Χριστόφορος Λιοντάκης
Ποιήματα 1982-2010
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015,
σελ. 174, τιμή 12,72 ευρώ

Ο Χριστόφορος Λιοντάκης είναι ο ποιητής της διπλανής πόρτας, ο ποιητής που κυκλοφορεί παντού με τα πόδια, ο ποιητής που απολαμβάνει τη λαϊκή αγορά της Καλλιδρομίου. «Δεν πάω μονάχα για τα φρούτα και τα λαχανικά, πάω για τον κόσμο, για το πανηγύρι της πραγματικότητας» έλεγε τις προάλλες στο «Βήμα».

Αλλωστε ο σκοπός της ποίησης, κατά τον ίδιο, είναι ταπεινός και ταυτοχρόνως μεγαλειώδης, «να κάνει τον αναγνώστη να δει αλλιώς την πραγματικότητα, να βγει απ’ τον ζόφο της συνήθειας, να βγάλει τον πέπλο απ’ τα μάτια, να μην προσπεράσει την ομορφιά που υπάρχει γύρω του. Το βλέμμα του ποιητή αλλάζει και το δικό μας βλέμμα».
Μας υποδέχθηκε εγκάρδια στο σπίτι του στα Εξάρχεια και μίλησε για όσα καθορίζουν το έργο του ως σήμερα. Αφορμή στάθηκε η έκδοση ενός δεύτερου συγκεντρωτικού τόμου της ποίησής του από τον Γαβριηλίδη (μετά τις «Εικόνες που επιμένουν» το 2012) ο οποίος καλύπτει την περίοδο 1982-2010 (περιλαμβάνονται οι συλλογές «Ο Μινώταυρος μετακομίζει», «Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες», «Με το φως» και «Στο τέρμα της πλάνης» που κυκλοφόρησαν κατά μόνας από τον Καστανιώτη).
«Υπάρχει μια περίεργη μυθολογία για τα Εξάρχεια. Θα έλεγα ότι η κάθε εκδοχή, και η καλή και η κακή, εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα. Οι πραγματικοί κάτοικοι της περιοχής είναι απλώς ανεκτικοί με τους «μουσαφίρηδες» που έρχονται. Τα δέχονται ίσως όλα. Από την άλλη πλευρά, το σλόγκαν ότι είναι χώρος διακίνησης ιδεών πάσχει επίσης. Αυτό είναι εν μέρει ένα προπέτασμα καπνού για τις παράνομες πράξεις, τα ναρκωτικά, τη βία. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι οι δύο αυτές συγκρουόμενες τάσεις μπορούν και συμβιώνουν» συνέχισε ο ίδιος και μας παρέπεμψε «για τα υπόλοιπα» σ’ ένα ποίημά του που δημοσιεύθηκε στο «Εντευκτήριο» στις αρχές του έτους, στο αφιέρωμα που του έκανε (τεύχος 106) το λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης.
«Η ποίηση είναι εμπειρίες»


Ο Χριστόφορος Λιοντάκης, γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1945, πιστεύει ότι ο ποιητικός λόγος «είναι ένας λόγος παρηγορητικός». Και μολονότι «ο Ρεμπώ είναι ευαγγέλιο», είναι πεπεισμένος ότι τον καλύτερο ορισμό της ποίησης τον έχει δώσει ένας άλλος μεγάλος γάλλος ποιητής, ο Μπωντλαίρ: «Αναφέρει, λοιπόν, ότι «ο ποιητής πρέπει να αιχμαλωτίζει το αιώνιο μέσα απ’ τις φευγαλέες όψεις του εφήμερου και του πρόσκαιρου» και αυτό τα λέει όλα».
Η ποίηση, υπογράμμισε, δεν είναι για όλες τις ώρες. «Η ποίηση χρειάζεται μια καλή προαίρεση για να διαβαστεί και πρέπει να διαβάζεται μόνο όταν υπάρχει η καλή διάθεση από την πλευρά του αναγνώστη».
Επιπλέον θεώρησε απαραίτητο να προβεί σε μια «διευκρίνιση» επειδή βλέπει ότι «έχει συνδεθεί η ποίηση πάρα πολύ με το συναίσθημα. Η ποίηση κατά κύριο λόγο είναι εμπειρίες, μετουσιωμένες εμπειρίες ασφαλώς. Χωρίς εμπειρίες δεν γράφεις ποίηση. Η ποίηση δεν είναι συναισθήματα. Και γι’ αυτό είναι ένας χώρος παρεξηγημένος. Ετσι εξηγείται και ο πληθωρισμός. Η ποίηση δεν είναι το ημερολόγιό μας. Ούτε τα γράμματα που θα στέλναμε στους οικείους μας. Στην Ελλάδα πάντως έχουμε παράδοση και καλής και κακής ποίησης» τόνισε με νόημα.
«Ο ποιητής πρέπει να σαγηνεύει τις λέξεις, με την αρχική σημασία του ρήματος (σ.σ.: σαγήνη λεγόταν το δίχτυ της τράτας, όργανο των ψαράδων), ξέρετε, «ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας»… «και δι’ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας» κτλ. Και με τη σειρά τους οι λέξεις να μαγεύουν, να απογειώνουν τον αναγνώστη. Ο ποιητής πρέπει να είναι γενναιόδωρος, πρέπει να ξοδεύεται, να αναλώνεται, πρέπει να είναι πάντα ανοιχτός. Λέει ο Απόστολος Παύλος (σ.σ.: προς Κορινθίους) «ο σπείρων φειδομένως, φειδομένως και θερίσει». Αν λοιπόν δεν είσαι γενναιόδωρος, δεν μπορείς να εκφράσεις τις σκέψεις και τα βιώματά σου ποιητικά. Τούτο για μένα είναι θεμελιώδες».

«Εμπνέομαι από τους αρχαίους μύθους»


Δύο μεγάλες πνευματικές δεξαμενές από τις οποίες αντλεί για την ποίησή του ο Χριστόφορος Λιοντάκης είναι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός και η χριστιανική γραμματεία, τα πατερικά κείμενα. «Εμπνέομαι κυρίως από τους αρχαίους ελληνικούς μύθους. Προσπαθώ όμως –και ίσως εδώ να διαφοροποιούμαι κάπως από πιο σημαντικούς ποιητές –τα θέματα και τα πρόσωπά τους να τα τοποθετώ σ’ ένα σύγχρονο πλαίσιο, θέλω η κίνηση στα ποιήματά μου να εγγράφεται στο σήμερα, επιδιώκω μια συναίρεση χρόνου. Αυτό με βοηθάει πολύ να αποδίδω καλύτερα και το ερωτικό στοιχείο που υπάρχει στην ποίησή μου.
Μια άλλη σημαντική πηγή έμπνευσης είναι τα παιδικά χρόνια, χρόνια σημαντικά για όλους μας ανεξαιρέτως. Η αναφορά όμως σε αυτά, στην εποχή της αθωότητας, είναι επίσης παρεξηγημένη. Τα παιδικά χρόνια δεν είναι χαζοαναμνήσεις, ούτε και πολύ μεγάλη νοσταλγία, είναι αυτά που σε σημάδεψαν ανεξίτηλα και τα κουβαλάς μέσα σου ως σήμερα. Εγώ είχα έντονα βιώματα από την εκκλησία, από τις λειτουργίες και τις ακολουθίες. Βασικώς με συνέπαιρνε το τελετουργικό, ο λόγος που ακουγόταν και ο τρόπος με τον οποίο ακουγόταν.
Πατερική θεολογία και ποίηση


Από την άλλη, η πατερική θεολογία είναι γεμάτη ποίηση, υπάρχουν σε αυτήν κείμενα συγκλονιστικά. Δεν έχω όμως σχέση ευσεβιστή με τον χριστιανισμό, είναι περισσότερο παγανιστική η σχέση μου μαζί του και λιγότερο η σχέση ενός πιστού. Μακριά από μένα ο ολέθριος «ελληνοχριστιανισμός» που έγινε έμβλημα φασιστών και δικτατόρων. Αυτό το ιδεολόγημα ήταν ένα κατασκεύασμα που είχε πολιτικές σκοπιμότητες. Αλλά αυτό δα έλειπε, να φοβόμαστε να πούμε ότι μας αρέσει και η αρχαία τραγωδία και ο Απόστολος Παύλος! Αυτά δεν συγκρούονται μόνον, μπορούν να είναι παραπληρωματικά. Εκτός από τη διδασκαλία του Χριστού, που ήταν ένα καθολικό κήρυγμα ανθρωπισμού, ως φιλοσοφία και ως θεολογία ο χριστιανισμός βασίζεται πάνω στην αρχαία ελληνική σκέψη. Οι μεγάλοι Πατέρες ήταν γνώστες εκείνων των κειμένων, τα θεμέλια βρίσκονται εκεί» εξήγησε ο ποιητής.
Αναφέρθηκε τότε στο πώς ο «περισσότερο ποιητής, παρά πεζογράφος» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο οποίος «έβριθε παθών» και «του οποίου οι περιγραφές αποθεώνουν το Σύμπαν», κατόρθωσε ακριβώς να «συνδυάσει υπέροχα το ελληνικό και το χριστιανικό στοιχείο».
Για τον Κ.Π. Καβάφη είπε ότι παραμένει «ο μεγάλος πρεσβευτής της ελληνικής ποίησης παγκοσμίως, η ενσάρκωση του ερωτικού οικουμενικού λόγου». Ασφαλώς οι επιρροές απ’ όλο το φάσμα της ευρωπαϊκής ποίησης στο έργο του Χριστόφορου Λιοντάκη είναι πολλές. Πέραν της γαλλικής, που έχει συστηματικά μεταφράσει, υπάρχει ο Χέλντερλιν, ο Ρίλκε, ο Ελιοτ.
«Η μετάφραση δεν είναι ματαιοπονία, είναι σημαντική γιατί σε κάνει να συνειδητοποιήσεις ότι δεν υπάρχει κανείς αυτάρκης πολιτισμός, χωρίς το μπόλιασμα με τα ξένα καλλιτεχνικά ρεύματα από την Ευρώπη, η νεότερη ελληνική ποίηση δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα».
Και η Ευρώπη σήμερα; «Τα θεμέλιά της τρίζουν. Η οικονομική κρίση επέτεινε την κρίση των αξιών της. Η Ευρώπη είναι σε απόλυτη ένδεια πολιτικού λόγου και κλονίζεται επειδή της λείπουν οι μεγάλες ηγετικές προσωπικότητες. Δεν είμαι ειδικός, αλλά η στενά οικονομικίστικη πολιτική που ασκείται μου φαίνεται βραχυπρόθεσμη και χωρίς προοπτική. Αν επικρατήσουν οι ακροδεξιές θέσεις, η ξενοφοβία και η ξενηλασία, το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο. Στις μέρες μας τα γεγονότα είναι καταιγιστικά. Βρισκόμαστε στον αστερισμό του τυχαίου και του απροσδόκητου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ