Γιώργος Γκόζης
Γκουανό
Πόλις, 2016,
σελ. 80, τιμή 11 ευρώ

Πέντε γλαφυροί μονόλογοι σε σκυταλοδρομία. Πέντε πρόσωπα ανιστορούν τη δύσκολη ζήση τους (ορφάνια, ένδεια, κακουχίες, βιοπάλη) και δένουν τη μοίρα τους καθώς το μπαλάκι της αφήγησης ρίχνεται από τον έναν στον άλλον και κάνει κύκλους φανερώνοντας οικογενειακές ή φιλικές σχέσεις, θυλακωμένες στα φαρδομάνικα της Ιστορίας. Μιλούν εναλλάξ μια γυναίκα και κατόπιν ο άνδρας της, η Κατερίνα και ο καρβουνιάρης Γκόγκος, ζευγάρι από τη Νέβεσκα της Φλώρινας που από το ορεινό χωριό βρίσκεται τώρα στην Αθήνα· εκτός από τις ιστορίες τους, φιλεύουν τον επισκέπτη τους πέτουρα και ξινόμαυρο κρασί από τα μέρη τους. Στη συνέχεια, ο λόγος περνά στη Σταυρούλα που τρατάρει τον αναθρεφτό της (στα χέρια της έχει μεγαλώσει) κριθαρένιο καφέ, όπως τον συνήθιζαν παλιά, και η ιστορία της μας μεταφέρει από το μακεδονίτικο στο θεσσαλικό τοπίο, στα δικά της μέρη. Ο τσαγκάρης Κοσμάς, ο καππαδόκης άνδρας της, φερμένος εδώ με την ανταλλαγή πληθυσμών μετά το ’22, συμπληρώνει με τις εξομολογήσεις του το γαϊτανάκι των ζώντων ομιλητών· γιατί υπάρχει και μια πέμπτη φωνή που ακούγεται από το επέκεινα, η νεκρή Ασπασία, πρώτη γυναίκα του Κοσμά και μητέρα των παιδιών του: «μιλά» στο αγόρι της από το θυμητάρι μιας φωτογραφίας και εξιστορεί τα δικά της βάσανα, ορφανοπαίδι και από τους δυο γονείς, ξεριζωμένη από την Ανατολική Ρωμυλία.

Η προσφυγιά


Η αρθρωτή αυτή νουβέλα του Γκόζη θίγει για άλλη μια φορά το διαχρονικό θέμα της προσφυγιάς, του ξεριζωμού και της αναταυτοποίησης, της ανασυγκρότησης μιας ρημαγμένης ζωής σε νέους τόπους. Οι χαμένες γενέτειρες, από τη Δυτική Μακεδονία και τη θεσσαλική Ελασσόνα έως την Ανατολική Θράκη και την Καισάρεια της Ανατολίας, ρίχνουν τον ίσκιο τους στις πέντε αφηγήσεις: μεταξύ μνήμης και λήθης πια, τοπία φρυγμένα και αφανισμένα από τους πολέμους, μέσα στην καταχνιά και στην αιθάλη, σπιτικά διαλυμένα, ανέχειες, πένθη, κακοτυχίες στριμώχνουν και αλαφιάζουν τους ανθρώπους, τους αποξενώνουν από τις εστίες τους· και, από την άλλη, φιλτραρισμένα από τη γάζα του χρόνου, τα ίδια τοπία προβάλλουν οικεία στη μνήμη, εξανθρωπισμένα, κατοικημένα από αδέλφια, γονείς, φίλους, σε ένα παρελθόν όπου σπίθιζε ακόμη η αγάπη και η ελπίδα, πριν το κακό. Οι δύο εικόνες σε επιτύπωση, η μια πάνω στην άλλη, δίνουν την αίσθηση μιας «πατρίδας» καμωμένης από τα ελάχιστα, δυο πλατάνια, μια πλατεία, λίγα πετρόχτιστα σπίτια, χώματα γνώριμα και ένα μισοξεχασμένο πατρικό ή μητρικό χάδι· πατρίδα είναι ο εμψυχωμένος τόπος, η χλωρή μνήμη των πρώτων χρόνων.
Ο αθέατος και βωβός ακροατής των πέντε ιστοριών μοιάζει να ψάχνει μέσα σ’ αυτές τη δική του αυτογνωσία, περνώντας σαν τη σαΐτα του αργαλειού από τη μια στην άλλη αφήγηση, υφαίνοντας το πέπλο που τις περιβάλλει και τον κλείνει προστατευτικά και τον ίδιο μέσα σαν οικείο κουκούλι. Είναι σαφές ότι πρόκειται για σχέσεις άκρας οικειότητας και συγγένειας: όλες αυτές οι ακρωτηριασμένες και ζορισμένες ζωές συναπαντήθηκαν με κάποιον τρόπο, κόντρα στον θυμό και την ανεμοζάλη της Ιστορίας, μοιράστηκαν την τύχη και την ατυχία τους και έφτιαξαν από το πουθενά ένα ευρύτερο σόι. Ο παράμερος αποδέκτης των ιστοριών, που δεν κατονομάζεται μήτε παρεμβαίνει με άμεσο τρόπο στις αφηγήσεις, είναι, ωστόσο, ένα αφανές κέντρο της νουβέλας, είναι το κίνητρο για να ανοίξουν τα στόματα, το ένα μετά το άλλο, να ξετυλίξουν το κουβάρι του χρόνου και να μιλήσουν για τη φύτρα τους. Αυτός που στο βιβλίο σωπαίνει και προς τον οποίον όλοι απευθύνονται είναι σαν να τους γνέφει για να ξεκινήσουν. Θα αρμολογήσει τα λεγόμενα, θα επιχειρήσει να νοηματοδοτήσει τα κενά και τα παραλειπόμενα, να βρει το κρυφό χνάρι πίσω από τις διαδρομές και τα πεπραγμένα. «Μα σε καταλαβαίνω κι ας μη ξέρω γράμματα (του λέει η Κατερίνα-Λίνα). Θέλεις να κατέχεις τις λέξεις. Να τις λύνεις και να τις δένεις. Να τις κάνεις κομμάτια και να τις συναρμολογείς ξανά, αλλά με άλλο τρόπο. Να τους δίνεις νέο νόημα. Να τις κρατάς εσύ από το χαλινάρι, όπως οι άντρες του τόπου μας το άλογο από τα γκέμια. […] Καλά όλα αυτά, δε λέω, αλλά βάλε κι άλλη ζάχαρη στα πέτουρα, σηκώνουν».

Ενα κεράκι


Σε συνέντευξή του ο συγγραφέας διευκρινίζει: «Το Γκουανό είναι ένα κεράκι στη μνήμη των δικών μου προγόνων, αλλά και ένα κεράκι στη συλλογική μας μνήμη, σε εκείνη των παππούδων και των γιαγιάδων μας και του βιβλίου της ζωής τους». Κείμενα που αφήνουν εκείνες τις γενιές να μιλήσουν, επέχουν θέση προφορικής μαρτυρίας, για τούτο και κρατούν την αυθορμησία και την αφτιασίδωτη όψη της καθημερινής ομιλίας, τονισμένης μάλιστα από ιδιωματικά στοιχεία: το μακεδονίτικο ζευγάρι είναι βλάχικης καταγωγής, η Σταυρούλα έχει κατεβεί από μικρή στην Αθήνα, «δουλάκι» στο σπίτι του μαυραγορίτη θείου, αλλά δεν ξεχνά ποτέ το χωριό της στον Ολυμπο, και ο Κοσμάς από το Ιντζέ Σου της Καππαδοκίας ομολογεί ότι ελληνικά δεν ήξερε στον τόπο του, ανήκε στους τουρκόφωνους χριστιανούς, τους λεγόμενους καραμανλήδες, και εξελλήνισε εδώ το επίθετό του από Σεκερίογλου σε Νικολαΐδης για να μην ακούγεται τούρκικο («Αυτό πολύ με κακοφαινόταν πάντως. Από την Τουρκία μας έδιωξαν γιατί ήμασταν Ελληνες. Στην Ελλάδα Τούρκους μας είπανε. Πού; Στην πατρίδα μας! Που γι’ αυτήν όλα τα χάσαμε! Τα πάντα! Ο,τι είχαμε και δεν είχαμε»). Ο μονόλογος με τα πιο στρωτά ελληνικά είναι της νεκρής μάνας από την Τυρολόη της Ανατολικής Ρωμυλίας που μιλά στο αγόρι της: θαρρείς και ο θάνατος αποχρωμάτισε κάθε ντόπιο στόλισμα του λόγου και ακούγεται μια καθαρή, ευκρινής ομιλία, η «κοινή» του άλλου κόσμου.
Σε όλους τους μονολόγους πάντως ακούγεται και ξανακούγεται σαν φτυσιά μια λέξη: «γκουανό». Στο πρόσθετο καταληκτικό τετρασέλιδο του βιβλίου εξηγείται ο όρος: το ακάθαρτο μείγμα περιττωμάτων και πτωμάτων πουλιών σε αποσύνθεση είτε, ειδικότερα, τα περιττώματα των νυχτερίδων που αφθονούν στα σπήλαια· πρόκειται για το αρχαιότερο οργανικό λίπασμα του κόσμου, λίαν ευεργετικό στις καλλιέργειες, αλλά και επικίνδυνα τοξικό σε περίπτωση υπερδοσολογίας. Eναέρια κοπριά, λοιπόν, αυτοχαρακτηρίζονται οι ομιλητές μας –εφήμερα περιττώματα που στο ανεμόπτερο διάβα τους σκορπίζονται πότε εδώ και πότε εκεί, κατά τις βουλές της Ιστορίας. Η διευρυμένη και μεταφορική χρήση του όρου που γίνεται στο τελικό κεφάλαιο (από τον άδηλο συνομιλητή των πέντε σκηνικών προσώπων, εικάζουμε, ή από τον συγγραφέα που, ίσως, ταυτίζεται μαζί του) επιτρέπει να προεκτείνουμε τη δράση των «γκουανόβιων οργανισμών» στην επικαιρότητά μας. Οι εγκυκλοπαίδειες (λήμμα «γκουανό» ή «γουάνο») κάνουν λόγο για ελάχιστες πια, εναπομείνασες «γουανοφόρους νήσους», όγκους σωρευμένου γκουανό. Ας μας βάλει σε σκέψη η εικόνα: ο τόπος μας ένα τεράστιο γκουανοφόρο κοίτασμα αυξημένης πια τοξικότητας. Ιδιόμορφη πατριδογνωσία ενός νέου και ταλαντούχου πεζογράφου που έκανε αίσθηση και με το προηγούμενο βιβλίο του, Αφήστε με να ολοκληρώσω (2014).

Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ