Γιάννης Καλπούζος
Σέρρα – Η ψυχή του Πόντου
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2016,
σελ. 640, τιμή 18,80 ευρώ

Μεσοβδόμαδα, με συντονισμένες αναρτήσεις σε Facebook και Twitter, ο Γιάννης Καλπούζος ενημέρωνε τους αναγνώστες του για τους επόμενους σταθμούς της περιοδείας του στη Μακεδονία. Τούτη την εποχή ο 56χρονος αρτινός συγγραφέας βρίσκεται σε διαρκή κίνηση ώστε να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο σε όσο το δυνατόν περισσότερες γωνιές της Ελλάδας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός το νέο του μυθιστόρημα Σέρρα –Η ψυχή του Πόντου. Ο τίτλος παραπέμπει σ’ έναν πολεμικό χορό των Ποντίων που έλκει την καταγωγή του από τον πυρρίχιο των αρχαίων Ελλήνων. «Τα κριθάρια θερίστηκαν, απομένουν τα σιτάρια» λέει ένας χαιρέκακος σαρικοφόρος Λαζός στην Τραπεζούντα λίγο μετά τον βίαιο εκτοπισμό των Αρμενίων τον Ιούνιο του 1915. Από τα γεγονότα αυτά εκκινεί ο συγγραφέας και, με πρωταγωνιστή τον καλόβολο Γαληνό Φιλονίδη που σαρώνεται από την Ιστορία αλλά επιβιώνει, αφηγείται την αιματοβαμμένη περιπέτεια του Ποντιακού Ελληνισμού στον περασμένο αιώνα, παρακολουθώντας τον μέσα από τους διωγμούς που υπέστη, από τους Νεότουρκους ως το σταλινικό καθεστώς της Σοβιετικής Ενωσης.

Πότε και πώς προέκυψε ο Ελληνισμός του Πόντου ως μυθιστορηματικό υλικό;
«Γνωρίζοντας η αδελφή μου το ενδιαφέρον μου για τον Ελληνισμό στις γεωγραφικές του εσχατιές, με έφερε σε επαφή με πόντιους πρόσφυγες από το χωριό Βίγλα της Αρτας. Αυτό ήταν το πρώτο φιτίλι, το 2012. Οι άκρως ενδιαφέρουσες συζητήσεις και οι μαρτυρίες που κατέγραψα πυροδότησαν κατ’ αρχάς το ενδιαφέρον μου και άρχισα να μελετώ την ιστορία, την ανθρωπογεωγραφία και την τοπιογραφία του Πόντου. Συνάμα άρχισα να διερευνώ αν μπορούσε να χτισθεί πάνω σε αυτό το υπόστρωμα μια ελκυστική μυθοπλασία και αν θα έβρισκα μέσω αυτής τα ερεθίσματα ώστε να μεταβολίσω τις ιστορικές διαδρομές σε λογοτεχνία. Ετσι κατάφερα να ξεκλειδώσω το θησαυροφυλάκιο του ποντιακού Ελληνισμού και να ανάψει η πυρκαγιά που ακολούθησε βυθίζοντάς με στα πιο σκοτεινά πηγάδια της ιστορίας του Πόντου και υψώνοντας εμπρός μου τα πανανθρώπινα ζητήματα που πραγματεύεται το βιβλίο».
Προηγήθηκε έρευνα της συγγραφής; Σας δυσκόλεψε κάτι αυτή τη φορά ή σας εξέπληξε κάτι με διαφορετικό τρόπο;
«Μελέτησα ό,τι μπορούσε να αναπλάσει μέσα μου εκείνη την περίοδο. Τους περιηγητές που περιδιάβηκαν την περιοχή του Πόντου, δεκάδες λαογραφικά βιβλία, πάμπολλες μαρτυρίες όσων έζησαν τότε ή κατέγραψαν τις μνήμες τους οι απόγονοί τους, βιβλία για την αρχιτεκτονική, την εκπαίδευση, τη γεωγραφία, το αντάρτικο, πλήθος φωτογραφιών, τραγούδια, επιστολές, εφημερίδες της εποχής. Τα αμιγώς ιστορικά στοιχεία ήταν το ευκολότερο τμήμα της έρευνάς μου. Η δυσκολία όταν ανατρέχει κανείς σε αλλοτινούς καιρούς είναι να αντλήσει στοιχεία για την καθημερινότητα, τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές, τις συνθήκες ζωής, τη διασκέδαση, τα ήθη, τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων και τόσα άλλα, με στόχο αφενός να βιώσει παραστατικά ο αναγνώστης όσα διαδραματίζονται και αφετέρου να κρίνει με βάση τα μέτρα και τα σταθμά που ίσχυαν τότε και όχι με τον τρόπο που σκεπτόμαστε σήμερα. Οι εκπλήξεις ήταν αλλεπάλληλες, όπως συμβαίνει και στις σελίδες του μυθιστορήματος, με εντονότερη το μέγεθος της αγριότητας που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος».
Το είδος των βιβλίων που γράφετε έχει μιαν αξιοσημείωτη απήχηση. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν έχετε κάποια «θεωρία» για το «ιστορικό μυθιστόρημα». Θέλετε, λ.χ., να σταθείτε στον αντίποδα της λεγόμενης επίσημης Ιστορίας;
«Σε όλα μου τα βιβλία, όπως και σε αυτό, ακολουθώ την πολυεπίπεδη γραφή. Ωσάν να χτίζω έναν ουρανοξύστη, αφήνοντας στον αναγνώστη την επιλογή να ανεβεί σε όποιο πάτωμα επιθυμεί και εφόσον, βεβαίως, δύναται να το πράξει. Κατά παραπλήσιο τρόπο ήταν πολλαπλοί και οι στόχοι μου γράφοντας το «Σέρρα». Κατ’ αρχάς με ελκύει το παρελθόν και οι ζωές των απλών ανθρώπων, γιατί είμαι πεπεισμένος ότι εμπεριέχουν με έναν τρόπο το σήμερα και το αύριο, διδάσκουν και παραδειγματίζουν. Πρέπει όμως να μπει κανείς βαθιά μέσα τους και να μην ανιχνεύει μονάχα τη σκόνη της Ιστορίας. Παράλληλα με ενδιέφερε να μαθευτεί από το πλατύ κοινό και διά της μυθιστοριογραφίας η ιστορία του Πόντου και των Ποντίων και να φανεί ξεκάθαρα ότι τότε συντελέστηκε γενοκτονία. Σαφώς και στέκομαι στον αντίποδα της παραχαραγμένης Ιστορίας και θέλω να προσφέρω στον αναγνώστη όλα εκείνα τα στοιχεία για μια διαφορετική αποτίμηση των ιστορικών περιπετειών. Αλλωστε η πρόσληψη του κόσμου, είτε σε τρέχοντα χρόνο είτε σε παρελθόντα, δεν παύει να διηθείται μέσα από την ατομική γνώση, την οξυδέρκεια και τα συναισθήματα, μα και την ατομική και συλλογική μνήμη, η οποία διαμορφώνεται ποικιλοτρόπως».
Δηλαδή;
«Γράφω για το σήμερα πατώντας στο χθες, κατέχοντας ό,τι κάθε πατημασιά του παρελθόντος έχει διαμορφώσει, λιγότερο ή περισσότερο κατά περίπτωση, και συνεχίζει να διαμορφώνει και να επεμβαίνει, συνειδητά ή ασυνείδητα, για τον καθένα το παρόν και το μέλλον. Ενίοτε γράφω και με το πνεύμα της ρήσης του Πλάτωνα: «Κερδισμένος βγαίνει ο εξαπατώμενος». Μέσα, δηλαδή, από μια μυθοπλασία και από φλέγοντα ιστορικά ζητήματα που ελκύουν τον αναγνώστη επιθυμώ να επεκταθώ και σε θέματα ανοιχτά ως σήμερα, αλλά και σε όσα απασχολούν διαχρονικά τον άνθρωπο και καθορίζουν διάφορες εκφάνσεις της ζωής, του ψυχισμού, νοοτροπίες και συμπεριφορές. Σαφέστατα και δεν υπάρχουν λ.χ. οι «καλοί» Ελληνες και οι «κακοί» Τούρκοι. Η ρίζα του Κακού βυθίζεται και εξαπλώνεται προς πάσα κατεύθυνση και δεν λείπει από καμία φυλή. Εκείνο που διερευνώ είναι πώς αναφύεται, τι το θεριεύει και πώς μπορεί να περιοριστεί. Τι μπορεί να ορθώσει το άτομο ή μια κοινωνία απέναντι στο Κακό και σε όσους εμφορούνται από τυφλό μίσος. Η δική μου πρόταση είναι μονόδρομος, μόνο μέσα από την εσωτερική, ατομική καλλιέργεια».
Εχω την αίσθηση ότι σας προβληματίζει πολύ η γλώσσα… Φαίνεται, πώς να το πω, εμπροθέτως «παλαιική»…
«Επιδιώκω η ίδια η γλώσσα να αναχθεί σε αυτόνομη τέχνη μέσα από οποιοδήποτε κείμενό μου. Ζυμώνω τον λογοτεχνικό μου λόγο με λέξεις ή και ολόκληρες φράσεις που χάθηκαν στο διάβα του χρόνου και απαξιώθηκαν στη σύγχρονη εποχή ή αντικαταστάθηκαν από πλήθος ξενόφερτων ή τα Greeklish φτωχαίνοντας τη γλώσσα μας. Προσωπικά χρησιμοποιώ και στον προφορικό μου λόγο πολλές λέξεις που φαντάζουν παλιές, όμως τις μιλούσαμε μόλις πριν από λίγες δεκαετίες. Η γλώσσα του «Σέρρα» προσεγγίζει τη ρωμαίικη γλώσσα της εποχής, παρότι δεν χρησιμοποιώ την ποντιακή διάλεκτο. Στόχος μου είναι να βοηθήσει στη μεταφορά του αναγνώστη σε εκείνα τα χρόνια και σε όσα διαδραματίζονται ώστε όλα να γίνουν πιο οικεία, να έρθουν πιο κοντά και να τα βιώσει με τη δύναμη που προσφέρει ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας, η οποία δεν διαχωρίζεται σε παλιά και καινούργια. Αποτελεί έναν από τους βασικούς σηματωρούς της ύπαρξής μας ως έθνους και ατόμων και οφείλουμε να τον διαφυλάξουμε».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ