Αγγελος Νταλαχάνης
Ακυβέρνητη παροικία.
Οι Ελληνες στην Αίγυπτο
από την κατάργηση των
προνομίων στην έξοδο, 1937-1962
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015,
σελ. 396, τιμή 20 ευρώ

Η Μάρσα Ματρούχ είναι σήμερα ένα ακμάζον τουριστικό θέρετρο στις ακτές
του Λιβυκού Πελάγους, 240 χιλιομέτρα δυτικά της Αλεξάνδρειας. Εκατό
χρόνια πριν, πολίχνη τότε, φιλοξενούσε μια δραστήρια ελληνική κοινότητα
3.000 κατοίκων, μικρό τμήμα της παροικίας της Αιγύπτου. Ανθούσε ακόμη το
1952, όταν οι μεταπολεμικές εξελίξεις την είχαν περιορίσει σε 100
οικογένειες: «Υπάρχουν 5 ελληνικά ξενοδοχεία – πανσιόν, 3 καφενεία, 3
αρτοποιεία, 2 εστιατόρια και έν παντοπωλείον. Επίσης, τα πρατήρια
πετρελαίου και βενζίνης των εταιρειών Σελλ και Σκαόνυ – Βάκιουμ
ευρίσκονται το μεν κατά το ήμισυ, το δε καθ’ ολοκληρίαν, εις χείρας
ελληνικάς. (…) Το μεγαλύτερον και πολυτελέστερον ξενοδοχείον (ΛΙΛΟ)
τελεί υπό ελληνικήν εκμετάλλευσιν» έγραφε ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας
στην Αλεξάνδρεια Αλέξιος Λιάτης. Η εικόνα της επιχειρηματικής ισχύος
ήταν, όπως και για το σύνολο του αιγυπτιακού Ελληνισμού, ακριβής και
ταυτόχρονα απατηλή: σε μια δεκαετία θα συρρικνωνόταν δραματικά και
οριστικά. Τους όρους, τα αίτια και τη φυσιογνωμία της εξόδου από την
Αίγυπτο καταγράφει και ερμηνεύει ο ιστορικός Αγγελος Νταλαχάνης στην
«Ακυβέρνητη παροικία», μια αξιόλογη αναθεωρητική προσέγγιση του
ζητήματος.

Αυτοκρατορία και έθνος
Το στερεότυπο της έξωσης θέλει την κοινότητα να αποχωρεί μαζικά την
περίοδο 1960-1962 εκδιωγμένη από το καθεστώς του χαρισματικού εθνικιστή
στρατηγού Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, όπως συνέβη με Βρετανούς, Γάλλους και
Βέλγους. Σύμφωνα με τον Νταλαχάνη, η έξοδος δεν ήταν αποτέλεσμα εκδίωξης
αλλά απότοκος μακρότερης διαδικασίας ταυτισμένης με την ιδεολογία, την
ταξική σύνθεση και κυρίως με τη θέση και τη λειτουργία των Αιγυπτιωτών
στην αιγυπτιακή κοινωνία.
Η ισχύς του ελληνικού στοιχείου αντλήθηκε από την ισχύ των
διομολογήσεων, του ευνοϊκού καθεστώτος που διείπε από τον 18ο αιώνα τις
σχέσεις Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ευρωπαίων. Κληροδοτημένο στην
αυτόνομη Αίγυπτο του 19ου αιώνα και την κηδεμονευόμενη από τη Βρετανική
Αυτοκρατορία Αίγυπτο του 20ού, αυτό επέτρεψε στους Ελληνες να
ευημερήσουν ως προνομιούχος κοινότητα. Η αναθεώρηση των διομολογήσεων με
τη Συνθήκη του Μοντρέ το 1937 όμως έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της
«αναπροσαρμογής» της παροικίας από την οργανωτική αρχή της αυτοκρατορίας
σε αυτήν του έθνους-κράτους. Για τον Νταλαχάνη η προσαρμογή υπήρξε
ανέφικτη, παρά τις ευνοϊκές διαθέσεις της νασερικής κυβέρνησης (οι
οποίες ωστόσο δεν εκφράστηκαν πάντοτε στο επίπεδο της υπαλληλίας), λόγω
ανεπάρκειας και αντιφατικών στρατηγικών της κοινοτικής ηγεσίας και του
ελληνικού κράτους: η εικόνα «ακυβέρνητης παροικίας» του τίτλου συνοψίζει
ακριβώς το συμπέρασμά του.
Η πυκνότητα και η ποικιλία του πλέγματος των λεπτομερειών που οδηγούν σε
αυτό συνιστούν το ελκυστικότερο στοιχείο της σύνθεσης. Τοποθετώντας την
παροικία στον χώρο και στον χρόνο, ο συγγραφέας υπογραμμίζει τη σημασία
της ως μεταναστευτικού προορισμού από τον 19ο αιώνα: ο επαναπατρισμός
των Ελλήνων μπορεί να μην ήταν ασυνήθιστος, συνοδευόταν όμως από διαρκές
ρεύμα αναπλήρωσής τους, δηλωτικό των ευκαιριών που η Αίγυπτος
παρουσίαζε. Το 1937, αφετηρία της επισκόπησής του, οι Αιγυπτιώτες
αριθμούσαν 68.559 άτομα αποτελώντας την πολυπληθέστερη κοινότητα
Ευρωπαίων, κάτι που δεν άλλαξε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Τα ενδότερα της παροικίας
Οι εσωτερικές διαστάσεις της πολιτικής της παροικίας ορίστηκαν από
δύο άξονες. Ο πρώτος ήταν η σχέση με το κυρίαρχο αιγυπτιακό στοιχείο, ο
δεύτερος το εμφυλιοπολεμικό χάσμα μεταξύ εθνικοφροσύνης και Αριστεράς.
Οσο οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις με την αιγυπτιακή κυβέρνηση για μια
«Συνθήκη Εγκατάστασης» που θα διασφάλιζε το μέλλον δεν είχαν αποτέλεσμα,
η κρατική νομοθεσία και οι δημογραφικές μεταβολές (ο ιθαγενής πληθυσμός
αυξήθηκε από 15,7 σε 25,9 εκατομμύρια μεταξύ 1937 και 1960) δυσχέραιναν
αντικειμενικά τις προοπτικές. Η αγορά εργασίας των μεσαίων στρωμάτων
συρρικνωνόταν, η απόρριψη της γνώσης των αραβικών απέκοπτε την κοινότητα
από τον αιγυπτιακό περίγυρο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50
επιχειρήθηκε η διακρατική συνεννόηση με τον Νάσερ υπέρ των Αιγυπτιωτών,
όμως ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής θα αφηγούνταν αργότερα
πως «εγνώριζα ότι η ιστορική εξέλιξις ήτο εναντίον τους». Επιπλέον, σε
αρκετούς κυβερνητικούς κύκλους κυριαρχούσε το φάντασμα του 1922 –ο
φόβος ότι «μια μαζική άφιξη Αιγυπτιωτών θα είχε καταστροφικές συνέπειες
για την Ελλάδα».
Η συγκεκριμένη ανησυχία σχετιζόταν, κατά τον Νταλαχάνη, και με την
κληρονομιά του Εμφυλίου. Μεταπολεμικά η Αριστερά είχε καταστεί η κύρια
«αντιπολίτευση» εντός της κοινότητας αρθρώνοντας διακριτό λόγο
–υποστήριζε, λόγου χάρη, τον επαναπατρισμό στην Ελλάδα για τον
αυξανόμενο αριθμό απόρων και ανέργων αντί της μετανάστευσης στο
εξωτερικό που πρόκρινε η ηγεσία της παροικίας, ενώ χαιρέτισε την
εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ το 1956 σε αντίθεση με την αμφίσημη
στάση των ηγετικών στελεχών που ήλπιζαν ότι μια αγγλογαλλική επέμβαση θα
μπορούσε να επαναφέρει την «τάξη». Τα «ιδιαιτέρως οξυμμένα
αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά τόσο της παροικιακής ηγεσίας όσο και
των εκπροσώπων του ελληνικού κράτους» εντοπίζει ο συγγραφέας στην
πρακτική του φακελώματος των αιγυπτιωτών αριστερών και στην πολιτική της
«αποσυμφόρησης» της παροικίας –τη συνεργασία στη δεκαετία του ’50
Εμπορικού Επιμελητηρίου Αλεξανδρείας, ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών
και διεθνών φορέων για τη μετανάστευση «Αιγυπτιωτών χαμηλότερων
κοινωνικών τάξεων» σε χώρες όπως η Αυστραλία και η Βραζιλία αντί του
επαναπατρισμού τους: «Η παρουσία τους συνιστούσε απειλή για την
κοινωνική τάξη όχι μόνο στην παροικία αλλά και στην Ελλάδα». Δίαυλοι
επιρροής της Αριστεράς πάντως στα της παροικίας έμειναν ανοιχτοί: στις
αρχές της δεκαετίας του ’50 διακρίνεται «μια άτυπη συμμαχία ανάμεσα στην
Αριστερά και αιγυπτιώτες βιομηχάνους» προκειμένου «να παραμεριστεί η
παλιά αποικιακή ελίτ».
Αυτές οι ελίτ, αποικιακές και οικονομικές, θίχτηκαν περισσότερο από τον
«αραβικό σοσιαλισμό» της πολιτικής Νάσερ για τους ξένους εργαζομένους
και τις εθνικοποιήσεις της περιόδου 1960-1961 διαχέοντας την ανασφάλεια
στο σύνολο της κοινότητας. Αν και η έξοδος ήταν τελικά ανομοιογενής,
ανισοβαρής και εξαρτήθηκε όχι μόνο από οικονομικούς αλλά και κοινωνικούς
και συναισθηματικούς λόγους (ο Νταλαχάνης επισημαίνει ότι για πολλούς
που παρέμειναν η Ελλάδα αντιπροσώπευε τη μητέρα-πατρίδα ως
«πολιτισμικό-φαντασιακό χώρο», η Αίγυπτος την «πρώτη και μοναδική
πατρίδα» όπου είχαν γεννηθεί και ζήσει), συντελέστηκε ταχύτατα. Από τους
47.673 Ελληνες του 1960 μόλις 17.000 απέμεναν το 1967. Ωστόσο, όπως
σημειώνει ο συγγραφέας, ως κορύφωση μιας πολύπλοκης διαδικασίας των
προηγούμενων δεκαετιών, με μειούμενο πληθυσμό και προοδευτικό στένεμα
των οριζόντων, «η Αίγυπτος για πολλούς Ελληνες είχε ήδη «χαθεί»» εκ των
προτέρων.

Για την «Ακυβέρνητη παροικία» θα μιλήσουν τη Δευτέρα 11
Ιανουαρίου, στις 7.00 μ.μ., στο Κεντρικό Κτίριο του Μουσείου Μπενάκη
(Κουμπάρη 1, Κολωνάκι) οι Χρήστος Χατζηιωσήφ, Κωστής Καρπόζηλος, Νικόλας
Βουλέλης και ο συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ