Το 2016 έχει ανακηρυχθεί Ετος Αριστοτέλη από την UNESCO, με αφορμή τα 2.400 χρόνια από τη γέννηση του σταγειρίτη φιλοσόφου. Στην Ελλάδα πλεονάζει η περηφάνια για τους αρχαίους ημών προγόνους. Επικρατεί μια αρχαιολατρία που όμως δεν ταυτίζεται με την αρχαιογνωσία. Αν αφήσουμε κατά μέρος διάφορες προβληματικές όψεις της σχέσης μας με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, διαπιστώνουμε ότι υφίσταται ακόμη το φλέγον ζήτημα της ποιοτικής διαθεσιμότητας των αρχαίων κειμένων στη νεοελληνική γλώσσα.
Το 2008 ξεκίνησε (από τις εκδόσεις Νήσος) η έκδοση των Απάντων του Αριστοτέλη. Η ιδέα ανήκει στον Γεράσιμο Κουζέλη, καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και κατέστη εφικτή με την οικονομική στήριξη του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος». Το εγχείρημα, που προβλέπει την κυκλοφορία 21 τόμων –δίγλωσσες σχολιασμένες εκδόσεις με ενιαίο ερμηνευτικό υπομνηματισμό, οι οποίες δεν απευθύνονται μόνο στους ειδικούς αλλά σε κάθε ανήσυχο αναγνώστη –και ενός Αριστοτελικού λεξικού κατόπιν, άρχισε να υλοποιείται το 2011. Βασίστηκε στη συγκρότηση μιας ομάδας 25 μελετητών της αρχαίας φιλοσοφίας. Την επιστημονική διεύθυνση της σειράς έχουν αναλάβει ο Βασίλης Κάλφας (καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) και ο Παντελής Μπασάκος (ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου), με τους οποίους «Το Βήμα» συνομίλησε. «Ως σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 6 τόμοι (όχι κατά σειρά). Αλλοι 2-3 είναι σχεδόν έτοιμοι. Είμαστε κοντά, δηλαδή, στα μισά του δρόμου. Το σίγουρο είναι ότι αυτό δεν μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα πριν από 20-30 χρόνια λόγω έλλειψης του κρίσιμου ανθρώπινου δυναμικού. Διότι μόνο σ’ αυτή τη γενιά –και κυρίως με νεότερους συναδέλφους, εμείς οι δύο είμαστε μάλλον εξαιρέσεις –δημιουργήθηκε μια κοινότητα αριστοτελιστών στη χώρα, η οποία, περιλαμβάνοντας ανθρώπους που έχουν σπουδάσει και εξειδικευθεί στο εξωτερικό, συντονίζεται πλέον με τα διεθνή δεδομένα» σημείωσε ο Βασίλης Κάλφας.
Η ιδέα ήταν να λειτουργήσουν εξαρχής όλοι μαζί στο πλαίσιο «ενός διαρκούς σεμιναρίου», κάτι που ο Παντελής Μπασάκος χαρακτήρισε «ένα πρότυπο επιστημονικής εργασίας» επειδή «κανείς δεν ξέφυγε από πολύ αυστηρή (και συνεπώς γόνιμη) κριτική». Και, μιλώντας ευρύτερα, ο ίδιος υπογράμμισε: «Φιλοσοφία χωρίς την ιστορία της δεν γίνεται. Και σε καμία στιγμή αυτής της ιστορίας δεν απουσιάζει ο Αριστοτέλης. Και ο Πλάτων ασφαλώς. Το θέμα όμως είναι (για να μιλήσω κάπως καταχρηστικά) ότι ο Πλάτων είναι πιο «εύκολος» φιλόσοφος (και από γλωσσική άποψη) και υπάρχουν, επιπλέον, αρκετές αξιόλογες εργασίες γι’ αυτόν. Αλλά ο Αριστοτέλης είναι πιο «δύσκολος», ακόμη και οι γνώστες τον διαβάζουν με βοήθεια, ενώ, επιπροσθέτως, το έργο του είναι εξαιρετικά εκτεταμένο. Μετάφραση του Αριστοτέλη σημαίνει ερμηνεία (με βάση τη βιβλιογραφία). Εχοντας κακή εμπειρία από αρκετές ελληνικές μεταφράσεις (κάτι που αποδεικνύει ότι δεν έχουμε μια αυστηρά επιστημονική σχέση με τα κείμενα αλλά τα θεωρούμε ένα «δεδομένο οικόπεδο»), προτιμήσαμε να βασιστούμε σε ένα δοκιμασμένο σχήμα εκδόσεων που έχει θρέψει γενιές μελετητών και έχει λειτουργήσει (Loeb Classical Library, Les Belles Lettres κ.τ.λ.) σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Εμείς θέλουμε να μπορεί πλέον κανείς να παραπέμπει στα νεοελληνικά κείμενα, να γίνουν οι νέες αυτές μεταφράσεις σημεία αναφοράς».
Υπήρχε γενικότερα ένα σοβαρό πρόβλημα αξιοπιστίας ως τη Μεταπολίτευση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν μεμονωμένες σοβαρές εργασίες: η μετάφραση, λ.χ., της «Ποιητικής» από τους Σ. Μενάρδο – Ι. Συκουτρή και η μετάφραση του «Περί ψυχής» από τον Β. Τατάκη. «Σκοπός μας είναι το μεταφρασμένο νεοελληνικό κείμενο να στέκεται από μόνο του, να γίνεται κατανοητό από μόνο του. Προτάσσουμε την αυτονομία της νεοελληνικής γλώσσας (έχοντας δίπλα το αρχαίο κείμενο), ξεπερνώντας έτσι τις παγίδες που συνήθως αναδύονται (σκοπίμως ή όχι) στο πλαίσιο της λεγόμενης «ενδογλωσσικής μετάφρασης», όπου θεωρητικά έχουμε το πλεονέκτημα αλλά στην πράξη αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Οι νεοελληνικές μεταφράσεις που ήταν ως σήμερα διαθέσιμες ήταν από στοιχειωδώς αποδεκτές (ελάχιστες) ως πάρα πολύ κακές (οι περισσότερες). Σκεφθείτε μονάχα εκείνη την παράξενη αγορά της αρχαίας γραμματείας που πύκνωσε στη δεκαετία του 1990» συμπλήρωσε ο Βασίλης Κάλφας.
Αν κάποιος αξίζει να χαρακτηριστεί πρώιμος θεμελιωτής του επιστημονικού λόγου και της έρευνας, υπό την έννοια μιας συστηματικής οργάνωσης, αυτός είναι ο Αριστοτέλης. Ο Βασίλης Κάλφας κάνοντας λόγο ειδικότερα για τη διαχρονία και τη διαπολιτισμική επίδραση της αριστοτελικής φυσικής (η οποία συνιστά και τον κύριο όγκο του έργου του φιλοσόφου, τα 2/3 των γραπτών του) ανέφερε: «Η μεγάλη επιτυχία της οφείλεται στο ότι κατάφερε να εξηγήσει με επαρκή τρόπο όλα τα γνωστά φυσικά φαινόμενα, οφείλεται όμως και στο γεγονός ότι βρίσκεται πολύ κοντά στον κοινό νου: ο Αριστοτέλης έχει τη σπάνια ικανότητα να αξιοποιεί τις κοινές αντιλήψεις των ανθρώπων ενσωματώνοντάς τες σε συνεκτικό θεωρητικό πλαίσιο».
Ο Παντελής Μπασάκος, συνεχίζοντας τη συζήτηση για την πνευματική του κληρονομιά, τόνισε πως τον Αριστοτέλη «τον απασχολούσε η πληρότητα, η έλλογη οργάνωση των όσων συνέλεγε εκείνος (και οι μαθητές του). Για να ξέρει κανείς λ.χ. τι είναι καλύτερο για την πόλη έπρεπε να έχει συστηματική εποπτεία των πάντων. Αυτό έκανε ο Αριστοτέλης, έδωσε στον κοινό νου τις θεωρητικές προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να βλέπει τα πράγματα θεμελιωμένα». Εκτός αυτού, προσέθεσε ο ίδιος, «στα τέλη του 20ού αιώνα έχουμε τη ρητορική στροφή στη φιλοσοφία της γλώσσας (σκεφθείτε συγγραφείς όπως ο Κουέντιν Σκίνερ), κάτι που σημαίνει ότι ο βασικός τρόπος με τον οποίο καλούμαστε να κατανοήσουμε το Πολιτικό στον 21ο αιώνα δεν μπορεί να παραλείψει τη ρητορική. Δείτε λ.χ. τον τίτλο του πρόσφατου βιβλίου του Ερνέστο Λακλάου «Τα ρητορικά θεμέλια της κοινωνίας». Ακόμη κι αυτός δούλεψε με τους όρους ενός μοντέλου που είναι ουσιωδώς αριστοτελικό, στις ημέρες μας, τώρα δα, το «λογισμικό» είναι αριστοτελικό και λειτουργεί ακόμη, πράγμα απίθανο, όλο ζωντάνια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ