο εξώφυλλο του περιοδικού «Τime» ως «Μεγάλος αμερικανός μυθιστοριογράφος», διότι με το νέο του μυθιστόρημα, την Ελευθερία, έδειχνε στους αναγνώστες πώς ζουν σήμερα οι Αμερικανοί. Ποιος είναι ο μυθιστοριογράφος που δείχνει πώς ζουν σήμερα οι Eλληνες; Γιατί, ενώ έχουμε στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας πολλά παραδείγματα ποιητών στους οποίους έχει απονεμηθεί περιστασιακά ή διαρκέστερα ο τίτλος του «εθνικού ποιητή» (Ρήγας Βελεστινλής, Διονύσιος Σολωμός, Γεώργιος Δροσίνης, Κωστής Παλαμάς, Αγγελος Σικελιανός, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης κ.ά.), δεν έχουμε περιπτώσεις «εθνικών μυθιστοριογράφων»; Μυθιστοριογράφων που να έχουν κερδίσει την τιμή του τίτλου είτε με την πατριωτική θεματική και τη δημοτικότητα του έργου τους σε παλαιότερες εποχές είτε με τη δημόσια λειτουργία τους ως εθνικών συγγραφέων είτε με τη συγκρότηση μιας μυθοπλαστικής γλώσσας που να εμπεριέχει την ελληνική παράδοση και να εξελίσσεται σε εργαλείο εθνικό.
Μυθιστόρημα vs διήγημα


Η περί ανυπαρξίας μυθιστορήματος συζήτηση ενισχύεται, όπως είδαμε και στην αρχή, από την πεποίθηση ότι υπάρχει ισχυρή ελληνική παράδοση στη διηγηματογραφία, ότι είμαστε λαός διηγηματογράφων και όχι μυθιστοριογράφων.

«Διαβάζω πολυσέλιδα μυθιστορήματα που δεν περικλείονται στην αυτοαναφορικότητά τους και διαρκώς απαιτούν από τους αναγνώστες τους την ανοιχτότητα του μυαλού τους και τη διαθεσιμότητα του χρόνου τους. Είναι τόσο περισσότερο συναρπαστικά όσο είναι πιο απαιτητικά. Και φορές φορές αναρωτιέμαι αν η λατρεία των Ελλήνων για τη μικρή φόρμα και την αυταρέσκεια της γραφής δεν κρύβει μιαν κάποια πνευματική οκνηρία»
διατύπωνε προ μηνών έλληνας εκδότης στο Facebook.
Είναι γεγονός ότι το ελληνικό διήγημα ανθεί την τελευταία πενταετία. Πολλοί παράγοντες συνετέλεσαν σε αυτό: η οικονομική κρίση, για παράδειγμα, δεν ευνοεί την έκδοση πολυσέλιδων ακριβών εκδόσεων, οι ταχείς ρυθμοί της ζωής μας και το Διαδίκτυο ευνοούν την αποσπασματική γραφή και τη μικρή φόρμα, ενώ στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, τα οποία οργανώνονται στη βάση του διηγήματος ως πρώτου βήματος στη συγγραφή μυθοπλασίας, έχουν εκπαιδευτεί νέοι πεζογράφοι αξιώσεων που με τη γραφή τους έχουν επιβάλει το διήγημα και στους εκδότες. Δύσκολα τυπώνονταν πριν από έξι χρόνια συλλογές διηγημάτων. Η κυκλοφορία τους τώρα και η θετική υποδοχή τους από την κριτική ίσως μας κάνει να ξεχνούμε ότι πριν από το γύρισμα της χιλιετίας η πλειονότητα των εκδοτών απέρριπτε a priori τις συλλογές διηγημάτων. Ηδη από τη γενιά του 1930, τη γενιά που θεωρείται ότι καθιέρωσε το μυθιστόρημα, το είδος μεσουράνησε στο εκδοτικό τοπίο. Τη μεταπολιτευτική του παρουσία αποκαλεί «έκρηξη» ο Ρόντρικ Μπίτον, η οποία στο διάστημα 1985-2010 λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις. Αρκεί, συνεπώς, η λαμπρή διηγηματογραφία του 1880, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη και των ηθογράφων για να χαρακτηρίσει μια εθνική λογοτεχνία στην πορεία της ιστορίας της «ισχυρής παράδοσης στη διηγηματογραφία»;
Από την άλλη, διατυπώσεις όπως η προαναφερθείσα προϋποθέτουν μια ιεράρχηση των ειδών, με το μυθιστόρημα ως είδος σε θέση ανώτερη από το διήγημα. Είναι συνθετότερο είδος, που απαιτεί μεγαλύτερη δέσμευση του συγγραφέα και μεγαλύτερη δεξιοσύνη, εκτιμούν πολλοί κριτικοί και μελετητές. Είναι το πρώτο βήμα του πεζογράφου που δοκιμάζεται στη μυθοπλασία, ο οποίος, αν έχει ικανότητες, θα πρέπει να εξελιχθεί σε μυθιστοριογράφο. Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος: το (καλό) διήγημα απαιτεί οικονομία λόγου και μέσων, διακρίνεται από συμπύκνωση ποιητικού βαθμού, ενώ τα διηγήματα μιας ομόθεμης συλλογής, που λειτουργούν ως σπόνδυλοι αρθρωτού μυθιστορήματος, δεν υπολείπονται σε συνθετική δύναμη των πολυσέλιδων μυθιστορημάτων.
Μυθιστόρημα και αστική κοινωνία


Τέλος, σύμφωνα με έναν άλλον κοινό τόπο που βασίζεται στην παραδοχή ότι το μυθιστόρημα είναι το κατ’ εξοχήν είδος της νεωτερικότητας και πολιτισμικό προϊόν των ανεπτυγμένων αστικών κοινωνιών, νεοελληνικό μυθιστόρημα δεν υπάρχει διότι δεν υπήρξε ανεπτυγμένη αστική ελληνική κοινωνία.
Με έμφαση στην κοινωνική κινητικότητα που αρχίζει να παρατηρείται με την εμφάνιση των εγχρήματων οικονομιών, το ευρωπαϊκό αστικό μυθιστόρημα περιγράφει τις εμπειρίες του μεμονωμένου ατόμου που αρχίζει να κινείται σε άγνωστα κοινωνικά στρώματα. Στο πλαίσιο αυτό, πώς νοείται διαφορετικά ο ελληνικός Γιούγκερμαν από τα γαλλικά και αγγλικά του ισοδύναμα; Πώς μια λογοτεχνική συζήτηση εξελίσσεται σε συζήτηση για την πολιτισμική ωριμότητα της ελληνικής κοινωνίας; Πού σταματά ο μύθος και αρχίζει η αλήθεια για το ελληνικό μυθιστόρημα;
«Το Βήμα» ανοίγει σήμερα τον «Φάκελο Μυθιστόρημα» σε δημόσια συζήτηση. Στις έξι εβδομάδες που ακολουθούν πανεπιστημιακοί καθηγητές Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικοί, πεζογράφοι, εκδότες, εκπαιδευτικοί, βιβλιοπώλες θα τοποθετηθούν σε πτυχές του ζητήματος που άπτονται της έρευνας και της εμπειρίας τους. Σκοπός αυτού του αφιερώματος δεν είναι να δοθούν τελεσίδικες απαντήσεις. Σκοπός είναι, εκμεταλλευόμενοι τη θερινή σχόλη και ραθυμία που ευνοεί τον στοχασμό, τις εποπτικές πτήσεις πεδίου και τη συζήτηση, να ανοίξει ένας διάλογος στο πλαίσιο του οποίου θα εξεταστούν μύθοι, ιδεοληψίες, κοινοτοπίες σε ό,τι αφορά τη μυθιστορηματική παραγωγή στην Ελλάδα.
Τα κείμενα που θα δημοσιευθούν θέτουν τις βάσεις αυτής της συζήτησης δίνοντας πρώτα από όλα γραμματολογικά στοιχεία για την ιστορία του νεοελληνικού μυθιστορήματος και μεταφέροντας δεδομένα και εμπειρίες από το συγγραφικό εργαστήρι, το εκδοτικό γραφείο, το σχολείο και το βιβλιοπωλείο σήμερα προκειμένου να γίνει μια ουσιαστική συζήτηση για το νεοελληνικό μυθιστόρημα μακριά από εντυπωσιολογικούς και δογματικούς αφορισμούς.

Μονογραφίες αλλά όχι συνολική ιστορία
Οι ευκαιριακές κρίσεις για το ελληνικό μυθιστόρημα ευνοούνται από την έλλειψη βιβλιογραφίας για το είδος και την εξέλιξή του στην Ελλάδα. Εχουμε διατριβές και μονογραφίες για υποείδη του μυθιστορήματος, το ιστορικό, το πικαρικό, το ρομαντικό, ή για το μυθιστόρημα συγκεκριμένων περιόδων, μας λείπουν όμως οι αυτοτελείς συνολικές μονογραφίες για το μυθιστόρημα. Η «Θεωρία και άγνωστη ιστορία του μυθιστορήματος στην Ελλάδα, 1760-1870» (Καρδαμίτσα, 1992) του Απόστολου Σαχίνη είναι ήδη παρωχημένη και η «Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος» (Πατάκης, 2001) του Ανρί Τονέ δεν είχε συνέχεια. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει το νεοελληνικό μυθιστόρημα στην ιστορική του διαδρομή ανατρέχει αναγκαστικά στα οικεία κεφάλαια των γενικών ιστοριών της νεοελληνικής λογοτεχνίας των Κ. Θ. Δημαρά, Λίνου Πολίτη, του Μάριο Βίτι και του Ρόντρικ Μπίτον και στις εισαγωγές του Γιώργου Κεχαγιόγλου, του Παναγιώτη Μουλλά, του Νάσου Βαγενά και του Αλέξανδρου Αργυρίου στις σειρές της ελληνικής πεζογραφίας των εκδόσεων Σοκόλη. Είναι ενδιαφέρον ότι ο τόμος για το ελληνικό μυθιστόρημα που επιμελήθηκε ο Μπίτον («The Greek novel, AD 1-1985», Croom Helm, 1988) δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τη σκοπιά των λογοτεχνικών ειδών, από το 1509 ως σήμερα, που ετοιμάζεται τώρα στις εκδόσεις Gutenberg σε επιμέλεια του Δημήτρη Αγγελάτου, καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν θα κυκλοφορήσει πριν από το 2018, όταν θα μπορούμε πλέον να έχουμε μια επισκόπηση των μετασχηματισμών κάθε είδους, της εξέλιξής τους, της διαμόρφωσης νέων καταστάσεων και μια αξιολόγηση των ειδών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ