Βασίλης Καράδαης
Νειρολόι
Νεφέλη, 2015,
σελ. 96, τιμή 8,90 ευρώ

Ο πατέρας νεαρός, o πατέρας στον πόλεμο, ο πατέρας στο χωριό, ο πατέρας περήφανος, ο πατέρας άρρωστος, ο πατέρας νεκρός. Η μορφή του απόντα κυριαρχεί σε μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο στα είκοσι τρία επεισόδια που χαρτογραφούν την αρχετυπική σχέση πατέρα – γιου στο πρώτο βιβλίο του Βασίλη Καράδαη. Σχέση ανταγωνισμού και διαφοροποίησης στο πλαίσιο του αυτοπροσδιορισμού: «αυτός στρατιωτικός, εγώ απολιτίκ μ’ αριστερόφερνες παρέες», σχέση έλλειψης και ταύτισης όταν ο πατέρας δεν είναι πια παρών κι ο γιος είναι από χρόνια στα ξένα: «Είν’ αυτή η ηλίθια ιδέα του πυρετού ισως, που μου λέει να ξυπνάω τα πρωινά και νά ‘μαι ο πατέρας. Oσο μπορώ, όσο μου πάει, να ξυπνάω ο πατέρας και κατόπιν να σηκώνομαι ο γιος».

Η μορφή του πατέρα, σαν προσωπογραφία του Γουναρόπουλου, το περίγραμμά της χάνεται στην αχλύ ονείρου. Σαν όνειρα παρουσιάζονται οι αναδρομικές αφηγήσεις του αφηγητή, όνειρα που αφηγείται στους άλλους, όνειρα που τον κυνηγούν ακόμη στον ξύπνιο, στον πρώτο καφέ με τσιγάρο. Η τοπογραφία τους οικεία από τα παιδικά χρόνια, από τη ζωή με τον πατέρα: η Βέροια, το σπίτι στην Ανάληψη στη Θεσσαλονίκη ή το άλλο στην Καλαμαριά ή στην Ιπποδρομίου, οι όχθες της Περικλέους, το σπίτι της γιαγιάς στη Χαλασιά, ο θάλαμος του «424». Οι αναμνήσεις συγχέονται με ψευδομνησίες και ενύπνιες φαντασίες. Η γειτονιά της Μεταμόρφωσης στην Καλαμαριά μεταλλάσσεται σε γειτονιά βυζαντινή που στην απόληξή της στη θάλασσα θυμίζει Μαϊάμι. Τα δρομάκια του χωριού αποκτούν την ευρυχωρία δρόμων του Μονάχου. Μέσα στον ρευστό τόπο, ο χρόνος, διαφεύγων, κινείται μπρος-πίσω γοργά. Το άσπρο Νισσάν μέχρι να το παρκάρεις γίνεται άσπρο παιδικό ποδηλατάκι που το παίρνεις στα χέρια και τ’ απιθώνεις στο τοιχαλάκι. Ο αγέννητος γιος μιλά με τον πεθαμένο πατέρα. Οικογενειακές εκδρομές και παιδικά πάρτι της ανιψιάς, η αρρώστια εισβάλλει σαν μουσική υπόκρουση από γρανάζια που γυρνούν σκουριασμένα, ο θάνατος ανακοινώνεται σαν κρυπτικός χρησμός.
Υποψιαζόμαστε τις αιχμηρές γωνίες αυτής της σχέσης, αλλά εκείνο που έχει μείνει στον αφρό, ως αίσθηση, ως ανάμνηση είναι μια «ήρεμη αγάπη». Η αναζήτηση του προσώπου του πατέρα, από τον οποίo η «φαντασμένη ευπρέπεια του πληθυντικού» κρατούσε τον αφηγητή σε απόσταση ως το νεκροκρέβατο του γονιού, γίνεται με πολλή τρυφερότητα, με γλώσσα προφορική, με μια γλύκα που ελέγχεται από το ελαφρώς μάγκικο ανέμελο ύφος της εκφοράς, με τρόπους όπου ο ατομικός πόνος της απώλειας χάνεται μέσα στον συλλογικό πόνο του δημοτικού τραγουδιού. Ο αναστημένος πατέρας γίνεται άλλος Κωσταντής που επιστρέφει, με την πληγή στο πρόσωπο, και ζητά να φιλήσει τον γιο του. Μα οι εικόνες δεν φωνάζουν εφιάλτη, εκλύουν θαλπωρή.
«Νειρολόι» είναι ο τίτλος του βιβλίου, και η λέξη συνταιριάζει μέσα της την ονειρολογία, τη μελέτη των ονείρων, και το νεόκοπο «ονειρολόγιο», το ημερολόγιο των ονείρων, με το λαϊκό μοιρολόι. Oνειρο και θρήνος μαζί, μικρές νυχτερινές ελεγείες. Ο ξενιτεμένος γιος, παιδάκι, «Να σπρώχνω σκουριασμένα την εξώθυρα». Ο κόσμος των παραλογών, των δημοτικών τραγουδιών της ξενιτιάς και του χάρου εισβάλλει διακριτικά στη σύγχρονη αφήγηση με επαναλήψεις, υπαλλαγές, στοιχεία εξωλογικά μα αναγνωρίσιμα, και παντρεύεται με αναφορές στον αμερικανικό κινηματογράφο και στην ποίηση του Στίβεν Ντόμπινς.
Οι οικογενειακές σχέσεις, που έχουν απασχολήσει τα τελευταία χρόνια αρκετούς λογοτέχνες, αναγνωρισμένους (Χάρης Βλαβιανός, Αύγουστος Κορτώ, Χρήστος Χωμενίδης) και νεόκοπους (Αλέξανδρος Στεφανίδης, Νίκος Κουφάκης), η αναζήτηση της συνέχειας, η αναζήτηση της ταυτότητας στο παρελθόν, ίσως επιτακτικά και από μια ανάγκη της εποχής, γίνονται εδώ το θεματικό πεδίο εκτύλιξης μιας ενδιαφέρουσας γραφής. Γέννημα-θρέμμα Θεσσαλονικιός, ο 39χρονος Βασίλης Καράδαης ζει από το 2004 στη Γερμανία, όπου διδάσκει Μαθηματική Λογική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Εκτός από τα μαθηματικά ασχολείται με τη μουσική και το γράψιμο, μας πληροφορεί το βιογραφικό του. Eχει δημοσιεύσει κείμενα στα περιοδικά Εντευκτήριο, Οδός Πανός, (δε)κατα και στο Pdf περιοδικό monkie. Ιστορίες του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά, στον τόμο Pensi che ci saremmo potuti conoscere in un bar? (Caravan, 2015) με αφηγήσεις της Aνατολικής Ευρώπης. Το πρώτο βιβλίο μαρτυρεί συγγραφική ωριμότητα, δεν υπάρχουν λέξεις που δεν λειτουργούν, όπως θα έλεγε κι ο Σεφέρης. Δίνει υποσχέσεις.
Ιδεοληπτικός γλωσσικός ακτιβισμός

Ο Βασίλης Καράδαης

Εκεί που λες όλα καλά, διαβάζεις το «Σημείωμα του συγγραφέα» στην αρχή του βιβλίου. Ναι, είχες προσέξει ορισμένες ορθογραφικές εκκεντρικότητες. «Προσπάθησα να αποτυπώσω την προφορικότητα του λόγου σε έναν μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι είθισται» εξηγεί ο συγγραφέας και προχώρησε σε επιλογές που έρχονται «σε σύγκρουση με τη σχολική γραμματική και τον συνήθη γραπτό λόγο. Συγκεκριμένα, ο τονισμός με μονάδα τη φράση και όχι τη λέξη, τα ορθογραφικά σημάδια, τα σημεία στίξης, καθώς και οι λεξικολογικές και τυπολογικές αποκλίσεις αποσκοπούν κυρίως στο να εξυπηρετούν τον ρυθμό». Υπάρχει εδώ η πρόθεση να υπογραμμιστεί μια γραμματική αναρχία, μια διάθεση ρήξης με «αυτό που είθισται», εκφρασμένη με κάποιου είδους γλωσσικό ακτιβισμό. Αναρωτιέσαι, αναγνώστη, ποιος ο λόγος. Στην πράξη, έχουν το νόημά τους οι απαλοιφές φωνηέντων, οι αποκοπές, οι εκθλίψεις και οι αφαιρέσεις: «μεσμέρι» [μεσημέρι], «δικιολογία» [δικαιολογία], «που μπορούσ’ ‘α καταλάβω» [που μπορούσα να καταλάβω], «φτή» [«αυτή»]. Αλλωστε, δεν πρωτοτυπεί ο Καράδαης εδώ. Πώς όμως εξυπηρετείται ο προφορικός λόγος, τονίζοντας σε επίπεδο φράσης, τα μονοσύλλαβα «δέν», «σάν», «μές», «άν» και το «μιά» αλλά αφήνοντας άτονα τα «ενας» «οτι», «κατα», «oμως», «καποιοι» κ.ά.; Στο «Δεν ξέρω αν είχι’ αυτήν την τόλμη» το ουρανικό χ τονίζεται με τρόπο που δεν ακούγεται στον προφορικό λόγο στο «αν είχ’ αυτήν την τόλμη»;

Ξύλινο, τεχνικό, πομπώδες, το σημείωμα αυτό μοιάζει με τους συγγραφικούς προλόγους στα «μυθιστορήματα με θέση» του 19ου αιώνα ανάγοντας την προφορικότητα από χάρισμα σε κούφιο ιδεολόγημα, όπως των πολυτονιστών εκείνων που υποστηρίζουν ότι ένα σύγχρονο ποίημα εκφέρεται διαφορετικά αν τυπωθεί σε πολυτονικό.
«Γνωρίζω ότι το αποτέλεσμα ενδέχεται να προσβάλει το οπτικό ίνδαλμα [η υπογράμμιση δική μου], του γραπτού λόγου για κάποιους αναγνώστες» συνεχίζει ο συγγραφέας. «Αν συμβεί αυτό [αν δεν μπορείτε να διαβάσετε όπως ο τονισμός της φράσης υποδεικνύει], μπορείτε να προσπαθήσετε, αν θέλετε, να αγνοήσετε τις ορθογραφικές παραξενιές… όπως όταν ένα παιδί διαβάζει για πρώτη φορά ένα κείμενο σε πολυτονικό» καταλήγει το σημείωμα. Με άλλα λόγια, είτε δώσουμε σημασία στην ανορθόδοξη ορθογραφία του είτε όχι, η προφορικότητα είτε εμπεριέχεται στον λόγο είτε όχι. Δεν την επιβάλλουν τα τονικά σημάδια. Oσο για τον επιτονισμό, η στίξη κάνει όλη τη δουλειά της αναπαράστασης στον γραπτό λόγο, όχι ο αναρχικός τονισμός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ