Dirk Philipsen
The Little Big Number
How GDP Came to Rule the World and What to Do about It
Princeton University Press, 2015, τιμή 29,95 δολάρια

Φανταστείτε έναν μανιώδη καπνιστή, εξαρτημένο από φαρμακευτικές ουσίες, κάτοχο ενός υπερμεγέθους αυτοκινήτου, ο οποίος καθ’ οδόν προς τον δικηγόρο προκειμένου να συζητήσουν για το διαζύγιό του συγκρούεται με ένα σχολικό λεωφορείο επειδή παράλληλα με την οδήγηση στέλνει sms στο κινητό του αναφορικά με την επικείμενη πώληση παράγωγων κεφαλαίων. Με αυτόν τον τρόπο περιγράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του «The Little Big Number» ο γερμανός καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας Ντιρκ Φίλιπσεν τον ανθρώπινο τύπο που αντιπροσωπεύει σήμερα έναν «ήρωα της οικονομίας». Με τα τρέχοντα μέτρα και σταθμά, η παραπάνω ξέφρενη πορεία απαρτίζεται από διακριτά χαρακτηριστικά (παραγωγή, κατανάλωση, επενδύσεις) κατ’ εξοχήν αποδεκτά από κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς, ανεξάρτητα από τις δυνητικές τους συνέπειες για το άτομο ή το κοινωνικό σύνολο. Ο άφρων οδηγός, υπογραμμίζει ο Φίλιπσεν, ως οικονομικό μέγεθος αποτιμάται ότι με τις πράξεις του έχει συμβάλει υπέρ το δέον στην αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας του, εφόσον όλες οι παραπάνω πράξεις του έχουν προάγει κάποιας μορφής μετρήσιμη παραγωγική δραστηριότητα. Το ερώτημα που θέτει ο ίδιος σε αυτή την ευσύνοπτη κριτική ιστορία του ΑΕΠ, επομένως, είναι κατά πόσο φαντάζει σήμερα αξιόπιστο το εργαλείο στο οποίο η παγκόσμια οικονομική τάξη θύει με κλειστά μάτια.

Τέκνο της ύφεσης του 1929
Ο υπολογισμός του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος αποτελεί τέκνο της «Μεγάλης Υφεσης» του 1929 και του κορυφαίου οικονομολόγου Σάιμον Κούζνετς. Ως το 1934, όταν εκείνος ως επικεφαλής του αμερικανικού Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών χρησιμοποίησε στατιστικά και οικονομετρικά εργαλεία για να συντάξει για λογαριασμό της Γερουσίας μια έκθεση αναφορικά με το «εθνικό εισόδημα και προϊόν», πρακτικός τρόπος υπολογισμού του συνόλου της οικονομικής δραστηριότητας σε ένα κράτος δεν υπήρχε. Υιοθετώντας συγκεκριμένες μεθόδους και διαδικασίες ο Κούζνετς έγινε ο εφευρέτης του μεγέθους που στην πορεία ονομάστηκε ΑΕΠ. Η επινόησή του λειτούργησε ως καίριος παράγοντας σε μια σειρά μελλοντικών πολιτικών ή οικονομικών εξελίξεων από το Σχέδιο Μάρσαλ ή τους στρατιωτικούς υπολογισμούς της ψυχροπολεμικής εποχής ως τα αναπτυξιακά πακέτα και την ποσοτική χαλάρωση της σημερινής κρίσης.
Αντίθετα με πολλές από τις έννοιες με τις οποίες η κρίση του 2008 εξοικείωσε το κοινό, αυτή του ΑΕΠ χαρακτηρίζεται από την απλότητα του ορισμού της: «Τι μετρά το ΑΕΠ; Ουσιαστικά το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών». Εύληπτη και παραστατική (ένα από τα αρχικά πορίσματα της ομάδας του Κούζνετς ήταν ότι το συνολικό κατά κεφαλήν εισόδημα είχε μειωθεί κατά 40% μεταξύ 1929 και 1932), σύντομα ξέφυγε από τον κύκλο των ειδικών περνώντας στο πεδίο του καθημερινού διαλόγου. «οι υπολογισμοί του εθνικού εισοδήματος, αποκλειστικό αντικείμενο συζήτησης κάποτε μόνο μιας χούφτας οικονομολόγων και στατιστικολόγων, αναφέρονται σήμερα με ευφράδεια σε κουβέντες που γίνονται πάνω από κιβώτια και σιδηροδρομικές γραμμές και πολλά επιχειρήματα προεκλογικών εκστρατειών βασίζονται πάνω τους» έγραφαν σε κύριο άρθρο τους οι «New York Times» ήδη από το 1936. Στα χρόνια της πολεμικής οικονομίας που ακολούθησαν «η ανάπτυξη του ΑΕΠ υποσχόταν τη δημιουργία θέσεων εργασίας και της απαραίτητης ζήτησης», στα μεταπολεμικά έτη την άνοδο της ποιότητας ζωής.
Αναποτελεσματικότητα


Ο αντίλογος, όμως, κατά τον Ντιρκ Φίλιπσεν, έρχεται από το τι ακριβώς συμπεριλαμβάνει κανείς στους υπολογισμούς του: το ΑΕΠ «μετρά μόνο την παραγωγή. Αγνοεί τα κόστη και τις ζημίες». Χωρίς συγκεκριμένη στάθμιση, το αποτέλεσμα είναι ότι δραστηριότητες με σοβαρές πτυχές αρνητικού κοινωνικού αντίκτυπου, όπως για παράδειγμα ένα διαζύγιο, η διαρκής καύση υδρογονανθράκων ή η ανοικοδόμηση μιας νέας φυλακής, κατατάσσονται αποκλειστικά στο θετικό ισοζύγιο μιας χώρας. Τα τελικά όρια του ΑΕΠ φάνηκαν στην αποτυχία του να αποδώσει με ικανοποιητικό τρόπο την εμπειρία του καθημερινού πολίτη στο φως της παγκόσμιας συμπίεσης που προξένησε η τρέχουσα κρίση. Η ποιότητα ζωής, καταλήγει ο συγγραφέας, βρίσκεται εκτός του κάδρου της σημερινής αέναης αναζήτησης ανάπτυξης: «οι οικονομικοί μας στόχοι βρίσκονται σε θεμελιώδη αναντιστοιχία με τα πολιτικά και πολιτισμικά μας επιτεύγματα».
Για τον Φίλιπσεν η προϊούσα αναποτελεσματικότητα του ΑΕΠ είναι αναμενόμενη: αντανακλά την αδυναμία ενός εργαλείου της δεκαετίας του ’30 να λειτουργήσει στις ριζικά διαφορετικές συνθήκες του 21ου αιώνα. Επιπλέον, ό,τι στο παρελθόν συγκροτήθηκε ως μέσο στην πορεία μετατράπηκε σε φραγμό. Καμία πολιτική πρωτοβουλία μεγάλης έκτασης δεν αναλήφθηκε μεταπολεμικά στις ΗΠΑ, τονίζει, εφόσον επρόκειτο να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο ΑΕΠ. Πορευόμαστε πλέον πολιτικά σε μια σύγχρονη εποχή με οδηγό έναν οικονομικό αναχρονισμό.
Πέρα από την εύστοχη κριτική και εν μέρει ως παρακολούθημά της, ωστόσο, υφίσταται το εύλογο ερώτημα της αντικατάστασης του ΑΕΠ από ένα πιο αντιπροσωπευτικό εργαλείο. Εδώ ο Φίλιπσεν δεν πρωτοτυπεί: υποδεικνύει την υιοθέτηση εναλλακτικών προτάσεων όπως ο λεγόμενος «Δείκτης Πραγματικής Ανάπτυξης» (Genuine Progress Indicator) και καλεί σε έναν ευρύτατο διάλογο προκειμένου να τεθούν νέες παράμετροι στο πλαίσιο των επισημάνσεων που αναπτύσσει στο κείμενό του. Δεν προκύπτει όμως με ποιον τρόπο μια τέτοια ad hoc διαδικασία θα μπορούσε να συγκροτήσει έναν εναλλακτικό δείκτη, και κυρίως, πώς θα τον επέβαλλε ως εγκυρότερο του εμβλήματος της οικονομικής ορθοδοξίας. Η οδός που θα σκεφτόταν κανείς δεν είναι ίσως πολύ διαφορετική από εκείνη της σύλληψης του ίδιου του ΑΕΠ: επεξεργασία από επιστημονικές ομάδες θεσμοθετημένων οργάνων ή υπηρεσιών, εθνικού ή διεθνούς χαρακτήρα. Από το 2007, για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εργάζεται για τη δημιουργία ενός μετρικού συστήματος με τον τίτλο «Beyond GDP» («Μετά το ΑΕΠ») προορισμένου να τροποποιήσει το υπάρχον με περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς δείκτες. Το αν αυτό ή κάποιο άλλο έχει την απαραίτητη δυναμική ώστε να ανταγωνιστεί «μία από τις σημαντικότερες και χρησιμότερες οικονομικές εφευρέσεις του 20ού αιώνα» μένει να αποδειχθεί. Ως τότε το θεμελιώδες ερώτημα του Σάιμον Κούζνετς θα παραμένει επίκαιρο: «Τι παράγουμε; Και γιατί;».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ