Δημήτρης Καπετανάκης
Ας πέσουμε
Εκδόσεις Εστία, 2016,
σελ. 272, τιμή 14 ευρώ

Στην Ελλάδα υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν αστυνομικά μυθιστορήματα όχι επειδή αυτό έχει γίνει μόδα, ύστερα μάλιστα από την εισπρακτική επιτυχία των Σκανδιναβών, ιδίως του Τζο Νέσμπο, αλλά διότι έχουν κάτι να πουν. Ενας από αυτούς είναι ο Δημήτρης Καπετανάκης (Αθήνα, 1953), ο οποίος το 2005 εξέδωσε τον Ιππότη της βαρύτητας, μια αστυνομική ιστορία με ήρωα έναν θεωρητικό φυσικό. Πολιτικός μηχανικός, απόφοιτος του ΕΜΠ, ο συγγραφέας είναι λάτρης των μαθηματικών και της φυσικής κι αυτό περνάει και στο πρόσφατο μυθιστόρημά του, το Ας πέσουμε, όπου φανερώνει επίσης την αγάπη του στον Εντγκαρ Αλαν Πόου, τον εισηγητή της αστυνομικής λογοτεχνίας. Θυμίζουμε πως στο εμβληματικό διήγημα Τα εγκλήματα της οδού Μοργκ ο Πόου ισχυρίζεται πως η ικανότητα ανάλυσης ενός ανθρώπου μπορεί να ενισχυθεί με τη μελέτη των μαθηματικών, ενώ μιλάει και για τις δυνατότητες του σκακιστή. Το σκάκι απαιτεί «γνώση, εμπειρία και πολλή εξάσκηση» λέει ο Αγις Πλατής, επαγγελματίας σκακιστής, ο αφηγητής του μυθιστορήματος του Καπετανάκη.

Στηριγμένος στις αναλυτικές ικανότητές του, ο Πλατής αναλαμβάνει να εξιχνιάσει διάφορα δραματικά που συμβαίνουν στην Υδρα, όπου κάνει διακοπές με τη σύντροφό του, τη Ρωξάνη Ρήγα, ψυχολόγο και profiler της Αστυνομίας: την εξαφάνιση δύο εφήβων, μια πυρκαγιά στη θαλαμηγό ενός επιχειρηματία, τους θανάτους τεσσάρων ανθρώπων στο κλειδωμένο σαλόνι μιας βίλας. Φαινομενικά οι εγκληματικές πράξεις γίνονται άνευ λόγου. Ισως κάποιος τιμωρός προσπαθεί να συνετίσει εκείνους που αρέσκονται να επιδεικνύουν τον πλούτο τους στο νησί, στη χώρα μας όμως δεν ευδοκιμούν οι κατά συρροήν δολοφόνοι. Οι ύποπτοι είναι πολλοί: επιχειρηματίες, ξένοι καλλιτέχνες, μοιραίες γυναίκες, καφενόβιοι μπον βιβέρ, αλλοδαποί μαφιόζοι. Αφού βυθίζεται στα βαθιά νερά της ανθρώπινης παράνοιας, στις διαστροφές, στα νεοπλουτίστικα καμώματα των μονίμων κατοίκων και των παραθεριστών, στα παιχνίδια χρήματος και εξουσίας, ο Πλατής ως άλλος Αύγουστος Ντιπέν (ήρωας του Πόου) ή ως Ηρακλής Πουαρό (ήρωας της Αγκαθα Κρίστι) επιλύει όλα τα αινίγματα.
Αυτό που ξεχωρίζει το Ας πέσουμε από άλλα παρεμφερή μυθιστορήματα δεν είναι η ξενάγηση του αναγνώστη στις γνωστές και άγνωστες τοποθεσίες της Υδρας ούτε η μύησή του στα καλοκαιρινά χάπενινγκ και θεατρικά δρώμενα, λ.χ. στα Μιαούλεια –η κρίση που ταλανίζει την Ελλάδα εδώ και χρόνια μόλις αχνοφαίνεται. Είναι το περιπαικτικό ύφος του συγγραφέα, η απροκάλυπτη λαγνεία των πρωταγωνιστών του, η αθυροστομία τους, είναι κυρίως το κίνητρο του εμπρησμού και των δολοφονιών που δεν συνδέεται με το πάθος, το μίσος, το συμφέρον, την εκδίκηση. Αποτίοντας φόρο τιμής στον Αϊνστάιν, ο Καπετανάκης μιλάει για «ένα θηριώδες λογισμικό», για έναν «ανιχνευτή» που μπορεί να αλλάξει τη μοίρα του πλανήτη, για δράστες που επιδιώκουν να «ενοχλήσουν το Σύμπαν», να ταράξουν τον εφησυχασμό των ευπόρων και να τιμωρήσουν εκείνους που απειλούν τα όνειρά τους. Το σημαντικότερο: τοποθετεί στη θέση του ενόχου, ή των ενόχων, άτομα υπεράνω υποψίας με σκακιστικές δεινότητες. Και σε αυτό το σημείο πρωτοτυπεί απολύτως.
Θυμίζουμε, τέλος, πως ο Γιάννης Μαρής (εφέτος είναι η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννησή του) έχει γράψει τη νουβέλα Εγκλημα στην Υδρα με θέμα μπερδεμένες ερωτικές σχέσεις και μια αδελφοκτονία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ