Αλέξης Πανσέληνος
Η κρυφή πόρτα
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016,
σελ. 184, τιμή 11 ευρώ

Οδός Ασκληπιού. Στο «κέντρο του κέντρου» της Αθήνας. Στεκόμαστε στην καταπράσινη βεράντα του και από τον πέμπτο όροφο κοιτάμε μαζί τον Λυκαβηττό που υψώνεται ανάμεσα στις πολυκατοικίες απέναντι. Στο καθιστικό ξεχωρίζει ένας μεγάλος πίνακας του Χρόνη Μπότσογλου. Ο,τι επρόκειτο να γίνει το εξώφυλλο του νέου μυθιστορήματος του συγγραφέα υπό τον τίτλο Η κρυφή πόρτα. «Το ωραιότερό του βιβλίο», έτσι τελειώνει η καλλιγραφική αφιέρωση του ζωγράφου και φίλου.


«Είχα ζήσει παλαιότερα εδώ. Και τούτο το διαμέρισμα είναι, κατά κάποιον τρόπο, το σκηνικό του βιβλίου. Κάπου εκεί, στον μεσότοιχο, βρίσκεται και η κρυφή πόρτα. Τα τελευταία χρόνια ξανάζησα σ’ ένα μέρος που αγάπησα πάρα πολύ. Θέλησα να γράψω και γι’ αυτό το σπίτι και γι’ αυτή τη γειτονιά. Η ιστορία ήλθε από μόνη της»
είπε στο «Βήμα» ο Αλέξης Πανσέληνος σκαλίζοντας την πίπα του.
Πρωταγωνιστής της είναι ένας εξηντάρης συνταξιούχος του Δημοσίου, ένας εργάτης του πολιτισμού που η κρίση έχει γονατίσει. Βλέποντας τα εισοδήματά του να μειώνονται, αποφασίζει να «κόψει» εκ νέου το σπίτι του στα δύο, δηλαδή να νοικιάσει το διπλανό διαμέρισμα που η μητέρα του είχε αγοράσει και κατόπιν «ενώσει» με αυτό στο οποίο μένει τώρα ο ίδιος.

«Ο Ευγένιος είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί σ’ όλη του τη ζωή να φυλαχτεί από τις κακοτοπιές. Αποφεύγει λίγο-πολύ την πραγματικότητα, έχει κλειστεί σ’ έναν κόσμο δικό του γράφοντας και μεταφράζοντας βιβλία, είναι πλέον χωρισμένος και ανακουφισμένος. Γιατί; Γιατί το διαζύγιο του επιτρέπει να μείνει μόνος, χωρίς να έχει ευθύνες απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Ωσπου, χωρίς να το θέλει, μπλέκει. Και μπλέκει άσχημα».
Αιτία είναι η Μαρία, η νέα νοικάρισσα, όμορφη, μελαχρινή, στα μισά του χρόνια, με δύσκολο οικογενειακό παρελθόν και ασαφές επαγγελματικό παρόν.
Στο κουδούνι της δεν υπάρχει ονοματεπώνυμο, υπάρχει μόνο ένα «μικρό μοβ λουλουδάκι». Η «ελαφρώς αναληθοφανής» αφήγηση του Αλέξη Πανσέληνου –η οποία από ένα σημείο και μετά μετατρέπεται σε ένα μπες-βγες απίθανο! –κλιμακώνεται συνεχώς αλλά δεν κορυφώνεται ακριβώς. Σκοπίμως, θα λέγαμε. Ετσι λειτουργεί άλλωστε και η επιθυμία: όσο παραμένει στο πεδίο της εκκρεμότητας, της μη ολοκλήρωσης (ελπίζουμε να το πιάνετε το υπονοούμενο), τόσο πιο ισχυρή γίνεται. Αν προσθέσουμε και τη συγγραφική ιδιοτέλεια του ήρωα στο κάδρο, κάτι που συγκρούεται με τον ίδιο του τον πόθο, το πράγμα περιπλέκεται, διότι «αν καταπιανόταν τώρα να παγιώσει μια εικόνα της φαντασίας του, αυτή θα ήταν μόνο η χλωμή απομίμηση του αληθινού που ακόμη δεν είχε συμβεί».
Κατά τα λοιπά, έχουμε να κάνουμε «με μια καταστροφική σχέση, όπως ακριβώς καταστροφική είναι η πραγματικότητα που βιώνει ο τόπος. Νομίζω ότι μέσα από την ιστορία δύο ανθρώπων ουσιαστικά κατάφερα να δημιουργήσω μια παραλληλία, το (εσωτερικό) δράμα που εκτυλίσσεται ανάμεσα τους να συμβαδίζει με το (εξωτερικό) δράμα που συμβαίνει έξω στην πόλη, γύρω τους. Βλέπω μια εσωτερική δυστοπία να συγχρονίζεται με την εξωτερική δυστοπία της χώρας».
Τα βιώματα


Πόσο όμως μοιάζει ο Αλέξης Πανσέληνος με τον Ευγένιο; «Στη λογοτεχνία χρησιμοποιείς πάντοτε ως πειραματόζωο τον εαυτό σου, χρησιμοποιείς κομμάτια του εσώτερου εαυτού σου. Τα βιώματα όμως δεν είναι αναγκαστικά προσωπικά, μπορεί να είναι τα βιώματα άλλων που έχεις παρακολουθήσει ως τρίτος. Ο Ευγένιος, παρά το γεγονός ότι έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες, είναι ένας κλασικός άνδρας με τις γυναίκες. Κτητικός και όταν τις βαρεθεί τις ξαποστέλνει. Δεν μοιάζει να έχει τρομερή εκτίμηση στις γυναίκες ο Ευγένιος. Τι να κάνουμε; Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Αντιθέτως, εγώ είμαι πιο συνεπής και πιστός στις σχέσεις μου. Κάθε βιβλίο όμως είναι και η διερεύνηση μιας δυνατότητας. Ενδεχομένως θα ήθελα να είμαι και σαν τον Ευγένιο».
Ο ίδιος επέμεινε στα βιώματα του συγγραφέα. «Οι εμπειρίες ενός συγγραφέα περιλαμβάνουν τις αναγνώσεις του (και σε αυτές περιλαμβάνω τις «αναγνώσεις» του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής). Οταν κανείς γράφει χωρίς να έχει ένα υπόβαθρο αναγνώσεων πίσω του είναι σαν να γράφει χωρίς να έχει βιώματα (και αυτό φαίνεται δυστυχώς στο τελικό αποτέλεσμα). Διότι είναι άλλο πράγμα το αληθινό βίωμα και άλλο πράγμα η πρόσληψη και η επεξεργασία του μέσα από την τέχνη. Αν θέλεις να δημιουργήσεις καλλιτεχνικά, πρέπει πρώτα να έχεις θητεύσει στους τρόπους της τέχνης σου και στη λογοτεχνία δεν υπάρχει άλλη θητεία πέραν της ανάγνωσης. Δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο ευγνώμων αναγνώστης από έναν συγγραφέα που διάβασε ένα καλό βιβλίο άλλου συγγραφέα. Προσωπικά δεν έχω πρόβλημα να ξαναδιαβάσω λ.χ. για δέκατη φορά τον «Δον Κιχώτη» ή το «Πόλεμος και ειρήνη», διότι πιστεύω ότι πρέπει κανείς να επαναλαμβάνει τα μεγάλα μαθήματα που έχει πάρει στη ζωή του, διότι ακόμη και τα μεγάλα μαθήματα ενίοτε τα ξεχνάμε».

Συγγραφέας και πρωτοτυπία


Η «κρυφή πόρτα» (πλάνο, εκτός των άλλων, μιας γαλλικής ταινίας που ο Αλέξης Πανσέληνος είχε παρακολουθήσει από τη μέση της ένα βράδυ, πολύ παλιά) ασφαλώς αποτελεί εν προκειμένω ένα σύμβολο πολύσημο, λ.χ. για τις ανθρώπινες σχέσεις, πόσο διαπερατός είναι εν τέλει ένας άνθρωπος για κάποιον άλλον άνθρωπο. «Διαπιστώνει κάπου ο αφηγητής ότι «κάθε άνθρωπος έχει στη ζωή του μια ιστορία κρυφή που σε κανέναν δεν τη λέει». Ετσι κλείνει ένα ποίημα του πατέρα μου, του Ασημάκη, και το χρησιμοποίησα εγώ ως μια φράση πεζή μέσα στην πρόζα. Ο Ευγένιος έχει μια ιστορία την οποία έχει θάψει. Υπάρχει όμως και κάποια ρωγμή από την οποία ξεπηδάει το παρελθόν και βγαίνει μπροστά του να τον αποσταθεροποιήσει. Δεν είναι κάτι πρωτότυπο αυτό. Αλλά, ξέρετε, εγώ δεν πιστεύω στην πρωτοτυπία των ιστοριών. Η πρωτοτυπία έγκειται στον τρόπο του συγγραφέα παρά στην ιδέα».
Ο Αλέξης Πανσέληνος έχει και μια φιλόδοξη ιδέα –«θα ακουστεί ενδιαφέρουσα αλλά είναι καταδυναστευτική» –που τον συντροφεύει εδώ και πολλά χρόνια.

«Πλέον θα ξαναπιάσω κάτι που έχει αρχίσει στη δεκαετία του 1970. Κάτι που συνεχιζόταν ενώ εγώ εξέδιδα τα άλλα μου βιβλία εν τω μεταξύ».
Αυτό συνιστά τη μήτρα λ.χ. και της «Μεγάλης πομπής» (1985, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). «Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα δύσκολο και από τεχνική άποψη, διότι αναφέρεται σε μια φανταστική χώρα, σε μια Ελλάδα που δεν λέγεται καν έτσι –έχει όμως ελληνικά τοπωνύμια, ασχέτως του αν είναι ανύπαρκτα -, η οποία όμως δεν γνώρισε Τουρκοκρατία. Την περίοδο που άρχισα να το γράφω δεν είχε ξεσπάσει ακόμη τότε ούτε η εγχώρια τρομοκρατία. Σε τούτη την αφήγηση πάντως πρωταγωνιστεί μια τρομοκρατική οργάνωση η οποία δολοφονεί πολιτικούς. Δεν ξέρω πού θα πάει και τότε δεν ήμουν σίγουρος, πήγαινα ψαχτά, τώρα όμως θα το συνεχίσω».
Ποιο είναι άραγε το κίνητρό του; Οτι βιώνουμε μία ακόμη εθνική αποτυχία; «Μπορεί να είναι κι έτσι. Η τέχνη όμως βρίσκει το υλικό της στις αποτυχίες, στις καταστροφές».

* Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 24 Φεβρουαρίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ