Κώστας Περούλης
Αυτόματα
Εκδόσεις Αντίποδες,
σελ. 124, τιμή 9,16 ευρώ

Επαγγέλματα. Πολλά και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους επαγγέλματα: συγκολλητές, αφεντικά και εργάτες γης, ηθοποιοί, χρηματιστές, αστυνομικοί, ανάδοχοι δημοσίων έργων, ναυτικοί, δικαστές, δικηγόροι, ασφαλιστές, πόρνες (θηλυκές και αρσενικές), γιατροί. Και τρέχουν όλη την ημέρα κι όλη τη νύχτα να τα φέρουν βόλτα, όπως έχουν μάθει μιαν ολόκληρη ζωή: να τακτοποιήσουν τις συναλλαγές τους, να ξεφύγουν από παγίδες και κακοτοπιές και να αυξήσουν το ποσοστό του κέρδους τους –να χαράξουν, με άλλα λόγια, και να ξαναχαράξουν έναν κύκλο τον οποίο κανένας δεν θυμάται πώς ξεκίνησε και κανένας φυσικά δεν ξέρει πώς και πότε θα τελειώσει. Αυτός είναι ο κόσμος των διηγημάτων του πρωτοεμφανιζόμενου Κώστα Περούλη (γεννημένος το 1974 στον Πειραιά), ο οποίος συστεγάζει στο μικρό του βιβλίο τα πλέον ετερογενή πρόσωπα αποφεύγοντας εκ συστήματος να ανατρέξει στον πρότερο βίο τους. Εκείνο που παρακολουθούμε στις ιστορίες τους δεν είναι η πορεία τους, έστω αποσπασματική, στον χρόνο αλλά η παρουσία τους στον χώρο: σε έναν αυστηρά οριοθετημένο επαγγελματικό χώρο με πάγιους, αμετακίνητους κώδικες και απαράβατους κανόνες. Διαβάζοντας κανείς τον Περούλη δεν αποκλείεται να σχηματίσει την εντύπωση πως έχει να κάνει με έναν πεζογράφο που προχωρεί σε μια κοινωνιολογικού τύπου αποδελτίωση της επαγγελματικής καθημερινότητας στην Ελλάδα εντάσσοντας το ερευνητικό υλικό του (γιατί μόνο μετά από επισταμένη έρευνα μπορεί να προκύψει ένα τέτοιο αποτέλεσμα) σε αρθρωμένες κοινωνικές ή ταξικές κατηγορίες τα χαρακτηριστικά των οποίων είμαστε σε θέση να διακρίνουμε αμέσως στη συμπεριφορά και στη νοοτροπία των ηρώων. Ισχύει όμως όντως κάτι τέτοιο; Και είναι όντως ρεαλιστικός ο μηχανισμός αναπαραγωγής των επαγγελματικών αργκό που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας προκειμένου να υποδείξει τις χαώδεις διαφορές που χωρίζουν τους πρωταγωνιστές του;

Μένω με την πεποίθηση πως ο σκοπός του Περούλη στα Αυτόματα δεν είναι η υπόδειξη των διαφορών αλλά η υπόμνηση μιας καταλυτικής ομοιότητας. Μια ομοιότητα που έχει εγκατασταθεί στον πυρήνα της λογικής όλων των ομάδων και όλων των τάξεων που εκπροσωπούνται στα διηγήματα της συλλογής, για να φέρει στην επιφάνεια εκείνο το οποίο ανεπιγνώστως τις βασανίζει: την κοινωνική μηχανική στα δίχτυα της οποίας έχουν παγιδευτεί για πάντα. Κοινωνική μηχανική, ωστόσο, εδώ δεν σημαίνει τον υπέρτερο έλεγχο μιας αόρατης εξουσίας που επιδιώκει να εξαπατήσει και να χειραγωγήσει αλλά ένα αυτοφυές (κι ως εκ τούτου ακόμη πιο δεσμευτικό) σύμπαν όπου οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουν εις το διηνεκές τις αυτοματοποιημένες, τυφλές κινήσεις τους, αδειάζοντας τον κοινωνικό τους ρόλο από τον οποιονδήποτε μύθο και από το οποιοδήποτε νόημα. Γι’ αυτό και η κρίση παρεισδύει (όποτε παρεισδύει) στα τεκταινόμενα χωρίς να μπορεί να τα επηρεάσει (οι αυτοματοποιήσεις σπανίως επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες), γι’ αυτό και τα ιδιώματα στα οποία καταφεύγει ο Περούλης δεν είναι στην πραγματικότητα ιδιώματα αλλά μια εφιαλτικά ογκώδης παράθεση τεχνικών λεπτομερειών: ο στρόβιλος των καταναγκασμών που ρίχνει πάνω σ’ έναν συμπαγή τοίχο κάθε επαγγελματική δράση. Με αυτόν τον τρόπο όμως δεν απέχουμε μόνο παρασάγγας από τον ρεαλισμό, βαδίζοντας σ’ ένα εν πολλοίς συμβολικό πεδίο. Βλέπουμε, πολύ περισσότερο, πώς φτιάχνει τις κοινωνικές του εικόνες ένας συγγραφέας που έχοντας ευθύς εξαρχής αφήσει πίσω του το ατομικό και το ιδιωτικό κατορθώνει να επανακάμψει στο συλλογικό χωρίς ίχνος διδακτισμού, ηθικολογίας ή στράτευσης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ