Μανόλης Γ. Σέργης
Αστική λαογραφία.

Αναπαραστάσεις της Αθήνας
(1880-1896) στο συγγραφικό
έργο του Μιχαήλ Μητσάκη:
Χώρος, κοινωνία, πολιτισμοί, ταυτότητες
Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα, 2016

«Τρελλούτσικος, μύωψ και αδύνατος, πολλά υπέφερα μικρός από τους συνομηλίκους μου…» λέει με πικρία για τον εαυτό του ο Μιχαήλ Μητσάκης και στο Ιδιαίτερο σημειωματάριό του αφήνει σπαρακτική κραυγή: «Ανθρωποι, χριστιανοί, αδελφοί, δεν γνωρίζετε να μου υποδείξετε κανένα θηριοδαμαστήν δι’ αυτά τα δύο αγρίμια, αυτόν τον πάνθηρα και αυτήν την τίγριν, άτινα φέρω εντός μου, κατασπαράσσοντα την σάρκαν μου –τον Εγκέφαλόν μου και την Καρδίαν μου;».

Δύσκολα παιδικά χρόνια, ημιτελείς σπουδές στη Νομική, δημοσιογραφία, απουσία ερωτικού συντρόφου, άσχημα οικονομικά, αποτυχημένες εκδοτικές προσπάθειες, κακόβουλα σχόλια και ψυχική ασθένεια στο τέλος είναι με δυο λόγια η ζωή του Μιχαήλ Μητσάκη. Παρά τις αντιξοότητες, όμως, ο συγγραφέας άφησε ένα μοναδικό, πολύ σπουδαίο λογοτεχνικό έργο.
Ο Μητσάκης, ένας flâneur στην Αθήνα, στοχάζεται και ερμηνεύει τα ασύνδετα και διακεκομμένα ράκη των συνομιλιών, είναι ψυχογράφος των ανθρώπινων παθών και με όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση συλλαμβάνει εικόνες, ακούσματα, οσμές, γεύσεις, χειρονομίες, σημειώνει ο μελετητής του Μανόλης Σέργης, ο οποίος έχει επιμεληθεί και τους δύο τόμους με το έργο του Μητσάκη (εκδ. Ιδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2007).
Η λογοτεχνική μαρτυρία ξεπερνά την ιστορούμενη δράση και το βλέμμα του δημιουργού συλλαμβάνει κρυμμένα νοήματα και σημασίες που μας αφορούν όλους. Προφανώς αυτό το γνωρίζει ο συγγραφέας, όπως γνωρίζει επίσης ότι η επιστήμη του, η λαογραφία, έχει πολύ στενή σχέση με τη λογοτεχνία. Η σπουδαία λογοτεχνία, όπως αυτή του Μητσάκη, μέσα στο ειδικό απεικονίζει το γενικό, έχει μιαν εποπτεία των ανθρωπίνων και αυτό είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό που έχει με τη λαογραφία. Μια επιστήμη που δεν ήταν ποτέ θετικιστική και πάντα μελετούσε συνολικά τον άνθρωπο εντός της ομάδας και σε όλες τις εκφάνσεις του βίου του. Γι’ αυτό και ο λαογράφος Σέργης επιλέγει για οδηγό του τον Μ. Μητσάκη προκειμένου να διερευνήσει την πολιτική, την κοινωνία, την τέχνη, τη γλώσσα στην Αθήνα του 1880-1896 θυμίζοντάς μας ότι τα ήθη των πόλεων τα απεικόνισαν κριτικά πρώτα οι μυθιστοριογράφοι. Οι κοινωνιολόγοι της πόλης ήρθαν αργότερα…
Το λογοτεχνικό έργο του Μιχαήλ Μητσάκη δίνει εικόνες ζωής της Αθήνας του τέλους του 19ου αιώνα με τους 120.000 ανθρώπους. Μια πόλη, όπως γράφει ο Σέργης, ποικιλόμορφη που έχει συστήσει ένα δικό της υβριδικό πρότυπο αστικής ζωής: η τοπική παράδοση σμίγει με την εξ Εσπερίας και οι άνθρωποι πορεύονται με κάποια αμφιθυμία, άλλοτε επιμένοντας σε ό,τι ως τότε ήξεραν και άλλοτε υιοθετώντας τα νέα, μοντέρνα πρότυπα. Και ο Μητσάκης, στο παλίμψηστο μιας πόλης υπό κατακρήμνιση και υπό κατασκευή, κοσμοπολίτης και ελληνοκεντρικός ταυτόχρονα, είναι μια προσωπικότητα ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ανάμεσα στο πριν και στο μετά.
Στο βιβλίο γίνονται αναφορές στο ιστορικό παρελθόν της Αθήνας, ενώ η εποχή 1880-1896 παρουσιάζεται μέσα από έναν συνεχή διάλογο μεταξύ θεωρίας και δεδομένων που αντλούνται από το έργο του λογοτέχνη. Οι δρόμοι, οι πλατείες, η συνοικία του Ψυρρή, η Νεάπολη, η πλατεία Ομονοίας, το Κολωνάκι, το Σύνταγμα, η Ερμού, όπου σμίγουν παράδοση και νεωτερικότητα (η βυζαντινή Καπνικαρέα και ο εμπορικός δρόμος), η Αιόλου, οι ταβέρνες, το καφενείο στη Δεξαμενή, το καφέ Αμάν, η Πλάκα, αλλά και τα αντικείμενα στους ιδιωτικούς χώρους γίνονται «κείμενα της μνήμης» και «κείμενα της νυν πόλης» για τον Μητσάκη και έχουν αποτυπωμένες πάνω τους τις βίαιες αλλαγές που επιφέρουν τα νέα ήθη, σχολιάζει ο μελετητής του.
Τα ανθρώπινα πάθη, η ζωή της ημέρας και η ζωή της νύχτας, τα νεοελληνικά ήθη στο «γένος των πιθήκων» που επιλέγουν να διαμορφώσουν νέα ταυτότητα βασισμένη σε αναφομοίωτα ξενικά πολιτισμικά δάνεια, η ενδυμασία, η επιδεικτική κατανάλωση περιγράφονται από τον Μητσάκη, τονίζει ο Σέργης, παραθέτοντας ένα χαρακτηριστικό μέρος από το έργο του: «…τελεία γυνή και κόρη θεωρείται (…) είδος τι ποικιλοχρόου, κροσσοφόρου, συνεσφιγμένου, γαντωμένου, δαντελλοκοσμήτου, τουρνουροστολίστου πτηνού, ψιττακίζοντος ολίγα γαλλικά, περιερχομένου τας οδούς και τας πλατείας, γνωρίζοντος να πλαταγίζει τους δακτύλους του συνθηματικώς και απαισίως επάνω εις τα κόκκαλα του πιάνου, ως ιδανικός ζωής έχοντος να συχνάζη εις τα θεάματα και να καταβαίνη εις το Φάληρον, ως μόνην σκέψιν να βλέπη και να βλέπεται, έχοντος τόσον μυαλόν όσον ένα πετεινάρι, τόσας γνώσεις όσας μία γαλιάνδρα, τόσον πνεύμα όσον μία σιταρήθρα…».
Η μίμηση των συνηθειών των πλουσίων αποκτά κυρίαρχη σημασία για τους δευτεροταξίτες και το πιάνο των νεαρών αστών δεσποινίδων παλεύει με τα δημοτικά και τα λαϊκά του καφενείου, ενώ ήχοι βάναυσοι διαταράσσουν τις άλλοτε ήσυχες γειτονιές.
«Από την ανθρωπογεωγραφία του Μητσάκη δεν λείπουν τα παιδιά των δρόμων» γράφει ο Σέργης: αλαλάζοντες αγυιόπαιδες, μπακαλόπαιδες, χαμίνια που η άρχουσα τάξη θέλει να περιορίσει, άνθρωποι του περιθωρίου και οι άλλοτε ολιγαρκείς άνθρωποι της υπαίθρου που γίνονται βουλιμικοί για χρήματα. Στο έργο του εμφανίζονται υπηρέτριες, κοπέλες που από τα 12 αφήνουν τον γενέθλιο τόπο για να δουλέψουν ως υπηρέτριες (δούλες), κουτσαβάκηδες, ομοφυλόφιλοι, πόρνες, ξένοι, ψυχικά ασθενείς που πραγματεύονται με σκληρούς όρους τη συνύπαρξη με τη «σώφρονα» κοινωνία και τους κανόνες της, πλανόδιοι μουσικοί, γύφτοι με τις αρκούδες…
Στην Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα τα πάντα γίνονται θέαμα –ακόμη και ο θάνατος –και οι άνθρωποί της γίνονται θεατές που διασκεδάζουν με τη δυστυχία και τον βασανισμό ανθρώπων και ζώων. Ο ευαίσθητος λογοτέχνης θλίβεται με τη σκληρότητα των ανθρώπων απέναντι στα ζώα και ο μελετητής του διακρίνει ότι αποδίδει σ’ αυτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά και μια ενορατική δύναμη που τους επιτρέπει να επικοινωνούν με το υπερφυσικό.
Ο συγγραφέας σε κάθε κεφάλαιο συγκρίνει τα ήθη της σημερινής Αθήνας με εκείνα της Αθήνας του Μητσάκη, ενώ παραθέτει και τη λαογραφία της υπαίθρου που αναδύεται από τις ταξιδιωτικές εμπειρίες του λογοτέχνη.
Ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο σπουδαίος λογοτέχνης, ο θλιμμένος μοναχικός περιπατητής της πόλης που εναγωνίως αναζητεί αγάπη και κατανόηση, γίνεται το έναυσμα για τη μελέτη του Μανόλη Σέργη, που διαβάζει πίσω από τις λέξεις και ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου προκειμένου να ερμηνεύσει νοήματα και σημασίες και να αναδείξει τα φανερά και τα λανθάνοντα μηνύματα του λογοτέχνη. Στην εξαιρετική αυτή μελέτη συμβάλλει και το ιδιαίτερο ύφος του συγγραφέα, στο οποίο διαφαίνεται η συνύπαρξη του ευαίσθητου αναγνώστη της λογοτεχνίας με τον αυστηρό μελετητή της αστικής λαογραφίας.
Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ