Τσαρλς Γκλας
Η Συρία φλέγεται.
Το Ισλαμικό Κράτος και ο
θάνατος της Αραβικής Ανοιξης
Μετάφραση Νινέτα Βιδάλη.
Εκδόσεις Διάμετρος, 2016,
σελ. 125, τιμή 13,50 ευρώ

Το Χαλέπι είναι ή ήταν, πριν από τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, μια πόλη 2,5 εκατομμυρίων κατοίκων, με ιστορία επτά χιλιετιών, ιδιαίτερο πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, ανεκτική συμβίωση διάφορων θρησκειών και δογμάτων και ανεπτυγμένη τουριστική βιομηχανία. Σήμερα, μεγάλα τμήματά της δίνουν την εικόνα ενός τόπου ερειπίων ανάλογων με εκείνα της Βηρυτού στη δεκαετία του ’70. Ο παραλληλισμός δεν είναι τυχαίος: όπως παρατηρεί ο βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Τσαρλς Γκλας στο βιβλίο του «Η Συρία φλέγεται» (εκδ. Διάμετρος) ο εμφύλιος του Λιβάνου αποτέλεσε το τέλος του αραβικού εθνικισμού «με τη δέσμευσή του για ισότητα μεταξύ μουσουλμάνων, χριστιανών και εβραίων. […] Μία κινητήριος ιδέα παρέμεινε: το Ισλάμ με πολιτικές μορφές, που υπαγορεύει η Σαουδική Αραβία για τους σουνίτες, και το Ιράν, μετά την επανάσταση του 1979, για τους σιίτες». Στις συνοικίες του Χαλεπίου η τελευταία εύθραυστη εκεχειρία μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων του Μπασάρ αλ Ασαντ και των διχασμένων ομάδων της αντιπολίτευσης, υπό τον έλεγχο εδώ και δύο χρόνια τζιχαντιστών λιγότερο ή περισσότερο ταυτισμένων με το Ισλαμικό Κράτος, προσωποποιεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τη διολίσθηση της τελευταίας πενταετίας από την Αραβική Ανοιξη στην άνοδο του ISIS, από το αίτημα της δημοκρατίας στην εξάπλωση του τζιχαντισμού.

Με αυτήν ακριβώς την αφετηρία ο βετεράνος δημοσιογράφος Τσαρλς Γκλας υποδεικνύει ότι οι 200.000 νεκροί (με συντηρητικούς υπολογισμούς, ως τον Απρίλιο του 2014) του εμφυλίου δεν συνιστούν συγκυριακή συνέπεια. Περιγράφοντας τα τεχνητά σύνορα της περιοχής όπως υπαγορεύθηκαν από τη συμφωνία Σάικς – Πικό μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας εν μέσω Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1916, τη γαλλική διακυβέρνηση στη δεκαετία του ’20, την ανεξαρτησία και τη σωρεία στρατιωτικών πραξικοπημάτων μετά το 1945 δίνει την αίσθηση ότι η υπονόμευση της Συρίας ανάγεται σε περισσότερα αίτια από το αυταρχικό καθεστώς της οικογενειοκρατίας των Ασαντ που εγκαθιδρύθηκε το 1970. Το μωσαϊκό των κοινοτήτων, η ταξική δυσαρέσκεια, ο σεχταρισμός προϋπήρχαν ως ρωγμές εντός της κοινωνίας. Διευρυνόμενες κατά τη στιγμή της αντικαθεστωτικής εξέγερσης του 2011 οδήγησαν προοδευτικά στη θραύση της και στην υπαγωγή της υπό τζιχαντιστικό πρόσημο.
Το πέμπτο κύμα
Για τον Πέτερ Ρ. Νόιμαν, καθηγητή στο τμήμα Πολεμικών Σπουδών του Κινγκς Κόλετζ, η Συρία πράγματι αποτελεί θρυαλλίδα μιας τζιχαντιστικής έκρηξης πολύ μεγαλύτερης από εκείνη του πολέμου του Αφγανιστάν ή εκείνου του Ιράκ. Ωστόσο, για την επαρκή μελέτη της είναι κανείς υποχρεωμένος να ανοίξει δύο ευρύτερους κύκλους. Ο πρώτος, όπως γράφει στο περιεκτικό και εξαιρετικά κατατοπιστικό βιβλίο του «Οι νέοι τζιχαντιστές», αφορά τα «τέσσερα κύματα» στην ιστορία της τρομοκρατίας από τα τέλη του 19ου αιώνα: αναρχισμός, αντιαποικιοκρατία, νέα Αριστερά, το θρησκευτικό κύμα. Μέθοδοι, μέλη, οργάνωση και επιμελητεία θέτουν ήδη ένα υπόστρωμα παράδοσης για το πέμπτο κύμα, αυτό των τζιχαντιστών. Εντός του υφίσταται ο δεύτερος κύκλος, των μαχητών του Αφγανιστάν και εκείνων της Αλ Κάιντα. Με αυτά ως δεδομένα ο Νόιμαν προχωρεί στη σκιαγράφηση ενός τρίτου κύκλου, εφαπτόμενου με τους άλλους δύο –του Ισλαμικού Κράτους και των ανθρώπων του.
Πέτερ Ρ. Νόϊμαν
Οι νέοι τζιχαντιστές.
Ισλαμικό Κράτος,
Ευρώπη και το επόμενο
κύμα τρομοκρατίας
Μετάφραση Παυλίνα Δηράνη.
Εκδόσεις Διάμετρος, 2016,
σελ. 278, τιμή 14,90 ευρώ

Ο Πέτερ Νόιμαν εντοπίζει το βασικό λάθος της αμερικανικής (και, κατ’ επέκταση, της δυτικής συνολικά) αντιτρομοκρατικής στρατηγικής στην εξίσωση της Αλ Κάιντα με το παγκόσμιο τζιχαντιστικό κίνημα. Καθώς η 11η Σεπτεμβρίου προσέφερε στην οργάνωση και στον αρχηγό της τον μανδύα του «πρωταθλητισμού» στον αγώνα κατά της Δύσης, η ευκαιριακή, όπως αποδείχθηκε, στοίχιση ομάδων και μαχητών ανά τον κόσμο με την κίνηση του Οσάμα μπιν Λάντεν απέκρυψε τον βαθμό διαφοροποίησης στο εσωτερικό των μουσουλμάνων σαλαφιστών. «Αυτός ήταν ο λόγος που πολλές δυτικές κυβερνήσεις προσπέρασαν τις εσωτερικές εντάσεις και τις διαιρέσεις που προκάλεσε η Αραβική Ανοιξη, δεν αντιλήφθηκαν το Ισλαμικό Κράτος νέο κέντρο δύναμης με διαφορετική στρατηγική και δεν το πήραν στα σοβαρά».

Παράγωγο ακραίων δογμάτων ακόμη και μεταξύ των σαλαφιστών (δημόσιοι αποκεφαλισμοί, βιασμοί αλλόθρησκων γυναικών, δουλεία), το Ισλαμικό Κράτος του «χαλίφη» Αλ Μπαγκντάντι κυριάρχησε στην Ανατολική Συρία και στο Δυτικό Ιράκ εκμεταλλευόμενο το άνοιγμα των ραφών που προκάλεσε ο πόλεμος σε τεχνητά κράτη. Τοπικές διαστάσεις του τζιχάντ διαπλέχθηκαν εδώ με την παγκόσμια: ο Νόιμαν διαπιστώνει ότι για πολλούς μαχητές ο μισθός, η προστασία ή η επιβίωση αποτελούν ισχυρότερα κίνητρα από την ιδεολογία, όμως η απήχηση της ιδέας ενός υπαρκτού χαλιφάτου διαπερνά τα σύνορα. Σύμφωνα με εκτίμησή του από τον Ιανουάριο του 2015 την «τζιχαντιστική Διεθνή» της Συρίας και του Ιράκ έχουν πληθύνει 20.700 ξένοι, εκ των οποίων περίπου 4.000 Δυτικοευρωπαίοι. Στο περιθώριο των τελευταίων βρίσκει κανείς επάλληλους κύκλους υποστηρικτών με διάφορους βαθμούς αφοσίωσης, από «cheerleaders» που διαδίδουν την τζιχαντιστική προπαγάνδα στη Δύση ως «μοναχικούς λύκους», ριζοσπαστικοποιημένα άτομα εκπαιδευμένα σε τζιχαντιστικά προπύργια όπως οι αδελφοί Σερίφ και Σαΐντ Κουασί, δράστες της επίθεσης στα γραφεία της «Charlie Hebdo» τον Ιανουάριο του 2015. Αυτή ακριβώς η τζιχαντιστική «σκηνή», σύμφωνα με τον μουσικό όρο που δανείζεται ο Νόιμαν, αποτελεί την καινοτομία του διάδοχου της Αλ Κάιντα τρομοκρατικού κινήματος. Ωστόσο το παραπάνω πλέγμα διόλου δεν συνιστά συνθήκη μακροημέρευσης για το Ισλαμικό Κράτος: συγκρούσεις με την Αλ Κάιντα και τη σαλαφιστική Αλ Νούσρα δείχνουν ήδη τα όριά του, ενώ η έλλειψη πλέον συναλλαγών με το εξωτερικό το καθιστά «ληστρική οικονομία» που αδυνατεί να καλύψει τις βασικές καθημερινές ανάγκες των 5-7 εκατομμυρίων κατοίκων του εφόσον η φορολόγησή τους καθίσταται πλέον μοναδικό του έσοδο.
Ρεύματα προσφύγων


Παρά την αίσθησή του ότι το Ισλαμικό Κράτος θα καταρρεύσει εξαιτίας ενδογενών αδυναμιών ο Νόιμαν αναγνωρίζει την τωρινή δυνητική απειλή του: «ο πόλεμος του Ισλαμικού Κράτους, ακόμα και σε μέρη που απέχουν πολύ από τον πυρήνα της Συρίας και του Ιράκ, αποσταθεροποιεί χώρες σε όλη την ευρύτερη περιοχή, τρέπει τις μειονότητες σε φυγή και προκαλεί πρωτοφανή ρεύματα προσφύγων». Ισχυρότερο και στρατηγικά σημαντικότερο από το «Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν» όπου ο Μπιν Λάντεν σχεδίασε και διοργάνωσε τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους το 2001 χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Ως προς αυτό ο Πέτερ Νόιμαν προτείνει μια φιλοσοφία «συγκράτησης» (containment), όρο που παραπέμπει, ας σημειωθεί, στο αντίστοιχο αμερικανικό λεξιλόγιο της δεκαετίας του ’50 αναφορικά με τη Σοβιετική Ενωση. Το μείγμα του κάνει λόγο για αεροπορικές επιδρομές και ειδικές δυνάμεις, αλλά κατά βάση εμπλοκή εκπαιδευμένων και εξοπλισμένων από τη Δύση τοπικών παραγόντων, ιδεολογική αντιπαράθεση εντός και εκτός Διαδικτύου, οικονομική βοήθεια στις χώρες υποδοχής προσφύγων, και, κυρίως, πολιτικές και διπλωματικές παρεμβάσεις: «ένα «New Deal» για τους ιρακινούς σουνίτες και αλλαγή εξουσίας στη Συρία». Ο κύκλος οφείλει να κλείσει εκεί όπου άνοιξε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ