Γιάννης Ατζακάς
Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη
Διηγήματα. Εκδόσεις Αγρα,
σελ. 173, τιμή 15 ευρώ

Με την τριλογία του Διπλωμένα φτερά, Θολός βυθός και Φως της Φονιάς, δημοσιευμένη μεταξύ 2007 και 2013, ο Γιάννης Ατζακάς θα εξιστορήσει την πορεία μιας επώδυνης ενηλικίωσης. Ο αυτοβιογραφικός του ήρωας ξεκινάει τη διαδρομή του σαν οκτάχρονο παιδί από τη Θάσο του Εμφυλίου (η μάνα του έχει πεθάνει κι ο πατέρας του έχει περάσει ως πολιτικός πρόσφυγας στην Ανατολική Ευρώπη), συνεχίζει με μια μακρά περιπλάνηση στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης (από την Αθήνα μέχρι τη Βέροια και τη Θεσσαλονίκη), στις οποίες μολονότι γιος κομμουνιστή θα ανακαλύψει ένα καταφύγιο θαλπωρής, και επιστρέφει ως έφηβος στον τόπο της γέννησής του, όπου θα βασανιστεί από τη συνεχιζόμενη πατρική απουσία. Μέσα ωστόσο από αυτή την παρατεταμένη περιπέτεια ο μικρός Γιάννης θα καταφέρει, πατώντας μια εδώ και μια εκεί, να αποδεσμευτεί από την παιδική και την εφηβική του ηλικία και να βαδίσει στον δικό του, εντελώς προσωπικό δρόμο, που δεν είναι άλλος από το γράψιμο.

Το πρόσωπο του μικρού Γιάννη θα το συναντήσουμε σε διάφορες εκδοχές (άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο αναγνωρίσιμο) τουλάχιστον στα μισά από τα διηγήματα που αποτελούν τη συλλογή Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη. Μια περιπλάνηση αυτή τη φορά στη φλεγόμενη δεκαετία του 1960, όταν ο παλαιός τρόφιμος των ιδρυμάτων της βασιλίσσης θα υιοθετήσει ως γνήσιο τέκνο του πατρός του τις ιδέες της Αριστεράς, ζώντας στο πετσί του τις καινούργιες της περιπέτειες: από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη μέχρι τις απειράριθμες διώξεις και το κλίμα τρομοκράτησης σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής. Με τη διαφορά πως ο ήρωας, σε όποιο όνομα κι αν ακούει από διήγημα σε διήγημα, δεν έχει ούτε το σιδερένιο ιδεολογικό σθένος του πατέρα του ούτε την αράγιστη ψυχική και σωματική αντοχή του. Και οι ιδέες του, μαζί με την ταξική καταγωγή του, μοιάζουν πολύ φτενές ή ασήκωτα βαριές για στυλώσουν εκείνο που συγκλονίζει τον ίδιο: την ανάγκη του για έναν βαθύ και απερίσπαστο έρωτα, που θα χαθεί μέσα στη ματαίωση μιας νιότης η οποία εντελώς άλλα έλπισε για τον εαυτό της και τον κόσμο. Και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο πως όταν ο ήρωας (καθαρώς αυτοβιογραφικός ξανά) θα ανταμώσει τον πατέρα του στη Βάρνα, θα βρεθεί μπροστά σ’ ένα πολιτικό και ιδεολογικό ερείπιο, σ’ έναν άνθρωπο στραμμένο εξ ολοκλήρου στη μοναξιά του.
Και στα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής πάντως οι πρωταγωνιστές, που κινούνται σε ένα ευρύ χρονικό φάσμα (από το 1922 μέχρι και τα χρόνια της Μεταπολίτευσης), δεν θα έχουν σπουδαία τύχη. Αντρες και γυναίκες που θα χτυπηθούν αλύπητα από τον θάνατο (των άλλων και τον δικό τους), οικογένειες και περιουσίες που θα ξεκληριστούν, ανήμπορα αγόρια που θα ντραπούν μέχρις εσχάτων για τη φτώχεια και τον κατατρεγμό τους. Κι όλα αυτά με μια γλώσσα που παρά την κάποτε μελοδραματική πλοκή και δραματουργία της αφήγησης θα κατορθώσει να υπερβεί τα εσκαμμένα και να αναδείξει με τον συγκρατημένο λυρισμό της (ποτέ ξέχειλο, ποτέ περιγραφικό ή άσκοπο) από τη μια μεριά την ομορφιά των βορειοελλαδίτικων τοπίων και από την άλλη τον διαταραγμένο (από τον έρωτα αλλά και από τον πόνο) ψυχισμό των ηρώων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ