Στράτης Μυριβήλης
Η ζωή εν τάφω
Α’ έκδοση (1924) και Β’ έκδοση (1930)
Φιλολογική επιμέλεια, πρόλογος
και επίμετρα: Νίκη Λυκούργου,
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2016,
σελ. 904, τιμή 22 ευρώ

Το βιβλίο είναι ήδη καταξιωμένο, συγκαταλέγεται στα «κλασικά» αναγνώσματα της νεοελληνικής πεζογραφίας, το περιβάλλει μια σχεδόν μυθική αύρα. Είναι πάντως το κείμενο που καθιερώνει ευρέως ως συγγραφέα τον Στράτη Μυριβήλη (1890-1969) στον χώρο των γραμμάτων, πέρα από την καταγεγραμμένη παρουσία του στη γενέθλια Μυτιλήνη· είναι επίσης ένα κείμενο συνεχούς επεξεργασίας, αριθμώντας στο διάστημα μιας περίπου τριακονταετίας επτά διαδοχικές εκδόσεις-γραφές.

Κυριολεκτικά στα χαρακώματα


Ο Μυριβήλης αρχίζει να γράφει τη Ζωή εν τάφω κυριολεκτικά στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αγωνιζόμενος στο μακεδονικό μέτωπο, στην προκάλυψη του Μοναστηρίου της Σερβίας, καταταγμένος στη «Μεραρχία Αρχιπελάγους». Φαίνεται ότι σε ώρες αργίας από τις πολεμικές επιχειρήσεις αποτυπώνει εικόνες και σκηνές της στρατιωτικής καθημερινότητας και μία από αυτές πρωτοδημοσιεύεται σε θεσσαλονικιώτικη εφημερίδα το 1917. Το μακεδονίτικο πολεμικό τοπίο το γνωρίζει για δεύτερη φορά: βρίσκεται στη μέση μιας δεκαετούς πολεμικής περιπλάνησης, έχοντας ήδη λάβει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και αγνοώντας βέβαια ότι θα ακολουθήσει και ένας Μικρασιατικός πόλεμος, στον οποίο επίσης θα συμμετάσχει. Μετά το τέλος και αυτών των επιχειρήσεων, αποστρατευόμενος και επιστρέφοντας στο νησί, δημοσιεύει κατ’ αρχάς ως επιφυλλιδογραφικό αφήγημα στην τοπική εφημερίδα Καμπάνα (1923-24) και, κατόπιν, σε αυτόνομη έκδοση υπό μορφή βιβλίου τον Απρίλιο του 1924 τη Ζωή εν τάφω. Χειρόγραφα που βρέθηκαν μες στο γελιό του λοχία Αντώνη Κωστούλα.
Τούτη την πρώτη μορφή συνεχίζει να την επεξεργάζεται στα χρόνια που ακολουθούν· προδημοσιεύει αυτόνομα ποικίλα αφηγήματα ως μελλοντικά κεφάλαια μιας νέας έκδοσης της Ζωής εν τάφω σε διάφορα έντυπα. Η δεύτερη αυτή (αθηναϊκή) έκδοση θα εμφανιστεί με αλλαγές και προσθήκες το 1930: τα απλώς αριθμημένα αρχικά 29 κεφάλαια (Α’-ΚΘ’) αποκτούν εδώ μεσότιτλους και γίνονται 54, κατά σημεία εντοπίζονται αρκετές γλωσσικές διαφοροποιήσεις, ενώ ήδη ο γενικός τίτλος μετασχηματίζεται (Η ζωή εν τάφω. Ιστορίες του πολέμου). Κάθε μεταγενέστερη έκδοση συνοδεύεται από επανεπεξεργασία: η τρίτη (1932)· η τέταρτη (1946: έχει μεσολαβήσει η απαγόρευση του βιβλίου από τη μεταξική λογοκρισία)· η πέμπτη (1949)· η έκτη (1954)· η έβδομη –και οριστική (1955, με υπότιτλο: Το βιβλίο του πολέμου). Τελειοθηρία; Σταδιακή ιδεολογική μετατόπιση; Η αναθεωρητική αυτή τάση έχει προκαλέσει ποικίλες εξηγήσεις. Πάντως, για χρόνια στην εκδοτική αγορά κυκλοφορούσε συνήθως αυτή η έβδομη επεξεργασμένη μορφή ως εκφράζουσα την τελική συγγραφική βούληση.
Στα εκατόχρονα από τη γέννηση του Μυριβήλη, η «Εστία» που στεγάζει τα γραπτά του, σε συνεννόηση με τη Νίκη Λυκούργου, συστηματική μελετήτρια του έργου του, εμφανίζει (1991) σε υποδειγματική έκδοση την πρώτη εκείνη Ζωή εν τάφω του 1924, δυσεύρετη προ πολλού. Και δύο χρόνια αργότερα (1993) παρουσιάζει την εξίσου δυσεύρετη δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση του 1930, λαμπρά επιμελημένη και σχολιασμένη από την ίδια φιλόλογο. Η σημερινή έκδοση της «Εστίας» συγκεντρώνει σε έναν τόμο κομψό και εύχρηστο, παρά τις εννιακόσιες σελίδες του, τούτες τις δύο πρώτες μορφές της Ζωής εν τάφω, αφενός, συμμετέχοντας με αυτόν τον τρόπο στις εκδηλώσεις μνήμης για την εκατοστή επέτειο από τον πρώτο μεγάλο πόλεμο του εικοστού αιώνα (1914-1918) που θέρισε μια γενιά και κλάδεψε τα νιάτα της Ευρώπης και, αφετέρου, προβάλλοντας τις δύο εκείνες από τις συνολικά επτά εκδοτικές παραλλαγές με τις περισσότερες και μεγαλύτερες μεταξύ τους διαφορές.

Η δυναμική και η σκηνοθεσία


Η δυναμική αυτού του αφηγήματος καθώς και η έντεχνη σκηνοθεσία του ξαφνιάζουν τον σημερινό αναγνώστη αν αναλογιστεί το πότε και το πώς γράφεται: εν θερμώ, σχεδόν εξ επαφής με την Ιστορία, ένας νέος, τριαντάχρονος συγγραφέας της περιφέρειας, ο οποίος έχει ήδη ωστόσο αναλώσει δέκα χρόνια της ζωής του στα πολεμικά πεδία, βρίσκεται σε πλήρη συντονισμό με το αντιπολεμικό πνεύμα που διατρέχει την ευρωπαϊκή λογοτεχνία εκείνη τη στιγμή. Η ζωή εν τάφω εμφανίζεται παράλληλα (σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα και νωρίτερα) με τα έργα συγγραφέων που λάμπρυναν την αντιμιλιταριστική λογοτεχνία καταγγέλλοντας το σφαγείο του πρωτοφανούς για τα έως τότε δεδομένα πρώτου παγκοσμίου πολέμου (Χάσεκ, Μπαρμπίς, Λάντζκο, Ντορζελές κ.ά. Ο Ρεμάρκ και ο Σελίν ήλθαν αργότερα).
Το «εκδοτικό τέχνασμα» του προλόγου και του επιλόγου (τα λησμονημένα χειρόγραφα του λοχία που ένας επιζών σύντροφος αποφασίζει να δημοσιοποιήσει), η μαρτυρία που κρατά τον αληθευτικό ρόλο της, ενδεδυμένη πειστικά το ιμάτιο της μυθοπλασίας, ο χυμώδης λαϊκός λόγος με αρκετούς ιδιωματισμούς, στήνουν ένα μονοφωνικό επιστολικό αφήγημα (ανεπίδοτα γράμματα) που πηγαινοέρχεται σε δύο χρόνους, σε ένα ειδυλλιακό, νησιωτικό προπολεμικό παρελθόν και σε ένα ζοφερό, απάνθρωπο, δυστοπικό παρόν σε ορεινούς όγκους. Η διάπλαση αυθεντικών «χαρακτήρων» σε μια ρευστή, ασθματική και εντελώς αντι-επική περιγραφή του στρατωνισμένου βίου, η διαρκής σύγκρουση μέσα στο αμπρί των δύο βασικών ανθρώπινων ενορμήσεων, της ζωής και του θανάτου, αποδίδουν εντυπωσιακά την αίσθηση αυτού του αλλόκοτου, υπόσκαφου, υπόγειου πολέμου: σε αρκετά σημεία του κειμένου υπογραμμίζεται η ιδιομορφία αυτής της σκυφτής ζωής μέσα στο χαράκωμα ενάντια στις τεχνολογικές, καινοτόμες απειλές (προβολείς, αέρια ασφυξιογόνα και δακρυγόνα, ρουκέτες, οβίδες, τορπίλες, φλογοβόλες αντλίες, εναέρια άγκιστρα, συσκευές και διάφορα «δαιμονικά» μηχανήματα του ολέθρου) σε σύγκριση με τον ενθουσιασμό που φούσκωνε ορμητικά τα πανιά των στρατευμένων στον προηγηθέντα μακεδονικό αγώνα στα ίδια πάνω-κάτω μέρη.

Το τραγικό και το κωμικό
Το τραγικό εναλλάσσεται με το καθαρτήριο κωμικό, τη δραματική καθημερινή ένταση αποφορτίζουν οι ελάχιστες σκηνές χαλάρωσης στο σλαβομακεδόνικο χωριό που φιλοξενεί για λίγο τον αφηγητή, ευκαιρία να αποτυπωθούν η νοοτροπία, η λαλιά, η ανθρωπογεωγραφία ενός κόσμου εδεμικού, ανοίκειου για τον στρατευμένο αιγαιοπελαγίτη. Πρυτανεύει η αγριότητα ενός βιταλιστικού λόγου, της ενστικτώδους επιθυμίας για επιβίωση που εκμηδενίζει την ανθρώπινη οντότητα και κάνει έτσι εντονότερο το κοντράστο με τις μικροχαρές, τις στιγμές τρυφερότητας, νοσταλγικής αύρας και διαπροσωπικής επικοινωνίας, όταν τρυπώνουν απρόσμενα στον περιρρέοντα ζόφο: ένας ιδιότυπος λυρικός νατουραλισμός –οξύμωρο στοίχημα που το κερδίζει ο Μυριβήλης.
Για τον φιλέρευνο αναγνώστη θα ήταν ωφέλιμη η συνανάγνωση της Ζωής εν τάφω με την Περίπολο Ζ’ του Γιάννη Σκαρίμπα (Νεφέλη, 2008): τα δύο κείμενα αποτυπώνουν σχεδόν ταυτόσημους τόπους και ιστορικές στιγμές του Α’ Πολέμου και, κυρίως, δηλώνουν τη μακρά και βασανιστική συμβίωση των συγγραφέων με το αφήγημά τους: και ο Σκαρίμπας (από το 1932 και έως το 1977) με αλλεπάλληλες επανεκκινήσεις και αφορμές γράφει και ξαναγράφει την Περίπολο, σαρκάζοντας τον παραλογισμό εκείνου του πολέμου με απαράμιλλο γκροτέσκο ύφος και μαύρο χιούμορ.
Τα μείζονα έργα διαθέτουν, ευτυχώς, ανεξάντλητα αποθέματα επωφελούς εξόρυξης. Η πρώτη παρθενική και η δεύτερη επαυξημένη έκδοση της Ζωής εν τάφω βοηθούν να κατανοήσουμε (και σε αυτό συμβάλλουν τα μάλα τα αναλυτικά επίμετρα και οι συνοδευτικοί πίνακες της επιμελήτριας) την αγωνία του δημιουργού της: να διασώσει το ζέον βιωματικό υλικό, κύρια πηγή της γραφής του, υπερβαίνοντας τον αυθορμητισμό της μαρτυρίας, τον ερασιτεχνισμό του απομνημονεύματος ή την ατέλεια του χρονικού, στοχεύοντας στην υψηλή λογοτεχνία που, κατά τη γνωστή ρήση, «καίει σαν πάγος».
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ