W. Somerset Maugham
Xονολουλού και άλλα διηγήματα
Μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου.
Εκδόσεις Αγρα, 2015,
σελ. 326, τιμή 17,50 ευρώ

Η παγκόσμια φήμη του Σόμερσετ Μομ οφείλεται κυρίως σε δύο μυθιστορήματά του: στην Ανθρώπινη δουλεία και στο Στην κόψη του ξυραφιού. Ιδιαίτερα το τελευταίο υπήρξε για χρόνια εξαιρετικά δημοφιλές και στη χώρα μας. Αλλά ο συγγραφέας αυτός, που είτε από υπερβολική σεμνότητα είτε για να κάνει εντύπωση έλεγε πως ανήκε στην πρώτη γραμμή των δευτέρας κατηγορίας συγγραφέων, δεν ήταν μόνο εξαίρετος μυθιστοριογράφος. Εγραψε και αρκετά θαυμάσια διηγήματα. Εννέα από τα σημαντικότερα εκδόθηκαν πρόσφατα σε έναν τόμο από την Αγρα.

Ανατολή και Δύση
Η Χονολουλού είναι το γνωστότερο, στον αγγλόφωνο κόσμο τουλάχιστον, διήγημα του τόμου, «όπου η Ανατολή συναντά τη Δύση». Δηλαδή στον πραγματικό κόσμο, τον δυτικό περίγυρο, εισβάλλουν οι δεισιδαιμονίες και τα πνεύματα, όπου το σύγχρονο συναντά το απροσμέτρητα παλιό γεννώντας το μυστήριο, την έκπληξη και τη γοητεία.
Οι υποθέσεις των υπόλοιπων διηγημάτων (εκτός από ένα) διαδραματίζονται στη Μαλαισία και στο Βόρνεο τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν η Βρετανική Αυτοκρατορία ήταν ακόμη πανίσχυρη αλλά ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της παρακμής της. Οι πρωταγωνιστές στις ιστορίες του Μομ δεν είναι ντόπιοι αλλά βρετανοί αξιωματούχοι που οι περιστάσεις τούς έφεραν στα μέρη αυτά, μέσα στην ομορφιά του τοπίου αλλά και στην πνιγηρή ατμόσφαιρα των Τροπικών. Κουβαλούν τις αντιφάσεις, τις εμμονές, τα τραύματα και το παρελθόν τους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν. Δεν είναι όμως τυπικοί εκπρόσωποι της αποικιοκρατίας. Ο καθένας έχει τον χαρακτήρα και την ιδιαιτερότητά του, που αναδύονται από την αφήγηση με τον πιο φυσικό τρόπο: ο ψευδοαριστοκράτης Ουόμπερτον στον Απομακρυσμένο σταθμό (κατά τη γνώμη μου το καλύτερο διήγημα της συλλογής, το οποίο διαθέτει τις αρετές και την πληρότητα ενός μυθιστορήματος πρώτης γραμμής). Ο υφιστάμενός του Κούπερ που χλευάζει τους τρόπους του Ουόμπερτον κι έχει κακό τέλος γιατί αδιαφορεί για τις συνήθειες και τη συμπεριφορά των ιθαγενών. Ο κύριος και η κυρία Καρτράιτ στα Χνάρια στη ζούγκλα που κουβαλούν για πολλά χρόνια το ένοχο μυστικό της δολοφονίας του πρώην συζύγου της κυρίας Καρτράιτ που είχαν διαπράξει από κοινού με τον κατοπινό της σύζυγο. Ο ευαίσθητος και ασθενικός Μάκιντος του ομώνυμου διηγήματος που υποφέρει από τον διοικητή του Ουόκερ, έναν πραγματιστή, πεισματάρη, άξεστο, αλαζόνα αλλά και παράξενα ευαίσθητο μεσήλικο που οι ιθαγενείς τον αγαπούν και τον φοβούνται ταυτοχρόνως.
Υπάρχουν βεβαίως και οι δευτεραγωνιστές (συνήθως ιθαγενείς που η παρουσία τους εξυπηρετεί απλώς τις ανάγκες της αφήγησης κι όμως η παρουσία τους είναι έντονη σε όλα τα διηγήματα). Κι αυτοί αποτελούν τον άλλο κόσμο (κυριολεκτικά αλλά κάποτε και μεταφορικά), τον οποίο οι αποικιοκράτες δυσκολεύονται να καταλάβουν.
Ο Μομ, ο οποίος υπήρξε και εξαιρετικά επιτυχημένος συγγραφέας θεατρικών έργων, ανήκει στους πεζογράφους που χειρίζονται άψογα τον διάλογο. Οι διάλογοί του έχουν απαράμιλλη φυσικότητα, αλλά και οι περιγραφές του είναι απολύτως ρεαλιστικές. Ομως και οι διάλογοι και οι περιγραφές έχουν ως μόνο στόχο να προωθήσουν την αφήγηση.
Στο τέλος κάθε διηγήματος ολοκληρώνεται ένα επεισόδιο και ταυτοχρόνως κλείνει ένας κύκλος ζωής. Το ότι ο Μομ το επιτυγχάνει στον περιορισμένο χώρο (αλλά και χρόνο) ενός διηγήματος είναι επίτευγμα που μόνο οι διηγηματογράφοι πρώτης γραμμής το έχουν καταφέρει.
Η επινοημένη πραγματικότητα


Διαβάζοντας τα διηγήματα του τόμου καταλαβαίνει κανείς γιατί ο Μομ υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους και πλέον ακριβοπληρωμένους συγγραφείς της εποχής του. Εγραφε για τους αναγνώστες και όχι για να «εκφραστεί», όπως λέμε. Οταν χρησιμοποιεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεν είναι ο ίδιος που αφηγείται αλλά η περσόνα του αφηγητή. Γράφει τις ιστορίες του σαν κάποιος που τις λέει στη συντροφιά του. Η πλοκή λοιπόν και η φυσική ροή είναι το παν. Οι χαρακτήρες έπονται. Το λέει άλλωστε ο ίδιος και στον πρόλογο που προτάσσεται στην ελληνική έκδοση. Σε ένα διήγημα δεν μπορεί κανείς να δώσει ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Απλώς θα πρέπει ο συγγραφέας, όπως το πράττει και ο ίδιος, να χρησιμοποιεί εκείνα τα στοιχεία που θα τους καταστήσουν αληθοφανείς.
Ιστορίες θέλουν να ακούν οι άνθρωποι και τώρα, όπως και πάντοτε, ιστορίες που να λέγονται ή να γράφονται με τέτοιον τρόπο ώστε να μοιάζουν αληθινές. Σαν να λέμε, για τον Μομ η φαντασία θα πρέπει να «ανακαλύπτει» την πραγματικότητα. Αλλά αυτή η επινοημένη πραγματικότητα θα δίνεται τόσο πειστικά ώστε να κινητοποιεί τη φαντασία του ακροατή ή του αναγνώστη. Και για να το επιτύχει ο συγγραφέας καταφεύγει συχνά –ή όπως ο Μομ κατά κανόνα –σε ένα απροσδόκητο τέλος. Με την έννοια αυτή δεν υπάρχει «ανοιχτή αφήγηση», δεν υπάρχει ιστορία χωρίς αρχή, μέση και τέλος.

Μοπασάν και Μπαλζάκ
Ο Μομ είναι συγγραφέας του 20ού αιώνα, όμως προέρχεται από την παράδοση του 19ου. Επί του προκειμένου, ακόμη κι αν δεν γνώριζε κανείς τον θαυμασμό που έτρεφε για έναν σπουδαίο διηγηματογράφο του 19ου αιώνα, τον Μοπασάν, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει την ευεργετική επίδραση του έργου του Γάλλου στο δικό του. Ο Μομ όμως δεν θήτευσε μόνο στον Μοπασάν αλλά και στον Μπαλζάκ. Η αδρότητα με την οποία περιγράφει τους χαρακτήρες του θυμίζει συχνά τον γίγαντα του γαλλικού ρεαλισμού. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την ελαφρά βρετανική του ψυχρότητα και τον επίσης ελαφρό αλλά ευδιάκριτο κυνισμό του για τα «ανθρώπινα», συνιστούν ουσιαστικά γνωρίσματα του ύφους του.
Οι νεότεροι αναγνώστες διαβάζοντας τα διηγήματα του Μομ δεν θα «ανακαλύψουν» απλώς μια εποχή, έναν κόσμο που έφυγε ανεπιστρεπτί και τα ίχνη μιας αυτοκρατορίας που είχε αρχίσει να δύει. Οι εποχές διαφέρουν, όμως έχουν και πολλά κοινά. Οι άνθρωποι αλλάζουν –και εν τούτοις παραμένουν οι ίδιοι κατά βάθος. Εκτός αυτού, η απόλαυση της καλής λογοτεχνίας βρίσκεται πέρα από διδαχές, προτροπές και μηνύματα. Και στην καλή λογοτεχνία ανήκουν τα διηγήματα αυτά, που έχουν μεταφραστεί αριστοτεχνικά από την Παλμύρα Ισμυρίδου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ