Στο φύλλο της 6ης Μαρτίου 2016, κρίνεται το βιβλίο μου Η «Μασσαλιώτιδα» στα Επτάνησα. Αντιπαρερχόμενος το επιθετικό ύφος του επικριτή μου, σχολιάζω συνοπτικά βασικά σημεία της κριτικής του:
1. Με δεδομένο ότι το θέμα μου είναι η μεταφορά της Γαλλικής Επανάστασης στα Επτάνησα, από την ύλη των αποκαλούμενων «προσολωμικών ποιητών» επιλέγονται πρωτίστως τα στιχουργήματα που εντάσσονται στη συγκεκριμένη συγκυρία. Επομένως, οι λοιποί δημιουργοί (πρωτίστως θεατρικοί συγγραφείς) στους οποίους αναφέρεται ο κριτικός βρίσκονται έξω από τα όρια στόχευσης της εργασίας μου.
2. Το ότι η έλευση των γάλλων δημοκρατικών (1797) έδωσε την αφορμή σε ομάδα στιχουργών (που έγραψαν έργα και σε λόγια μορφή) να συνθέσουν ποιήματα σε μιαν τοπική απλοελληνική η οποία θα γινόταν κατανοητή από το πλήθος, νομίζω ότι, ως φαινόμενο, δεν είχε πρωτύτερα παρατηρηθεί. Πουθενά δεν γράφω ότι το φαινόμενο αυτό είχε «καρπό τον Διονύσιο Σολωμό και την περιώνυμη Επτανησιακή Σχολή». Υποστηρίζω, μέσα από πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα, ότι η ομάδα αυτή προετοίμασε το έδαφος για τη μεταγενέστερη Επτανησιακή Σχολή (σελ. 79, 82) και πως ο ίδιος ο Σολωμός, στις πρώτες του συνθέσεις, δείχνει να ακολουθεί την παράδοση που χάραξαν οι εν λόγω ποιητές (πρβλ. σελ. 43, 79, 90-91, 95). Φυσικά, θα απαιτούσε πολύ χώρο για να καταδείξω ότι όλα τα παραθέματα που θέτει εντός εισαγωγικών ο επικριτής μου δεν έχουν γραφεί όπως αυτός τα χρησιμοποιεί…
3. Μάλλον αβασάνιστα, και χωρίς επαρκή δεδομένα, υποστηρίζεται ότι η γλωσσική μορφή των συγκεκριμένων συνθέσεων βρίσκεται πιο κοντά στη γλώσσα και στη στιχουργία της «Φαναριώτικης» ποίησης. Εκτός εάν τα αντίστοιχα «φαναριώτικα» στιχουργήματα γέμουν τόσων επτανησιακών διαλεκτισμών, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με πολλά ποιήματα του Νικολάου Κουτούζη.
4. Ο κριτικός αποσιωπά ότι το ανθολόγιο περιλαμβάνει όσα προσολωμικά στιχουργήματα χρησιμοποιήθηκαν από τον γράφοντα, ώστε να έχει ο αναγνώστης στη διάθεσή του το σύνολο των πρωτογενών πηγών του πονήματος, αλλά και ένα ικανό corpus κειμένων που θα καταδείξει το ύφος και τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων ποιητών (βλ. σελ. 16) και πως τα ποιήματα ανθολογούνται από τις εργασίες που αναφέρονται στις οικείες υποσημειώσεις και στη βιβλιογραφία του παρόντος βιβλίου (βλ. σελ. 111). Το γεγονός δε ότι κάποια από αυτά τα ποιήματα σώθηκαν σε διάφορες παραλλαγές, ανάλογα με τον κώδικα, θα έπρεπε να κάνει τον σημερινό μελετητή πιο προσεκτικό ως προς την πατρότητα των κειμένων και την αυθεντικότητά τους, πρόβλημα που σημειώνεται στο βιβλίο και συζητείται ως προς μιαν ενδεχόμενη συνολική έκδοση των στιχουργημάτων (σελ. 16, 109). Τους παράγοντες αυτούς έλαβα υπόψη μου, μαζί με τις απόψεις του Μπουμπουλίδη, και κατά την «πρόχειρη» ανθολόγηση των τεσσάρων συνθέσεων που σημειώνει ο επικριτής μου. Επιφυλάσσομαι να επανέλθω στο ζήτημα στο μέλλον.
5. Είναι αναληθές ότι «η μελέτη-κορμός αποτελείται κατά το ήμισυ από παραθέματα άλλων συγγραφέων». Εκτός εάν στους «άλλους συγγραφείς» ο κριτικός συναριθμεί τα κείμενα προκηρύξεων, εγγράφων της περιόδου, περιγραφών των δρωμένων από συγχρόνους, απομνημονεύματα πρωταγωνιστών και παραθέματα ποιημάτων, τα οποία χρησιμοποιούνται ως συναφείς πηγές και συνήθως παρατίθενται σε υποσημειώσεις προς επίρρωση των γραφομένων. Αλλά και πάλι δεν ισχύει αυτό που γράφει.
6. Είναι μεθοδολογικά πρωτοφανές να ενίσταται ένας φιλόλογος-πανεπιστημιακός για το ότι η βιβλιογραφία και δικτυογραφία που χρησιμοποιείται στις υποσημειώσεις παρατίθεται συγκεντρωμένη στο οικείο σημείο του βιβλίου!
7. Αποσιωπάται ότι το γλωσσάριο περιλαμβάνει τις κυριότερες ιδιωματικές λέξεις και φράσεις που περιέχονται στα ανθολογούμενα στιχουργήματα (βλ. σελ. 219). Ολα τα λήμματα που επισήμανε ο επικριτής μου εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Σε κάθε περίπτωση, πάνω από 170 είναι οι λέξεις που χρήζουν απαραιτήτως ερμηνείας, σε ένα σύνολο 221 λημμάτων, με τις υπόλοιπες να αποτελούν διαλεκτισμούς, στο σύνολό τους.
Αν θέλει, ας προχωρήσει ο κριτικός σε αποτίμηση όσων ο ίδιος θεωρεί «προσολωμικούς» (όρο συμβατικό που στον τίτλο θέτω εντός εισαγωγικών και συζητώ κριτικά στο οικείο σημείο του βιβλίου, σελ. 78-79), αναδεικνύοντας μορφές όπως ο Ιωάννης Λαζαρόπουλος ή ο Κάρολος Παδοβάς. Ωστόσο, τη στόχευση αυτού του βιβλίου δεν την έλαβε υπόψη και το έκρινε με όρους και προϋποθέσεις που ο ίδιος επιθυμεί να επιβάλει, αλλά δεν βρίσκονται στις προθέσεις του υπογραφομένου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ