Σάκης Σερέφας
Εξω χιονίζει

Εκδόσεις Πόλις, 2016,
σελ. 114, τιμή 11 ευρώ

Ηταν όλοι τους φαντάροι: δύο Βρετανοί, ένας Γάλλος, ένας Ιταλός, ένας Ρώσος και ένας Ινδός. Πολλά τους χώριζαν (το έθνος, η γλώσσα, η πολιτισμική ταυτότητα) αλλά ένα πράγμα τους ένωσε: στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη.

Το 2015, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την έλευση των ξένων στρατευμάτων στην πόλη και στα περίχωρά της, η δημοτική Αρχή οργάνωσε μιαν ασυνήθιστη επετειακή εκδήλωση στο κινηματοθέατρο Ράδιο Σίτυ: ενώ έξω απλώς χιόνιζε, μέσα στο αμφιθέατρο εξελισσόταν μια «πνευματιστική συγκέντρωση», μια «παραφυσική βραδιά». Φανταστείτε ότι είστε μεταξύ των θεατών: το μέντιουμ Νίνα (ανα)καλεί από το υπερπέραν τους νεαρούς στρατιώτες (και με τη βοήθεια του Μπάμπη του διερμηνέα), τους ανεβάζει στη σκηνή προκειμένου να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους –οι καπνοί που βγαίνουν από τα αφτιά της μορφοποιούνται σιγά-σιγά και σωματοποιούν εν τέλει τα εκτοπλάσματά τους!
Τούτο το απίθανο σκηνικό συναντάμε στην καινούργια, αντιηρωική νουβέλα του 55χρονου Σάκη Σερέφα, ένα απολύτως συνειδητό παιχνίδι με τη μεταμοντέρνα φόρμα (καμία σχέση με άγαρμπους πιθηκισμούς και εκνευριστικές δηθενιές) και μια υποψιασμένη σπουδή πάνω στους τρόπους με τους οποίους μιλάμε (αφηγούμαστε δηλαδή) το παρελθόν.
Ανάμεσα στο τραγικό και στο κωμικό


Ο συγγραφέας επιτυγχάνει μια ψυχαγωγική ισορροπία ανάμεσα στα δεδομένα μιας παράλογης τραγωδίας (που συνιστά ο κάθε πόλεμος) και στις δυνατότητες μιας κωμικής (λοξής, απελευθερωτικής, απομυθοποιητικής εν τέλει) αναδιάταξής της. Με φόντο (και πρόσχημα) την (όχι και τόσο) εμπόλεμη Θεσσαλονίκη των αρχών του περασμένου αιώνα, ο Σάκης Σερέφας καυτηριάζει ήθη και αντιλήψεις της σημερινής κοινωνίας σε μια πολυφωνική αφήγηση με ορίζοντα τις διαχρονικές ανθρώπινες αγωνίες.
«Συνήθως εστιάζουμε στη μεγάλη εικόνα και χάνουμε από τα μάτια μας τα πρόσωπα. Αναλύουμε και ερμηνεύουμε τα ιστορικά γεγονότα αλλά μας διαφεύγει τι συνέβαινε με αυτούς που έλαβαν μέρος σε αυτά. Με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ασχολούμαι για περισσότερα από 25 χρόνια, από την πρώτη μου μελέτη για τη Θεσσαλονίκη «Η πλατεία Ελευθερίας στα 1916-1917». Ερευνώντας και διαβάζοντας ποικίλες πηγές (και ημερολόγια στρατιωτών) άρχισε να σχηματίζεται μέσα μου (και να με ελκύει) η εικόνα της καθημερινότητας εκείνων των ανθρώπων.

Η νουβέλα είναι μια μυθοπλασία αλλά κουβαλάει όλη τη γνώση και την αίσθηση των μαρτυριών. Χωνεμένες αυτές, συνέθεσαν μέσα μου το βιβλίο. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει την εξής ιδιομορφία: το μέτωπο της Θεσσαλονίκης ήταν ειρηνικό, οι μάχες έγιναν βορειότερα αλλά τόσο η πόλη όσο και η μακεδονική ενδοχώρα παρέμειναν άκαπνες, δεν έπεσε ούτε μία τουφεκιά. Οι νεαροί φαντάροι δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν. Απασχολήθηκαν μόνο σε ακίνδυνα έργα υποδομών. Που σημαίνει ότι είχαν αρκετό χρόνο για ενδοσκόπηση, να συλλογιστούν τη ματαιότητα του πολέμου, τη μοναξιά τους, τους γενέθλιους τόπους και τους οικείους που άφησαν πίσω τους.

Οι ώρες αργίας τούς έδωσαν περισσότερο χρόνο να παρατηρήσουν και να καταγράψουν την πραγματικότητα μέσα στην οποία βρέθηκαν, μια πραγματικότητα εν πολλοίς εξωτική. Πρόκειται για δυτικοαναθρεμμένα παιδιά (κατά κανόνα) που ξαφνικά εγκλωβίστηκαν σε ένα μέρος των Βαλκανίων ή της Ανατολής (με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο ως προς τη φρέσκια ματιά τους που πέφτει πάνω στο ανοίκειο αλλά και τα προκατασκευασμένα στερεότυπα που φέρουν μαζί τους) και βρέθηκαν αντιμέτωπα με μια τελείως διαφορετική κουλτούρα, με αποτέλεσμα το όλο σκηνικό να τους φαίνεται γραφικό και αξιοπερίεργο, ένας μουρλός τόπος»
εξήγησε ο πολυγραφότατος Σάκης Σερέφας στο «Βήμα», ο οποίος (με μια μεγάλη διασπορά στα είδη του λόγου) έχει εκδώσει μέχρι σήμερα 57 βιβλία (ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, μελέτες, δοκίμια, παιδικά αφηγήματα).
«Πρέπει να σταθούμε στην πολυφυλετική διάσταση εκείνης της Θεσσαλονίκης. Αίφνης, μέσα σε μόλις λίγους μήνες, ο πληθυσμός της πόλης (περίπου 250.000 κάτοικοι) υπερδιπλασιάστηκε από τους ξένους φαντάρους: για κάθε ντόπιο εγκαταστάθηκε το ετερόχθον είδωλό του! Αυτό σήμανε μια τρομακτική αλλαγή στην εικόνα της περιοχής, μετεξελίχθηκε σε ένα πολυθέαμα στο οποίο μιλούσαν καμιά δεκαριά γλώσσες, διότι οι ξένοι επιστράτευσαν και δυναμικό από τις αποικίες».
Η περιγραφή της καταστροφικής πυρκαγιάς του 1917 στη Θεσσαλονίκη από έναν Ινδό που εκτελούσε χρέη σκουπιδιάρη ανήκει στις καλύτερες σελίδες της νουβέλας. «Το γεγονός δηλαδή ότι για πρώτη φορά ένας ντόπιος έβλεπε μπροστά του λ.χ. έναν μαύρο ή κίτρινο άνθρωπο, φτιάχνει από μόνο του ένα εκρηκτικά ενδιαφέρον μείγμα» συνέχισε ο συγγραφέας που προβληματίζεται για τα επερχόμενα επειδή πιστεύει ότι «εν αγνοία μας είμαστε όλοι υπό παρατήρηση και δυνάμει υλικό για τον συγγραφέα του μέλλοντος».
Προσεγγίζοντας το παρελθόν


Αραγε σε 100 χρόνια από σήμερα, υπογράμμισε ο ίδιος, θα αποδοθεί η ίδια σημασία στην οικονομική κρίση ή το Προσφυγικό που εμείς σήμερα βιώνουμε με τόση ένταση; «Τι θα επιλέξει να χρησιμοποιήσει ο συγγραφέας από τις τωρινές συμπεριφορές μας απέναντι σε αυτά τα προβλήματα; Αραγε ψυλλιάζονται καθόλου τα σημερινά εφήμερα και αναλώσιμα δημόσια πρόσωπα που εμπλέκονται σε όλα αυτά ποιο μυθιστόρημα τους περιμένει στο μέλλον και σε ποιους ρόλους; Ή ποιο αφηγηματικό σκοτάδι θα τους καταπιεί;» διερωτήθηκε.
Κατά τη γνώμη του πάντως υπάρχουν δύο τρόποι για να προσεγγίσει κανείς το παρελθόν: αυτός που τον εκνευρίζει και αυτός που τον ενδιαφέρει. «Η υποτιθέμενα ρεαλιστική αναπαράσταση μιας εποχής με διαολίζει, όποτε το βλέπω να το επιχειρεί κάποιος που γράφει στον 21ο αιώνα κοντεύω να πάθω αυτανάφλεξη. Μια τέτοια συνθήκη είναι ψεύτικη και αναποτελεσματική σήμερα, μακριά από τα ίδια τα πράγματα και τη συνείδηση του αναγνώστη. Προεκτείνω στη λογοτεχνία τον υποψιασμένο και αποσπασματικό τρόπο που ζω τη ζωή μου καθημερινά (είμαι ένα δίποδο ζάπινγκ) και, κατά συνέπεια, αναζητώ και στη γραφή το θραύσμα και την υπονόμευση της αναγνωστικής μακαριότητας. Κατόπιν απευθύνομαι στον πονηρεμένο αναγνώστη που δεν έχει ψευδαισθήσεις: εγώ προσποιούμαι ότι ζωντανεύω τα περασμένα και αυτός ότι εισχωρεί σε αυτά. Εν τω μεταξύ όμως έχει ενεργοποιηθεί και στους δυο μας ένας ταυτόχρονος μηχανισμός, της εσωτερικής παρατήρησης του εαυτού μας και του σχολιασμού της πραγματικότητας γύρω μας. Και κάπως έτσι καταφέρνουμε να αντέξουμε τις ζωές μας, ξεπερνώντας τους ενίοτε παράλογους ρόλους που μας φορτώνουν οι συμβάσεις της κοινωνίας και του καιρού μας».

Θεσσαλονίκη και Ιστορία


Ο Σάκης Σερέφας ασχολείται και γράφει για τη Θεσσαλονίκη εδώ και περίπου 40 χρόνια. Η αρχή εντοπίζεται σε ένα φωτογραφικό λεύκωμα που απέκτησε όταν ήταν 15 χρόνων. «Κινούμενος στη Θεσσαλονίκη, όπου σκοντάφτεις συνεχώς στην Ιστορία, νιώθω ότι κινούμαι στον φυσικό μου βιότοπο. Η γνώση για αυτήν έχει μεταβολιστεί μέσα μου. Οποτε βγαίνω να περπατήσω στην πόλη, έχω την αίσθηση ότι κινούμαι σε πολλά επίπεδα συγχρόνως γιατί ξέρω ότι, ανά πάσα στιγμή, θα φθάσω σε ένα σημείο λ.χ. όπου συνέβη κάτι τρομακτικό την περίοδο της Κατοχής».
Οι Θεσσαλονικείς ξέρουν την Ιστορία της πόλης τους; «Πριν από 15-20 χρόνια θα σας έλεγα ότι επικρατούσε σκοτάδι μαύρο! Σήμερα υπάρχει, πράγμα παρήγορο, ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον, κυρίως από τους νεότερους, για την οθωμανική της κληρονομιά ή την εβραϊκή της φυσιογνωμία. Η Θεσσαλονίκη (μια μεγαλούπολη που για περίπου 2.300 χρόνια δεν έπεσε σε μαρασμό) συνιστά ένα πλούσιο και ανεκμετάλλευτο πολιτιστικό κοίτασμα και για τους καλλιτέχνες. Αρκεί να μην πέφτουμε στην παγίδα του φολκλόρ και της γραφικότητας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ