E.T.A. Hoffmann
Νυχτερινά
Μετάφραση – Σημειώσεις – Εργογραφία:
Γιάννης Καλιφατίδης – Ηλιάνα Αγγελή.
Εκδόσεις Σμίλη, 2015,
σελ. 591, τιμή 17 ευρώ

Ονομάζω κλασικό το υγιές και ρομαντικό το άρρωστο.

Γκέτε
Ηταν μάλλον ο Πολ Βαλερί αυτός που ήλθε να ανατρέψει αυτήν τη φαινομενική αντίθεση μεταξύ κλασικού και ρομαντικού, όταν διατεινόταν ότι καθετί κλασικό προϋποθέτει το ρομαντικό, όπως άλλωστε κάθε μορφή τάξης προϋποθέτει κάποιον βαθμό αταξίας ή διαταραχής. Το γεγονός ότι το «άρρωστο» πνεύμα μπορεί να αναγνωριστεί ως δημιουργικό αποτελεί σίγουρα ένα συμβάν της σχετικά πρόσφατης ιστορίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ποτέ ξανά στο παρελθόν το έργο τέχνης δεν συνδέθηκε με την τρέλα και την παράνοια όσο μετά την εμφάνιση του φιλοσοφικού και καλλιτεχνικού ρομαντισμού (Ρουσό, Νοβάλις, Χόφμαν, Νίτσε, Βάγκνερ), της αντίστροφης όψης του Διαφωτισμού. Διότι, όπως υποστήριζαν οι ρομαντικοί Σλέγκελ και Νοβάλις, γύρω στο 1800 οι «μεγαλύτερες τάσεις» της εποχής ήταν η γαλλική επανάσταση (αποδόμηση της εκκλησιαστικής αυθεντίας), η γνωσιοθεωρία του Φίχτε (εγκαθίδρυση του δημιουργικού υποκειμένου) και τα Χρόνια μαθητείας του Γκέτε (σύγχυση μεταξύ ζωής και ποίησης, ο συγγραφέας ως σωσίας των αναγνωστών).
Ρομαντική τέχνη της παραίσθησης


Ποιες υπήρξαν όμως οι κοινωνικοπολιτικές συνιστώσες που παρήγαγαν τη ρομαντική στροφή προς το απόμακρο, άδηλο και αόρατο, το αλλόκοτο, το ανοίκειο και το φρικιαστικό; Πώς η Νύχτα μετατράπηκε σε απόλυτη μεταφορά της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης λογικής, ο ύπνος της οποίας παράγει σημεία και τέρατα; Τι ακριβώς ήταν ο ρομαντικός έρωτας; Τι είναι η ρομαντική ποίηση και τι ένας ρομαντικός συγγραφέας; Απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα έχουν ήδη δοθεί μέσα από διάφορες ερμηνευτικές προοπτικές: ψυχαναλυτικές (Φρόιντ), πολιτικές (Καρλ Σμιτ), μιντιο-ιστορικές (Κίτλερ), φιλοσοφικές (Μπένγιαμιν), λογο-αναλυτικές (Φουκό) κ.ά.
Εδώ θα εστιάσουμε στον γερμανικό λογοτεχνικό ρομαντισμό και, πιο συγκεκριμένα, στο έργο ενός μεγάλου εκπροσώπου του: του Χόφμαν (1776-1822), άρχοντα του Υψηλού, ήτοι του συνδυασμού φρίκης και ηδονής, κληρονόμου του παραισθητικού σκοτεινού θαλάμου και του μαγικού φανού, αλλά και των ψευδαισθητικών αρχιτεκτονικών προοπτικών των ιησουιτών του μπαρόκ (H εκκλησία των ιησουιτών στο Γκ.), όπως, επίσης, προδρόμου του αστυνομικού μυθιστορήματος (Δεσποινίς ντε Σκουντερί, 1819) και του κινηματογραφικού σεναρίου. Ο ίδιος προέτρεπε τους αναγνώστες του να διαβάζουν τα αφηγήματά του σαν «εικόνες της ψυχής» και ονειρικά κατάλοιπα, ακολουθώντας έτσι μια τεχνική γραφής που μετατρέπει τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια (που ταυτίζεται υστερικά ή παρανοϊκά με τους ομοιοπαθείς ήρωες των βιβλίων) σε εκστασιασμένο θεατή οπτικών παραισθήσεων. Η νέα αυτή τεχνική της μοναχικής και σιωπηλής ανάγνωσης, που σύντομα κατέστη το ναρκωτικό της εθισμένης ρομαντικής νεολαίας, αντίστοιχης ψυχοπαθολογικής εμβέλειας με τα σημερινά γκάτζετ, περιγράφεται απαράμιλλα από τον Νοβάλις: «Αν διαβάζει κανείς σωστά, τότε ένας πραγματικός, ορατός κόσμος ξεδιπλώνεται εντός του».

Υποστηριζόμενη από μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα της Γερμανίας, που γύρω στο 1800 αντικαθιστά τη μηχανιστική ρητορική με την «ελεύθερη» ή αχαλίνωτη φαντασία των αναβαθμισμένων παιδιών και εκκολαπτόμενων ποιητών, και ενισχυόμενη από τον πολιτικό διαχωρισμό μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, η εν λόγω τεχνική συνέβαλε αποφασιστικά στη συγκρότηση της ιστορικής οντότητας ονόματι αστικό υποκείμενο, παράπλευρο προϊόν της οποίας υπήρξε ο ρομαντικός «συγγραφέας», με τα γνωστά πλέον και σε εμάς «πνευματικά δικαιώματα». Δικαιώματα που, για τον ρομαντικό συγγραφέα, αποτελούν και δικαιώματα στα φαντάσματα και στις παρανοϊκές φαντασιώσεις της δημιουργικότητάς του. Ιδωμένος ιστορικά, ο ρομαντικός συγγραφέας συνιστά την εκκοσμικευμένη εκδοχή του χριστιανικού θεού, εφόσον συνθέτει, υποτίθεται, τα έργα του εκ του μηδενός, προβάλλοντας φωτεινά τρισδιάστατα ολογράμματα (κυρίως γυναικείες οπτασίες) στη σκοτεινή νύχτα της ύπαρξής του, και εφόσον στα ρομαντικά έργα δεν διαφαίνεται, υποτίθεται, καμία τεχνική ή κανόνας παρά μόνον το θαύμα μιας φυσικής μεγαλοφυΐας.

Σωσίες και κούκλες


Μέσα από τη ρομαντική νύχτα αναδύεται, μαζί με τον ρομαντικό συγγραφέα, και ένα ιστορικά καινοφανές φαινόμενο: η εικόνα της μιας και μοναδικής αγαπημένης, της Γυναίκας. Το ρομαντικό σύστημα του 1800 είναι ένα κλειστό παιδαγωγικό κύκλωμα με τροφοδοτική πηγή τη μητέρα (γυναίκα, φύση), που γεννά και ανατρέφει ποιητές που μιλούν για την ιδεατή αγαπημένη τους. Αυτός ο βρόχος ανάδρασης είναι αναγνώσιμος σχεδόν και στα οκτώ, απολαυστικά μεταφρασμένα, αφηγήματα των Νυχτερινών (1816/17) του Χόφμαν. Κάθε τόσο ξεπροβάλλει μέσα από έναν θάμνο, ή άλλο σκοτεινό ή ομιχλώδες υπόβαθρο, η εξαίσια, μαγική οπτασία μιας ανείπωτης γυναικείας καλλονής. Κάθε τόσο ζωγραφικές ή εκκλησιαστικές εικόνες αγίων γυναικών, ή και της ίδιας της Παναγίας, βρίσκουν τη σωσία τους σε μια θνητή κόρη, ή μια θνητή κόρη επανέρχεται σαν φάντασμα όταν ενσαρκώνεται μέσω μιας άλλης «επουράνιας Μητέρας», «θεσπέσιας» ή «υπερκόσμιας γυναικείας μορφής». Η διαρκής ρομαντική σύγχυση, η διπλοπροσωπία, δημιουργείται εξαιτίας της φαντασιακής προσκόλλησης των ρομαντικών ανδρών στην ιδεατή ολότητα του ερωτικού τους αντικειμένου. Σύμφωνα με τον Λακάν, θα κάναμε λόγο για προσκόλληση του ρομαντισμού στο στάδιο του καθρέφτη και στην κύρια παρενέργειά του, τη δομική παραγνώριση του πραγματικού, το οποίο, όταν εισβάλλει στη φαντασιακή οθόνη του ρομαντικού βλέμματος, θρυμματίζει ανεπανόρθωτα το κατοπτρικό είδωλο.
Ως εκ τούτου, η ρομαντική φαντασίωση της ιδανικής γυναίκας συνοδεύεται από ένα «δυσοίωνο προαίσθημα» για την εγγύτητα του θανάτου που επισκιάζει αυτές τις παγερές, άκαμπτες και ψυχρές θεϊκές μορφές, οι οποίες πολλές φορές αποδεικνύονται απλά αυτόματα και «άψυχες κούκλες» (αν κλιμακώναμε τεχνολογικά τις θεσπέσιες αυτές ρομαντικές «θεές», θα φτάναμε στα πιν-απ γκερλς του εικοστού αιώνα). Παραδειγματική είναι η φρικιαστική εμπειρία του «αλαφροΐσκιωτου» Ναθαναήλ, από τον Ζάντμαν, ο οποίος, όταν χορεύει με την αυτόματη κούκλα ονόματι Ολυμπία, «νιώθει να τον διαπερνά ένα ρίγος παγερό σαν το άγγιγμα του θανάτου». Το ότι η ρομαντική ιδεατή γυναίκα είναι η μάσκα του θανάτου γίνεται φανερό και σε άλλα αφηγήματα του τόμου.
Το ανησυχητικά ανοίκειο, που άλλοτε ο Χόφμαν το μετέγραψε λογοτεχνικά και ο Φρόιντ το ανήγαγε σε επιστήμη, ο κινηματογράφος το μετέτρεψε σε βιομηχανία της διασκέδασης. Το τεχνικό φως του νέου μέσου κατατεμαχίζει τη φαντασιακή εικόνα του ερωτικού σώματος σε μερικά αντικείμενα (στήθος, λαιμός, πόδια, βλέμμα), προσφέροντας έτσι στο τεχνολογικά πλέον εξοπλισμένο βλέμμα μας όχι μόνον νέες εκδοχές της νύχτας αλλά και καινοφανείς, διαστροφικές απολαύσεις.
Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (dionysos@panteion.gr).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ