Τζωρτζ Στάϊνερ
Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι.

Δοκίμιο Παλαιάς Κριτικής
Μετάφραση Κώστας Σπαθαράκης.
Εκδόσεις Αντίποδες, 2015,
σελ. 495, τιμή 16,5 ευρώ

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε ο Τζορτζ Στάινερ. Τον καθιέρωσε σχεδόν αμέσως ως έναν από τους σημαντικότερους δοκιμιογράφους και δεν είναι ανεξήγητο που ακόμη και σήμερα αποτελεί έργο αναφοράς. Eξεδόθη το 1959, όταν η Νέα Κριτική κυριαρχούσε όχι μόνο στο εσωτερικό της αγγλόφωνης πανεπιστημιακής κοινότητας αλλά και στις κριτικές αναλύσεις στα περιοδικά της εποχής. Ο Στάινερ, παρότι αναγνωρίζει τις οφειλές του στη Νέα Κριτική που επανέφερε το ζήτημα της σοβαρής ανάγνωσης και ανάλυσης των λογοτεχνικών έργων, δεν ασπάζεται το δόγμα των εκπροσώπων της ότι το έργο είναι αυτόνομη ενότητα ανεξάρτητη από τον δημιουργό της. Χαρακτηρίζει την κριτική του «παλαιά» (οι κοινωνιολόγοι θα τη χαρακτήριζαν «ολιστική») επειδή συνδέει τον δημιουργό με το έργο, την εποχή, το παρελθόν και το παρόν. Και επιλέγει τους δύο κορυφαίους του ρωσικού ρεαλισμού, τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι, ως τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα.

Η ανάλυση του Στάινερ είναι συγκριτική, η μέθοδός του διαλεκτική (χεγκελιανή), η αφήγησή του πολυπρισματική και αναφέρεται σε ένα τεράστιο φάσμα συγγραφέων και έργων προϋποθέτοντας ότι ο αναγνώστης τα γνωρίζει. Η περιοχή του εδώ είναι το μυθιστόρημα, δεν παραλείπει όμως όποτε του είναι χρήσιμο να αναφέρεται και σε ποιητές. Στο κέντρο της τοποθετεί τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι, συγγραφείς με τους οποίους οι Νέοι Κριτικοί ουδέποτε ασχολήθηκαν. Αντιπαραθέτοντάς τους και αναλύοντας τα μείζονα έργα τους εξηγεί γιατί μέσω των επιτευγμάτων τους αποδεικνύεται η ενότητα του δυτικού πολιτισμού: ο Τολστόι είναι ο επικός, ο κληρονόμος της ομηρικής παράδοσης, ενώ ο Ντοστογέφσκι ο δραματικός, ο διάδοχος των ελλήνων τραγικών και του Σαίξπηρ.
Προτιμά ελαφρώς τον Ντοστογέφσκι


Ο αναγνώστης δεν καλείται να επιλέξει ανάμεσα στον Τολστόι και στον Ντοστογέφσκι –μολονότι ο Στάινερ φαίνεται να προτιμά ελαφρώς τον δεύτερο. Αν όμως το πράξει, κατά την ευφυέστατη ανάλυσή του, στρατεύεται υπαρξιακά στη φαντασία. Θα κινηθεί ανάμεσα στο μυστήριο που αντιπροσωπεύει το μέλλον (Τολστόι) και στο μυστήριο του Θεού (Ντοστογέφσκι). Ο Τολστόι πίστευε ότι μόνο η κοινωνία των ανθρώπων μπορεί να μας δείξει το μονοπάτι της ζωής και πως ο Θεός υπάρχει μέσα μας. Αυτό εκφράζεται κατ’ εξοχήν στο μεγάλο του έπος, το Πόλεμος και ειρήνη, αλλά και σε πλήθος άλλα κείμενά του. Για τον Ντοστογέφσκι μόνο η πίστη μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Αντιπαραθέστε στις απόψεις του Τολστόι τις φοβερές σελίδες της συνάντησης του Χριστού με τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στους Αδελφούς Καραμαζόφ και θα καταλάβετε τη διαφορά.
Λέων Τολστόι, ο επικός, ο κληρονόμος της ομηρικής παράδοσης

Ο Στάινερ βεβαίως αναφέρεται και σε άλλες διαφορές. Μία από τις κυριότερες: ο Τολστόι είναι συγγραφέας του φυσικού κόσμου, ενώ ο Ντοστογέφσκι κατ’ εξοχήν της πόλης (γι’ αυτό και τα μυθιστορήματα του τελευταίου διαθέτουν απαράμιλλη θεατρικότητα και διασκευές τους έχουν ανεβεί σε πολλές θεατρικές σκηνές παγκοσμίως). Ο Τολστόι είναι η φύση, η γη, ο απέραντος κόσμος της δημιουργίας. Ο Ντοστογέφσκι είναι το δράμα (κάποτε και το μελόδραμα) και ο χώρος του δράματος, δηλαδή η πόλη. Και επειδή για τον Τολστόι καθήκον μας, με την έννοια του ηθικού αιτήματος, είναι να δημιουργήσουμε ένα επί γης βασίλειο του Θεού, χριστιανισμός και παγανισμός συγκλίνουν στο έργο του και διαμορφώνουν την ουτοπία του. Οι διαφορές ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο για τον Τολστόι δεν είναι μόνο ηθικής αλλά και αισθητικής και κοινωνικής τάξεως. Αν η κοινωνία είναι η μόνη που μπορεί να μας δείξει το μονοπάτι προς το μέλλον, αντιλαμβανόμαστε γιατί οι μπολσεβίκοι προτιμούσαν τον Τολστόι από τον Ντοστογέφσκι (που τον προτιμούν επίσης οι αναρχικοί) ή γιατί τον θαύμαζε ο Γκάντι.

Ο Στάινερ παρατηρεί ότι «ο Θεός του Τολστόι εμπλέκεται σε έναν συναρπαστικό ανταγωνισμό με τον Θεό του Ντοστογέφσκι». Τον τελευταίο τον απορρίπτει όχι μόνο ο Ναμπόκοφ αλλά και πολλοί ορθολογιστές τόσο για τον πανσλαβισμό του όσο και για τον κατά τον Μπέρτραντ Ράσελ νευρωτικό χριστιανισμό του.

Υπεράσπιση του δυτικού πολιτισμού
Ο Τολστόι και ο Ντοστoγέφσκι δεν συναντήθηκαν ποτέ (όπως ουδέποτε συναντήθηκε ο Σολωμός με τον Κάλβο όταν ζούσαν και οι δύο στη Ζάκυνθο). Είχε κανονιστεί μια συνάντησή τους, αλλά ο Τολστόι έκανε πίσω την τελευταία στιγμή.
Ο Στάινερ εκφράζει τον θαυμασμό του και για τους δύο από την αρχή ακόμη του βιβλίου του και συγκρίνοντάς τους με τους ρεαλιστές άλλων χωρών τους θεωρεί ανώτερους. Ετσι, για τον ίδιον η Αννα Καρένινα του Τολστόι είναι ανώτερη από τη Μαντάμ Μποβαρύ του Φλoμπέρ και ο γίγαντας του γαλλικού ρεαλισμού Μπαλζάκ κατώτερος από τους δύο Ρώσους.
Το εύρος των παραθεμάτων και των παραδειγμάτων που χρησιμοποιεί τούτος ο Γαργαντούας της γραφής είναι τεράστιο και εμφανώς οφείλεται στο ότι ήθελε να καταπλήξει. Ο αναγνώστης μπορεί αρκετά από τα βιβλία στα οποία παραπέμπει να μην τα έχει διαβάσει, αλλά δεν δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τους συλλογισμούς και τη ροή του σταϊνερικού λόγου, γιατί αυτός ο μείζων δοκιμιογράφος, που δοκίμασε τις δυνάμεις του και στη μυθοπλασία χωρίς επιτυχία, διαθέτει ένα σπάνιο για δοκιμιογράφο προσόν: ασύγκριτη αφηγηματική χάρη που συνοδεύει ένα ανήσυχο και σπινθηροβόλο πνεύμα. Θα έλεγα ότι, πέραν του θέματος που πραγματεύεται, το βιβλίο του συνιστά και μια υπεράσπιση του δυτικού πολιτισμού, των μεγάλων αφηγήσεων και της λογοτεχνίας στο σύνολό της. Αυτή είναι άλλωστε η κινητήρια δύναμη και του έργου που κατέθεσε αργότερα.
Σχεδόν όλα τα σημαντικά βιβλία του Τζορτζ Στάινερ έχουν μεταφερθεί στη γλώσσα μας. Το Τολστόι ή Ντοστογέφσκι (ή και οι δύο, θα λέγαμε), μεταφρασμένο θαυμάσια από τον Κώστα Σπαθαράκη, έρχεται τώρα να προστεθεί στον «κατάλογο».
Ο Στάινερ στο εγκώμιό του για τον Λούκατς, που περιλαβάνεται στη συλλογή δοκιμίων του Language and Silence, αναφερόμενος στη «μούσα της κριτικής», την αποκαλεί «μικρή». Δεν είναι διόλου βέβαιος κανείς γι’ αυτό, ιδίως όταν διαβάζει δοκιμιογράφους του δικού του διαμετρήματος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ