Joseph Roth
Βερολινέζικα χρονικά 1920-1933
Εισαγωγή Michael Hofmann.
Εκδόσεις Αγρα, 2016,
σελ. 249 (υπό έκδοση)

Ο ποιητής και δοκιμιογράφος Μίκαελ Χόφμαν, μεταφραστής του Γιόζεφ Ροτ στα αγγλικά, είπε κάποτε πως ανησυχεί όταν κανείς αρχίζει να διαβάζει τον Ροτ ξεκινώντας από το αριστούργημά του, το Εμβατήριο του Ραντέτσκι, ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Είναι μια άποψη, αλλά δεν ξέρω αν σημαίνει κάτι για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό που πρωτοήλθε σε επαφή με άλλα βιβλία του Ροτ τα οποία μεταφράστηκαν στα ελληνικά πριν από το Εμβατήριο. Ο Χόφμαν ωστόσο διαφωνεί ριζικά με τον Τζον Μ. Κούτσι που υποστήριζε πως ο Ροτ είναι συγγραφέας του ενός βιβλίου. Ο Ροτ, σε αντίθεση με τον Μάλκολμ Λόουρι, τον κατ’ εξοχήν συγγραφέα του ενός βιβλίου (Κάτω από το ηφαίστειο), είναι πεζογράφος που το κάθε έργο του έχει θεματική αυτοτέλεια, ενότητα και τον δικό του χαρακτήρα.

Τα Βερολινέζικα χρονικά, επιλογή του Μίκαελ Μπίρνετ από τις επιφυλλίδες που δημοσίευσε από το 1920 ως το 1933 ο Ροτ στον βερολινέζικο Τύπο, ανήκουν στα λαμπρότερα δείγματα της δημοσιογραφίας υψηλού επιπέδου που αναπτύχθηκε στον γερμανόφωνο κόσμο κατά τον Μεσοπόλεμο. Ο Χόφμαν προτάσσει μια εισαγωγή στην αγγλική έκδοση (που περιλαμβάνεται και στην ελληνική). Είναι ένα εξαίρετο δοκίμιο τόσο για την εποχή και την εικόνα του Βερολίνου της Βαϊμάρης όσο και για τη συγγραφική ιδιοφυΐα του Ροτ.
Αναγνωσματάριο της εποχής
Η Οριάνα Φαλάτσι είχε πει πως μπήκε στη δημοσιογραφία για να γίνει συγγραφέας. Για τον Ροτ, όπως και για έναν άλλον σπουδαίο επιφυλλιδογράφο της γενιάς του, τον Αλφρεντ Πόλγκαρ, τέτοιο ζήτημα δεν υφίστατο. Ο Ροτ θεωρούσε, όπως έλεγε προκλητικά, τον εαυτό του δημοσιογράφο και όχι ρεπόρτερ. Η διαφορά σήμερα μπορεί να μη σημαίνει και πολλά. Εκείνο που έχει σημασία είναι πως μέσα από τα σύντομα αυτά κείμενα ο Ροτ κατάφερε να αποτυπώσει τη στιγμή και να της προσδώσει το περιεχόμενο της διάρκειας, αποδεικνύοντας πως στη γραφή πρώτης γραμμής οι εποχές δεν χάνονται μέσα στον χρόνο αλλά αναδύονται από το παρελθόν σαν να πρόκειται για το, ας πούμε, παρόν των αναμνήσεων.
Χρονικά (παλαιότερα θα τα λέγαμε χρονογραφήματα) χαρακτηρίζονται τα κείμενα αυτά –και το χρονικό είναι κατ’ εξοχήν αναγνωσματάριο του χρόνου. Μοιάζουν μάλιστα πιο γοητευτικά όταν έχουν έναν πρωταγωνιστή. Κι ακόμη περισσότερο όταν πρωταγωνιστής είναι μια πόλη (εδώ το Βερολίνο της Βαϊμάρης). «Το Βερολίνο ήταν για τη Βαϊμάρη στολίδι και τοτέμ ταυτόχρονα» γράφει στη θαυμάσια εισαγωγή του ο Χόφμαν. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αυτό ισχύει και σήμερα –οι συγκρίσεις επί του προκειμένου μπορεί να αποβούν παραπλανητικές. Είναι όμως μια πόλη πολύ διαφορετική από εκείνη που περιγράφει ο Ροτ, ο οποίος στο μυθιστόρημά του Χωρίς τέλος τη χαρακτήριζε πόλη «που υπάρχει έξω από τη Γερμανία», δηλαδή «πρωτεύουσα του εαυτού της».
Τα «άγνωστα παιδιά» του Βερολίνου
Ενας αυθεντικός χρονικογράφος είναι πρωτίστως περιπατητής. Που παρατηρεί, απομονώνει το συνηθισμένο και με μια μεταφορά το κάνει να φαντάζει διαφορετικό. Ενας ποιητής του ρεαλισμού, δηλαδή, ικανός να μας αιφνιδιάζει σε κάθε σχεδόν παράγραφο, όπως λ.χ. όταν γράφει «σ’ ένα βάζο μέσα παστό κρέας κλαίει τη μοίρα του». Ή όπως στην αρχή του θαυμάσιου «Οι ανώνυμοι νεκροί» της σελ. 84: «Οι ανώνυμοι νεκροί της μεγάλης πόλης κρέμονται τακτικά, σε στήλες κι αράδες, στο ισόγειο της Αστυνομικής Διεύθυνσης, στις προθήκες με τις φωτογραφίες. Είναι η φριχτή έκθεση μιας φριχτής πόλης: στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους της, στους γκρίζους ίσκιους των πάρκων της, στα σκουρογάλανα κανάλια της παραμονεύει ο Θάνατος –με περίστροφο, με ρόπαλο, με χλωροφόρμιο, που φέρνει αναισθησία. Αυτή είναι, σαν να λέμε, η ανώνυμη πλευρά της μεγάλης πόλης, η αθλιότητά της. Που δεν έχει όνομα. Τα άγνωστα παιδιά της».
Τα άγνωστα παιδιά, τους ανώνυμους, τους παρίες, τους θαμώνες των καταγωγίων (αυτούς που εμείς σήμερα αποκαλούμε περιθωριακούς) φέρνουν στο φως πολλές από τις επιφυλλίδες του Ροτ. Τους αλήτες, τους ενοίκους των ασύλων, τους παράνομους, όσους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα αλλά σχηματίζουν τη βαριά σκιά μιας πόλης που ο ίδιος απεχθάνεται και ταυτοχρόνως αγαπά, γιατί μόνον όποιος αγαπά ό,τι παρατηρεί και ό,τι ζει μπορεί να το περιγράψει με τη δύναμη αυτού του συγγραφέα που κοιτάζει την άβυσσο και με την άκρη του ματιού του βλέπει μιαν άκρη του ουρανού. Πόση ευαισθησία κρύβεται στο φαινομενικά επουσιώδες. Αλλά και τι κριτική οξύτητα και ειρωνεία το συνοδεύουν πολλές φορές, όπως όταν γράφει για παράδειγμα: «Το πάθος αστοχεί όταν έρχεται σ’ επαφή με τα μικρά κι ασήμαντα» («Περίπατος», σελ. 29). Ή όπως σε τούτο το εξαιρετικό στο ίδιο κείμενο: «Ο Δυτικοευρωπαίος πηγαίνει στην εξοχή, στη Φύση, όπως θα πήγαινε σ’ έναν χορό μεταμφιεσμένων».
Παρατηρήσεις τέτοιου είδους συναντά ο αναγνώστης σε κάθε σχεδόν παράγραφο. Και δεν μπορεί να μη θαυμάσει το μοντέρνο γράψιμο του συγγραφέα και τις αιχμηρές παρατηρήσεις του, που η καθεμιά παραπέμπει και σε μιαν αίσθηση. Ο Ροτ, άριστος χειριστής της μικρής, όπως και της μεγάλης, φόρμας, ανήκει στους πλέον ατμοσφαιρικούς πεζογράφους της Κεντρικής Ευρώπης.
Η επιλογή και η σύνθεση των κειμένων του βιβλίου είναι τέτοιες που έχεις την αίσθηση ότι πρόκειται για ψηφίδες ενός μωσαϊκού που απεικονίζει μια πόλη κάτω από την επιφάνεια της πραγματικής. Πόλη αόρατη, όχι γιατί δεν υπάρχει σήμερα αλλά επειδή ήταν και τότε «αόρατη» –και ωστόσο ανήκε στον πραγματικό κόσμο. Ισως σ’ αυτά τα κείμενα περισσότερο και από τα μυθοπλαστικά του έργα να αποδεικνύεται ότι ο Ροτ ήταν από τους βασικότερους εκπροσώπους του γερμανικού εξπρεσιονισμού και το έργο του ένα σκοτεινό και φωτεινό μετείκασμα της εποχής του.
Η μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου είναι εξαιρετική. Και το Επίμετρο, η Εργοβιογραφία του Ροτ, πολύ χρήσιμο και διαφωτιστικό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ