Ελενα Φερράντε
Η υπέροχη φίλη μου – Η Τετραλογία της Νάπολης: Βιβλίο Πρώτο
Μετάφραση Δήμητρα Δότση.
Εκδόσεις Πατάκη, 2016,
σελ. 440, τιμή 17,70 ευρώ
Είναι η πλέον πολυσυζητημένη συγγραφέας των τελευταίων ετών. Το ονοματεπώνυμό της παραμένει κρυφό. Ελάχιστοι γνωρίζουν τι κρύβεται πίσω από το λογοτεχνικό ψευδώνυμο που συναρπάζει εκατομμύρια αναγνώστες σε ολόκληρο τον κόσμο, διαπερνώντας διαφορετικές κουλτούρες και ποικίλες αισθητικές προτιμήσεις. Η Ελενα Φεράντε μπορεί να είναι ένα μυστήριο αλλά ενίοτε μιλάει: δέχεται, δηλαδή, να απαντήσει σε γραπτές ερωτήσεις μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αρκεί αυτές να αφορούν βασικώς το έργο της και όχι την ταυτότητά της. Η ίδια παραχωρεί ελάχιστες συνεντεύξεις: κατά κανόνα μία και μοναδική σε κάθε χώρα που εκδίδονται τα βιβλία της.
Με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου τόμου της μυθιστορηματικής Τετραλογίας της Νάπολης στην ελληνική γλώσσα, υπό τον τίτλο «Η υπέροχη φίλη μου», η συγγραφέας συνομίλησε αποκλειστικά με «Το Βήμα». Ολα ξεκίνησαν από μια λέξη που έλεγε συχνά η μητέρα της, μια λέξη την οποία η Ελενα Φεράντε έκανε τίτλο σε ένα βιβλίο της, μια λέξη που η ίδια περιγράφει ως πρωταρχική πηγή της λογοτεχνίας της. «Στην ιταλική γλώσσα, στο τέλος μια δύσκολης ημέρας ή έπειτα από κάποια τραυματική εμπειρία, χρησιμοποιούμε την έκφραση: «αισθάνομαι κομμάτια». Αυτό είναι τα frantumaglia: το να χάνουμε το συμπαγές της ύπαρξής μας, να συνειδητοποιούμε ξαφνικά από πόσα λογής-λογής μικροσκοπικά θραύσματα είμαστε πλασμένοι. Σε όλα μου τα βιβλία δούλεψα ορμώμενη από αυτές τις στιγμές. Υπάρχουν φάσεις στις οποίες η ζωή μας, έτσι όπως την αφηγούμαστε, δεν μας πείθει πια, η φράση «εγώ έτσι είμαι» γίνεται κοινότοπη, εμείς οι ίδιες δεν ξέρουμε πια πώς είμαστε φτιαγμένες και πρέπει να βρούμε μια νέα τάξη, μια νέα σαφήνεια, και κυρίως την ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μας, χωρίς την οποία καμία αφήγηση δεν είναι αληθινή. Με λίγα λόγια, πρέπει να αισθάνεσαι κομμάτια για να νιώσεις την ανάγκη να διηγηθείς κάτι…».
Διάβασα κάπου, κυρία Φεράντε, ότι πιθανότατα έχετε ζήσει και στην Ελλάδα. Ισχύει; Ρωτάω γιατί, εκτός των άλλων, το ονοματεπώνυμο της πρωταγωνίστριας (και αφηγήτριας) είναι Ελενα Γκρέκο…
«Πράγματι, έχω ζήσει στην Ελλάδα και έχω υπέροχες αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο. Κάποια στιγμή όμως η ζωή μου περιπλέχθηκε και το ειδύλλιο τελείωσε, παρότι η παραμονή μου διήρκεσε μερικά χρόνια ακόμη. Σας διαβεβαιώνω όμως πως ούτε το όνομα Ελενα ούτε το επίθετο Γκρέκο έχουν κάποια σχέση με την εμπειρία μου στη χώρα σας».
Στο πρώτο βιβλίο της τετραλογίας υπάρχουν αναφορές στον Ομηρο και στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Μάλιστα, η Λίλα Τσερούλο, η συμπρωταγωνίστρια, «έγραφε όλες τις ιταλικές λέξεις με ελληνικό αλφάβητο». Πώς θα περιγράφατε τη σχέση σας με την κλασική παράδοση; Με την αρχαία δραματουργία λ.χ., που είναι γεμάτη από ενδιαφέρουσες γυναίκες;
«Εχω κάνει κλασικές σπουδές. Ως φοιτήτρια μου άρεσε πολύ να μεταφράζω από τα ελληνικά και τα λατινικά, ήταν μια άσκηση που μου πρόσφερε πολλά. Δεν ξέρω όμως εάν αυτό επηρέασε τη γραφή μου. Μπορώ μόνο να σας πω ότι αγάπησα πολύ τους μύθους των παρατημένων γυναικών. Εκεί υπάρχει ένα ενδιαφέρον ζήτημα:ο ήρωας χρησιμοποιεί τις γυναίκες με την αδιαντροπιά του αφέντη, τις εγκαταλείπει όταν δεν μπορεί πια να τις εκμεταλλευτεί, όμως στη συνέχεια φοβάται την απόγνωση και δικαιολογεί τον φόβο του αποδίδοντάς τους τρομερές δυνάμεις και αμείλικτες βεντέτες».
Εχετε εξηγήσει επαρκώς, νομίζω, γιατί δεν αποκαλύπτετε την πραγματική σας ταυτότητα. Στέκομαι όμως (από συνεντεύξεις που έχετε δώσει) σε δύο σημεία: α) ότι η λογοτεχνική ψευδωνυμία μπορεί να είναι «μέρος της μυθοπλασίας» και β) ότι κάθε (ψευδώνυμος) συγγραφέας «συνειδητά προσθέτει στοιχεία του εαυτού του στην ιστορία». Το δεύτερο είναι μάλλον αναπόφευκτο. Τι σημαίνει όμως το πρώτο; Αυτό που θα ήθελα, επιπροσθέτως, να σας ρωτήσω είναι το εξής: τι πιστεύετε ότι αποκαλύπτει, γενικότερα, η εκτεταμένη ενασχόληση με την ψευδωνυμία σας ή, για να το θέσω αλλιώς, τι το προβληματικό διακρίνετε εσείς σε αυτό που λέμε δημοσιότητα;
«Μόλις τα τελευταία χρόνια συνειδητοποίησα ότι είναι δύσκολο να επιβάλεις, τόσο στην παλιά όσο και στη νέα πολιτιστική βιομηχανία, την απουσία σου από τη δημόσια σκηνή. Αντί να θεωρηθεί αυτό που πραγματικά είναι –μια προσπάθεια προκειμένου να ισχυροποιηθεί στο μέγιστο η συγγραφή, αποδεικνύοντας τη θεσμική της αυτονομία –καταλήγει να είναι μια εμπορική στρατηγική, μια λειψή φυσική παρουσία, κάτι το απρεπές, ένα παιχνίδι, ένα θρίλερ, ένας γρίφος. Φοβάμαι ότι τελικά θεωρείται αδιανόητο για έναν συγγραφέα –ειδικά όταν τα βιβλία γνωρίζουν επιτυχία –να θέλει να μείνει πιστός στο γράψιμο και τίποτε άλλο πέρα από αυτό. Κι όμως η γραμματική και το συντακτικό, η επιλογή του λεξιλογίου, διαποτίζονται ολότελα από τον συγγραφέα, εκεί βρίσκεται ο δημιουργός. Οπως υπάρχει και μέσα στην αφήγηση, αφού κι εκείνος είναι ένας χαρακτήρας ανάμεσα στους υπόλοιπους χαρακτήρες, δηλαδή ένα αναπόδραστο κομμάτι της αφήγησης. Δεν υπάρχει βιβλίο που να μην κουβαλά μέσα του τη συγκεκριμένη γλώσσα του συγγραφέα του, η παρουσία του είναι σαν εκείνη των φαντασμάτων στα γοτθικά διηγήματα. Ο προγραμματικός αυτοαποκλεισμός ενός συγγραφέα από τη δημόσια ζωή έχει ως αποτέλεσμα να δίνει ενσυνείδητα βάρος σε αυτή την «παρουσία». Και ο αναγνώστης κάνει το ίδιο. Το αποτέλεσμα είναι μια γραφή που φροντίζει να αφομοιώνει εντός της τον συγγραφέα και μια ανάγνωση πιο ευαίσθητη αναφορικά με την παρουσία του συγγραφέα μέσα στο κείμενο».
Αναφέρεστε συχνά (και με αυτοπεποίθηση) στην «αλήθεια» που πρέπει να υπάρχει στη λογοτεχνία. Είναι κάτι που σχολιάζουν (ως προτέρημά σας) τόσο οι κριτικοί όσο και οι αναγνώστες σας. Επικεντρώνομαι σε μια πρόσφατη επεξήγησή σας ότι η «αλήθεια» στη λογοτεχνία «έχει να κάνει αποκλειστικά με τον τρόπο που έχουν επιλεγεί και είναι τοποθετημένες οι λέξεις πάνω στη σελίδα, κάτι που πρέπει να είναι ευθέως ανάλογο της ενέργειας που μπορεί ο συγγραφέας να συμπυκνώσει στις προτάσεις του». Επιτρέψτε μου να το αντιστρέψω λίγο: τι θεωρείτε εσείς «ψέμα» ή «ψεύτικο» στη λογοτεχνία;
«Ψεύτικη είναι κάθε σελίδα η οποία, ακόμη κι αν είναι γραμμένη με εξαιρετική δεινότητα, δεν απορρέει από κάποιο ζωντανό, προσωπικό συναίσθημα απέναντι σε ανθρώπους και πράγματα. Μια άψογη εκτέλεση είναι αξιέπαινη, εάν όμως η ζωή είναι αλλού, τότε είναι άδικος κόπος. Μια αληθινή σελίδα είναι γραμμένη με αλήθεια, και η αληθινή γραφή δεν κοιτάζει τον εαυτό της αλλά τη δύναμη που καταφέρνει να κατακτήσει και να μεταδώσει· είναι σαν μια τράτα(υπό την έννοια του διχτύου, Σ.τ.Μ.)που σέρνει ζωή πάνω στη σελίδα. Για να γράψουμε με αλήθεια πρέπει να ξεχάσουμε τα ίδια μας τα δάχτυλα που κυλάνε πάνω στο πληκτρολόγιο και να γίνουμε η σπίθα που ενώνει την εμπειρία, τη φαντασία και τον λόγο».
Εχετε πει πως «ο συγγραφέας προσαρμόζεται κάθε φορά σε αυτό που θέλει να εκφράσει». Τούτο με οδήγησε να σκεφτώ το δημοσιευμένο (ως σήμερα) έργο σας σε «φάσεις». Η πρώτη περιλαμβάνει τα τρία πρώτα, σύντομα και πυκνογραμμένα, μυθιστορήματά σας (όπως «Η βάναυση αγάπη» ή οι «Μέρες εγκατάλειψης») όπου φαίνεται να έχετε μια πιο μοντερνιστική διάθεση. Η δεύτερη φάση, που είναι, επί της ουσίας, η Τετραλογία της Νάπολης, ακόμη κι αν την εξετάσουμε υπό το πρίσμα τόσο της ιστορίας όσο και της θεωρίας της λογοτεχνίας, έχει να κάνει περισσότερο με τη λογική των μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα, εννοώ αν τη δούμε ως ένα ενιαίο σύνολο, όπως κι εσείς. Τι λέτε;
«Μου είναι δύσκολο να επιχειρηματολογήσω μονάχα για τα βιβλία που έχω δημοσιεύσει. Ξέρω ότι υπάρχουν πολλές άλλες απόπειρες γραφής και επομένως το νήμα είναι πολύ μεγαλύτερο, ο ιστός είναι πιο διευρυμένος. Αυτός ίσως να είναι και ο λόγος που δυσκολεύομαι να εντοπίσω διαφορές ανάμεσα στα τρία πρώτα μου σύντομα μυθιστορήματα και στο μακροσκελές μυθιστόρημα «Η υπέροχη φίλη μου». Αισθάνομαι πως όλα γεννήθηκαν παρατηρώντας τη ζωή των γυναικών σήμερα. Οσον αφορά τα τεχνικά εργαλεία μου –ενώ σίγουρα επιστρατεύω τα εκφραστικά μέσα που μπορούμε να εντοπίσουμε στην ιστορία του μυθιστορήματος, στοιχεία δηλαδή που έχουν τροφοδοτήσει τη δύναμή του –θα σας έλεγα ότι η «Η υπέροχη φίλη μου» είναι ένα βιβλίο τού σήμερα, ασφαλώς, ένα βιβλίο «πειραγμένο» κατά κάποιον τρόπο και επηρεασμένο από όλες τις τάσεις που διαπερνούν τη γραφή της εποχής μου. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά».
Κάνετε συχνά λόγο, κυρία Φεράντε, και για «στρατηγική» όποτε σας καλούν ναπεριγράψετε τη μέθοδο με την οποία γράφετε. Και εικάζω ότι καθηλώνετε τους αναγνώστες σας επειδή ακριβώς συνδυάζετε (με τρόπο ομολογουμένως καλοζυγισμένο, ίσως υπολογισμένο) ετερόκλητα λογοτεχνικά είδη ή μοτίβα: ένας εκλεπτυσμένος μελοδραματισμός λ.χ. μπορεί να συνυπάρχει στην ίδια σελίδα με το θρίλερ ή τη μεταφυσική. Το ερώτημα είναι: σε ποιον βαθμό αυτό είναι συνειδητό (από μέρους σας) ως προς την επίδραση που (αποδεικνύεται πλέον ότι) έχει πάνω στους αναγνώστες σας; Θα λέγατε ότι τους χειραγωγείτε;
«Ενας αναγνώστης μπορεί να κάνει ό,τι θέλει ένα βιβλίο, ακόμη και να αγνοήσει τις προθέσεις του συγγραφέα. Η ανάγνωση είναι μια άσκηση ελευθερίας. Πρόκειται όμως για μια ελευθερία που καθορίζεται από το πώς υφαίνεται το κείμενο. Αυτό κάνει ο συγγραφέας: υφαίνει. Το νήμα της γραφής παρασύρει τον αναγνώστη από το πρώτο γράμμα ως το τελευταίο βάσει ενός συγκεκριμένου σχεδίου, με άλλα λόγια, μιας στρατηγικής. Ο αναγνώστης μπορεί να προσαρμόσει αυτό το σχέδιο, να προσθέσει δικά του πράγματα, να το αλλοιώσει, όμως για να συμβεί αυτό πρέπει σε κάθε περίπτωση να ακολουθήσει το νήμα του συγγραφέα με τα μέσα που εκείνος έχει χρησιμοποιήσει, με τα οποία το έχει υφάνει. Αυτό είναι όλο. Εμένα μου αρέσουν τα αστυνομικά βιβλία, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι πραγματικά δικό μου που έχει να κάνει με αστυνομικούς, κατά συρροήν δολοφόνους κ.λπ. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι εγώ δεν μπορώ να προσπαθήσω να προσαρμόσω σε αυτό που ξέρω τις τεχνικές του θρίλερ. Ή των μυθιστορημάτων-περιπέτειας ή των γοτθικών ιστοριών ή των μυθιστορημάτων μαθητείας. Η λογοτεχνική αποθήκη είναι τεράστια. Πρέπει να μάθουμε να την επισκεπτόμαστε και να αντλούμε κάθε φορά αυτό που μας χρειάζεται για να διηγηθούμε ό,τι είναι δικό μας και μόνο δικό μας, σήμερα. Τα είδη είναι σημαντικά αλλά δεν χρειάζεται να τα χρησιμοποιούμε πιστά. Πάντοτε έγραφα αυτό που έχω την αίσθηση ότι ξέρω καλά. Ανέκαθεν έγραφα χωρίς να με νοιάζουν οι οποιεσδήποτε αντιδράσεις. Το έκανα, πάντα, λαμβάνοντας υπόψη μου πως το βιβλίο, εάν δεν βρει αναγνώστες, είναι απλώς ένα αντικείμενο κι έτσι προσπάθησα να ενισχύσω τη γραφή μου με αυτά που νομίζω ότι προσφέρουν την απόλαυση της ανάγνωσης, μια απόλαυση η οποία είναι πολύ σημαντική για εμένα».
«Το φύλο είναι σαν ένα στενό ρούχο που μας περιορίζει…»

Πιστεύετε ότι είναι διακριτή η λογοτεχνία που γράφεται από άνδρες σε σχέση με αυτήν που γράφουν οι γυναίκες; Δεν ρωτάω αν υπάρχει καλή λογοτεχνία και στις δύο περιπτώσεις. Ασφαλώς υπάρχει, όπως υπάρχει και κακή. Εννοώ αν και κατά πόσον το φύλο του ανθρώπου που γράφει διαμορφώνει και μια διακριτή ευαισθησία (χρησιμοποιώ έναν ασφαλή και διασταλτικό όρο) με την οποία ασκεί την τέχνη του λόγου. Εχετε μιλήσει, επίσης, για την ανδρική λογοτεχνική παράδοση ως «εμπόδιο». Στην περίπτωσή σας η ανάγνωσή της κατέστη άραγε προτέρημα ώστε, ως γυναίκα συγγραφέας, να δημιουργήσετε με έναν διακριτό τρόπο σε σχέση με άλλες γυναίκες που γράφουν επίσης αλλά δεν ξεχωρίζουν τόσο πολύ;

«Δεν αισθάνομαι διαφορετική από τις άλλες γυναίκες που γράφουν. Εχω την άποψη ότι το φύλο είναι ένα τεχνητό περίβλημα μέσα στο οποίο περικλείεται η σεξουαλική διαφοροποίηση. Τόσο το ανδρικό όσο και το γυναικείο φύλο αποτελούν προϊόν ισχυρών ιστορικο-πολιτιστικών διεργασιών. Και τα δύο δεν είναι παρά κλουβιά μέσα στα οποία εκτίθεται κάποιος είτε ως άνδρας είτε ως γυναίκα. Ενώ όμως το ανδρικό φύλο κυβερνούσε και εξακολουθεί να κυβερνά, το γυναικείο φύλο εμπόδισε και εξακολουθεί να εμποδίζει τις γυναίκες να ξεδιπλώσουν όλο τον πλούτο και την πολυπλοκότητά τους. Θεωρώ ότι ενώ η σεξουαλική διαφοροποίηση προκύπτει σε κάθε μας εκδήλωση, η αίσθηση ότι ανήκουμε σε ένα φύλο είναι σαν ένα στενό ρούχο που μας περιορίζει και πρέπει διαρκώς να το ξεχειλώνουμε. Κατά τη γνώμη μου, η σημαντική ανδρική λογοτεχνία επινόησε εμάς τις γυναίκες με μαγικό τρόπο ως ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος και το είδος μπορεί εύκολα να γίνει προϊόν μίμησης, ενώ δεν ισχύειτο ίδιο για την αυθεντικότητα της σεξουαλικής διαφοροποίησης· για εμάς σήμερα συγγραφή σημαίνει να γνωρίζουμε σε βάθος την παράδοση και να την κριτικάρουμε, να τη βάζουμε στην άκρη, να τη χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για εμάς πέρα από την ανδρική επινόηση περί γυναικείου είδους. Εμείς έχουμε πολλά να πούμε, πολλά να διηγηθούμε. Και από τα δύο φύλα είμαστε το πιο φευγάτο, το πιο ρευστό, γεγονός που καθιστά δύσκολο το να διηγηθούμε κάτι με ειλικρίνεια».
Αναρωτιέμαι γιατί είναι τόσο ξεχωριστό για εσάς το πρώτο μυθιστόρημα της Ελσα Μοράντε «Menzognaesortilegio» (Ψέμα και μαγεία, 1948) για μια οικογένεια του ιταλικού Νότου; Και πώς βλέπετε τις μεγαλειώδεις λογοτεχνικές ηρωίδες γραμμένες από άνδρες, όπως η «Αννα Καρένινα» του Τολστόι;
«Εχω την καλύτερη άποψη φυσικά, ως προς την τελευταία. Θεωρώ όμως ότι η γυναικεία λογοτεχνία έχει ακόμη πολλά να πει για τις γυναίκες και ότι οι γυναίκες πρέπει να μάθουν από την ανδρική παράδοση και ακόμη περισσότερο από τη γυναικεία που γίνεται ολοένα και πιο στιβαρή. Υπό αυτή την έννοια, η Ελσα Μοράντε για εμένα ήταν ένα πρότυπο. Αγαπώ το «Ψέμα και μαγεία». Είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο ξέρει πώς να χειριστεί την ευαίσθητη σχέση ελευθερίας – φαντασίας. Μας μαθαίνει πώς να μιλάμε για τις γυναίκες χωρίς ιδεολογισμούς».

* Ο συντάκτης ευχαριστεί θερμά τη μεταφράστρια κυρία Δήμητρα Δότση για τη συμβολή της στη δημοσίευση της συνέντευξης.

* Οι επόμενοι τόμοι της μυθιστορηματικής τετραλογίας της συγγραφέως θα κυκλοφορήσουν σταδιακά. Ο δεύτερος αναμένεται το φθινόπωρο του 2016.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ