Μάνος Γ. Μπίρης
Κώστας Η. Μπίρης,
Βίος αφιερωμένος στην πόλη των Αθηνών
Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, 2015,
σελ. 248, τιμή 30 ευρώ

Ενας ιδεώδης βιογράφος αφηγείται τη ζωή και τη δράση του αρχιτέκτονα, πολεοδόμου, ιστορικού και αθηναιολάτρη Κώστα Η. Μπίρη (1899-1980): είναι ο ανιψιός του και συνεχιστής του ιστοριογραφικού έργου του Μάνος Γ. Μπίρης, ομότιμος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ, ο οποίος, έχοντας στα χέρια του το προσωπικό αρχείο του βιογραφούμενου, ανέδειξε άγνωστες ή λησμονημένες πτυχές της πολυσχιδούς προσωπικότητάς του. Ο Κώστας Μπίρης έμεινε στη μνήμη των μεταγενέστερων με μία κυρίως από τις ιδιότητές του, εκείνη του βασικού ιστοριογράφου της ελληνικής πρωτεύουσας χάρη στο πρωτοποριακό έργο Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ό αιώνα (1966). Αντίθετα, στη σκιά αυτού του έργου παρέμενε η επιστημονική και αγωνιστική δράση του ως πολεοδόμου του Δήμου Αθηναίων (1925-1965). Πέραν του ιστορικού ενδιαφέροντός της, η πολεοδομική δράση του άπτεται θεμάτων που παραμένουν επίκαιρα, όπως είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος, της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και του φυσικού περιβάλλοντος, η σχέση παράδοσης και εκσυγχρονισμού και η αναζήτηση δημιουργικής διεξόδου σε χαλεπούς καιρούς. Αυτές ακριβώς τις πλευρές φωτίζει το βιβλίο του Μάνου Μπίρη. Η συναρπαστική αφήγησή του αναδεικνύει για πρώτη φορά την πολυπλοκότητα των παραγόντων που διέπουν τη διαμόρφωση, τις πεποιθήσεις, τις πνευματικές συγγένειες και τη διαδρομή του μαχόμενου αρχιτέκτονα-πολεοδόμου στη ραγδαία αστικοποιούμενη αθηναϊκή κοινωνία των ετών 1922-1980.

Η αναζήτηση της ισορροπίας


Στα δέκα κεφάλαια του βιβλίου ο συγγραφέας αφήνει τον βιογραφούμενο να μας μιλήσει ο ίδιος, συνδέοντας αριστοτεχνικά τον λόγο του με τα ιστορικά, πολιτισμικά και αρχιτεκτονικά συμφραζόμενά του.
Ο Κώστας Μπίρης βίωσε τη μετάβαση από την αγροτική κοινωνία στον αστικό βίο με εφόδιο την επιμελημένη αγωγή και παιδεία. Ως καθοριστικά στοιχεία και πρώτα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του ο ίδιος αναφέρει: την καταγωγή του από παλιά οικογένεια τεχνουργών με αρβανίτικες ρίζες, τη μητέρα του και τον επιπλοποιό πατέρα του οι οποίοι μόχθησαν για τη μόρφωση των τεσσάρων γιων τους. Ο βιογραφούμενος ανήκει στους δώδεκα πρώτους αποφοίτους της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ (έτος ιδρύσεως 1917), τους γνωστούς ως «12 Αποστόλους». Ο άνθρωπος που επηρέασε καθοριστικά τη διάπλαση της επιστημονικής προσωπικότητάς του ήταν ο διακεκριμένος γάλλος αρχιτέκτων, αρχαιολόγος και πολεοδόμος Ερνέστ Εμπράρ, βασικός οργανωτής της Σχολής και καθηγητής στην έδρα της Κτιριολογίας. Από αυτόν δεν θα διδαχθεί μόνο την αξία του ορθολογισμού, του μέτρου και της βυζαντινής παράδοσης. Ο Κώστας Μπίρης είναι ο πρώτος σπουδαστής που ο Εμπράρ επιλέγει το 1919 ως βοηθό του στη σύνταξη λεπτομερειακών μελετών του νέου σχεδίου της πυρίκαυστης ζώνης της Θεσσαλονίκης, στρέφοντάς τον από νωρίς στην αναδυόμενη επιστήμη της πολεοδομίας. Χάρη στον Εμπράρ ο θεληματικός σπουδαστής θα έλθει για πρώτη φορά σε επαφή και με το πολεοδομικό πρόβλημα της Αθήνας, εργαζόμενος στα σχεδιαστήρια του νεοσύστατου υπουργείου Συγκοινωνίας όπου εκπονήθηκε το ανεκτέλεστο σχέδιο της Επιτροπής Καλλιγά. Η προϋπηρεσία του αυτή συνετέλεσε στο να προσληφθεί το 1925 στον Δήμο Αθηναίων και να υπηρετήσει επί σαράντα χρόνια, στην αρχή ως διευθυντής Σχεδίου Πόλεως και αργότερα ως διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών.
Ο Κώστας Μπίρης ανήκει στη γενιά που σφραγίστηκε έντονα από τα βιώματα της Μικρασιατικής Καταστροφής και προβληματίστηκε για μείζονα θέματα του νεοελληνικού πολιτισμού, για τον επιδερμικό κοσμοπολιτισμό των ηγετικών στρωμάτων της κοινωνίας, για την παράδοση και για την Ιστορία. Η γενιά αυτή ανανέωσε τη συνομιλία με το παρελθόν, αναζήτησε την ισορροπία μεταξύ νεωτερικότητας και παράδοσης, ανακάλυψε τον Μακρυγιάννη και αισθητικοποίησε το λαϊκό. Ο ίδιος συνδυάζει τον ορθολογισμό και ηθικό ρεαλισμό με τη συναισθηματική νοημοσύνη, κρατώντας ίσες αποστάσεις από τη μορφοκρατία των μοντερνιστών και τη γραφικότητα των τοπικιστών αρχιτεκτόνων της εποχής του. Η στάση του αυτή τον φέρνει κοντά σε παλαιότερους και νεότερους αρχιτέκτονες τους οποίους δηλώνει ή φαίνεται ότι εκτιμά: τον Αριστοτέλη Ζάχο, τον Βασίλειο Κουρεμένο, τον Κυριακούλη Παναγιωτάκο, τον Αρη Κωνσταντινίδη.
Σε αναπηρικό καροτσάκι


Εκτός από τα υπόλοιπα οδυνηρά βιώματα της γενιάς του –Πόλεμος του ’40, Κατοχή, εμφύλια σύρραξη -, ο Κώστας Μπίρης δοκιμάστηκε σκληρά και από τη μοίρα. Το 1928, δύο χρόνια μετά την εκπαιδευτική επίσκεψή του στο Παρίσι, προσβάλλεται από τον δάγκειο πυρετό στα προσφυγικά παραπήγματα του Πολυγώνου, ο οποίος προκαλεί παράλυση των κάτω άκρων. Η φυσική αυτή αναπηρία όχι μόνο δεν ανακόπτει αλλά ενδυναμώνει την υπηρεσιακή δράση του και τη διευρύνει με το μνημειώδες έργο του για την ιστορία της νεότερης Αθήνας. Από το κυλιόμενο αναπηρικό καρότσι του θα αγωνιστεί υπέρ των συμφερόντων του Δήμου Αθηναίων, υπερασπιζόμενος με αίσθημα ευθύνης και παρρησία τόσο την περιαστική γη από επεκτάσεις του εγκεκριμένου σχεδίου που εξυπηρετούν συμφέροντα των οικοπεδεμπόρων όσο και τον δημόσιο χώρο –πλατείες, οδούς, αρχαιολογικούς χώρους, λόφους και κρατική γη –από την αλόγιστη εκμετάλλευση. Παρά την τότε μειονεκτική θέση των δημοτικών υπηρεσιών έναντι των κρατικών φορέων, οι παρεμβάσεις του άσκησαν ανασταλτική επιρροή σε αρκετές ασυνάρτητες εντάξεις εκτάσεων στο σχέδιο, σε καταπατήσεις κοινοχρήστων χώρων, σε καταργήσεις πλατειών και οδών κ.ά. Πρωτοστάτησε ακόμη στην ανάδειξη της αξίας του αθηναϊκού νεοκλασικισμού και στην προσπάθεια αφύπνισης των Αθηναίων του Μεσοπολέμου για την απειλούμενη αρχιτεκτονική του ιστορικού τους κέντρου με αφορμή την κατεδάφιση δύο σημαντικών κτιρίων: του μεγάρου Ράλλη στην πλατεία Κλαυθμώνος (αρχιτέκτων Στ. Κλεάνθης) και του Δημοτικού Θεάτρου (αρχιτέκτων Ε. Τσίλλερ).
Από το αξιόλογο υπηρεσιακό έργο του ξεχωρίζουν το ανεκτέλεστο «Γενικό Σχέδιο Ανασυγκροτήσεως Πρωτευούσης» (1945), το οποίο προέβλεπε ζώνη πρασίνου, ανάδειξη των λόφων και ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, και η πρόταση ίδρυσης νέας πόλης στο Θριάσιο Πεδίο για την αποσυμφόρηση του διοικητικού κέντρου (1936).
Η βαθιά αγάπη για την Αθήνα και τους κατοίκους της έδωσε δημιουργική διέξοδο στην έφεση του Κώστα Μπίρη προς την έρευνα και το γράψιμο. Επηρεασμένος από τον φίλο του, Δημήτριο Καμπούρογλου, αφιερώνεται στην ιστορία της νεότερης πόλης, αποκαλύπτοντας με τις δημοσιεύσεις του των ετών 1933-1971 την πολεοδομική, αρχιτεκτονική και κοινωνική της εξέλιξη. Εργο του είναι και η πρώτη Ιστορία του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (1957). Από τις ηθογραφικές και λαογραφικές μελέτες του ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν Ο Καραγκιόζης –Ελληνικό λαϊκό θέατρο (1952) και Αρβανίτες –οι Δωριείς του νεωτέρου Ελληνισμού (1960).
Μολονότι ο Κώστας Μπίρης δεν υπήρξε εύκολος χαρακτήρας και ορισμένες προτάσεις ή απόψεις του επιδέχοναι κριτική, οι υποθήκες του είναι πολύτιμες σε μια εποχή χρεοκοπίας του ακραίου ατομικισμού και ωφελιμισμού. Η βιογραφία του από τον Μάνο Μπίρη δεν απευθύνεται μόνο στους αρχιτέκτονες και πολεοδόμους. Το καλογραμμένο αυτό βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από όσους ενδιαφέρονται για την Αθήνα του 19ου και του 20ού αιώνα.
Η κυρία Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ είναι ιστορικός Αρχιτεκτονικής και ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ