Roderick Beaton
Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία
Από το Βυζάντιο στη σύγχρονη Ελλάδα
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015,
σελ. 540, τιμή 22,50 ευρώ

«Εγώ, κύριοι, πιστεύω στην ιδέα του έθνους!». Μεσοπόλεμος, στην «Αίγλη» του Ζαππείου. Πεισμωμένος και φανατισμένος, ο φοιτητής Δημήτριος Μαθιόπουλος, επαρχιωτόπαιδο από τα Καλάβρυτα, προσπαθεί να αντιμετωπίσει με μια θολή πατριωτική ρητορική τους διεθνιστές διανοούμενους αθηναίους συμφοιτητές του. Η σκηνή, από την Αργώ (1933-1936) του Γιώργου Θεοτοκά, είναι οικεία στο Κοινοβούλιο και στα καφενεία, στα έντυπα και στην τηλεόραση. Υπερεκτιμημένη όσο και παρεξηγημένη, η ιδέα του έθνους αποτελεί θρυαλλίδα έντονων αντιπαραθέσεων στον δημόσιο λόγο, με τους θεωρητικούς στη μια πλευρά να πρεσβεύουν ότι τα έθνη, και ο εθνικισμός, αποτελούν δημιούργημα του ύστερου 18ου αιώνα και επιστήμονες, πολίτες και πολιτικούς να συνωστίζονται στην άλλη πλευρά με την εμμανή πεποίθηση στην ύπαρξη ενός ελληνικού έθνους με ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων.

Τη δική του συμβολή στον σχετικό διάλογο καταθέτει ο βρετανός νεοελληνιστής Ρόντρικ Μπίτον στο βιβλίο του Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015) μεταχειριζόμενος τα εργαλεία της φιλολογίας, τα λογοτεχνικά κείμενα. Με οδηγό τον «εθνο-συμβολισμό» του θεωρητικού Αντονι Σμιθ, ο οποίος υποστηρίζει την ανάγκη βαθιάς κατανόησης των τρόπων με τους οποίους τα σύγχρονα εθνικά κινήματα αναβίωσαν και επαναχρησιμοποίησαν παλαιότερα ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία, ο Μπίτον αναζητεί τις συνειδητές αναβιώσεις του αρχαίου όρου αυτοπροσδιορισμού «Ελλην». Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται σε δύο περιόδους: στον 12ο αιώνα, μια κρίσιμη καμπή για την αυτόκλητη παγκόσμια αυτοκρατορία του Βυζαντίου, και στα προεπαναστατικά χρόνια της περιόδου 1790-1820, όταν αρχίζει να αναπτύσσεται μια εθνική συνείδηση ανάμεσα στους ελληνόφωνους διανοούμενους της Διασποράς. Αυτές οι δύο περίοδοι καμπής του ελληνισμού είναι η αφετηρία για να προχωρήσει προς την εποχή μας, μέσα από τον Σολωμό και τον Κάλβο, τον Καβάφη και τον Παλαμά, τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο και τον Εμπειρίκο και να καταλήξει στη Γαλανάκη.
Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ο βρετανός καθηγητής του King’s College του Λονδίνου έχει ερευνήσει επισταμένα το δημοτικό τραγούδι (Folk Poetry of Modern Greece, Cambridge University Press, 1980), την Ερωτική μυθιστορία του ελληνικού Μεσαίωνα (Καρδαμίτσα, 1996), τον Διγενή Ακρίτα και τη δημώδη μεσαιωνική λογοτεχνία εν γένει. Εγραψε μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και πεζογραφία, 1821-1992, Νεφέλη 1996), τη βιογραφία του Σεφέρη (Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον Αγγελο, Ωκεανίδα, 2003), μελέτησε τον Καβάφη και τον Καζαντζάκη και μετέφρασε στα αγγλικά σύγχρονους έλληνες συγγραφείς (Μάρω Δούκα, Γιάννη Κοντό, Τζένη Μαστοράκη κ.ά.), αλλά και Σολωμό και Εμπειρίκο.
Σ’ ετούτο τον τόμο, κείμενα διεσπαρμένα σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους σε μια περίοδο σχεδόν τριάντα χρόνων από το 1982 ως το 2010, συγκεντρώνονται και δημοσιεύονται αναθεωρημένα σε ένα σύνολο θεματικό, το οποίο, παρότι δεν προέρχεται από συγγραφική πρόθεση, συνιστά αναγνωστική παραίνεση και μαρτυρεί ότι ο προσδιορισμός της ελληνικότητας με εσωκειμενικά και όχι εξωλογοτεχνικά και ιδεολογικά στοιχεία αποτελεί διαρκή λανθάνοντα ερευνητικό άξονα στο έργο του Μπίτον.
Τεκμηριώνει επίσης μια διαρκή αναζήτηση της ελληνικότητας, από την πλευρά της λογοτεχνίας, της φιλολογίας και της θεωρίας, που δεν είναι ούτε γραμμική ούτε μονοσήμαντη ούτε οριστική. Ηδη στον μακρύ 12ο αιώνα, που μεσολαβεί μετά την ήττα στο Μαντζικέρτ το 1071 και την πρώτη άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204, αρχίζει η ανάδυση μιας νέας συνείδησης, «ελληνικής», η οποία όμως δεν αντανακλάται στη χρήση του όρου «Ελλην», που για τους Βυζαντινούς δεν αποτελεί ονομασία αυτοπροσδιορισμού αλλά παραπέμπει σαφώς στους αρχαίους Ελληνες. Τη δική τους ταυτότητα και ονομασία προσδιορίζει το θεσμικό πλαίσιο της Αυτοκρατορίας: «Ρωμαίοι». Αυτοί οι Ρωμαίοι, οι μετέπειτα Ρωμιοί της Τουρκοκρατίας, θα ονομαστούν, με θεσμικούς όρους, πρώτη φορά επίσημα «Ελληνες» στο Προσωρινό Σύνταγμα της Ελλάδος που επικυρώνει η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822.
Παρά τον θεσμικό αυτόν αυτοπροσδιορισμό, στη λογοτεχνία των επαναστατικών χρόνων τα πράγματα είναι συγκεχυμένα. Σε κείμενα της περιόδου Ελληνες αποκαλούνται και οι αρχαίοι και οι πολίτες του αναδυόμενου κράτους. «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα των Ελλήνων τα ιερά» γράφει ο Σολωμός στον Υμνο εις την Ελευθερία (1823) αναφερόμενος στους αρχαίους Ελληνες και όχι στους συγχρόνους του, όπως συνήθως πιστεύουμε ακούγοντας τον εθνικό ύμνο, υπογραμμίζει ο μελετητής. Οποιος αγωνίζεται υπέρ της Ελευθερίας είναι όμως για τον ποιητή «τέκνο» των αρχαίων Ελλήνων, όχι κατ’ ανάγκην απόγονος βιολογικός αλλά κληρονόμος και μέτοχος μιας παράδοσης χάρη στις πράξεις του, που προσομοιάζουν με τις πράξεις των αρχαίων, επειδή αγωνίζεται τον καλόν αγώνα της Ελευθερίας. Τα ίδια χρόνια, στο νεοκλασικιστικό σύμπαν του Κάλβου η αρχαιοελληνική σκηνοθεσία και τα τοπωνύμια επιτρέπουν τη χρήση του όρου «Ελληνας» για τους μαχόμενους Ελληνες του καιρού του. Στην ωδή «Εις Δόξαν» οι ευκλεείς Ελληνες της αρχαιότητας («Νοείς; -Tρέξατε, δεύτε οι των Ελλήνων παίδες») εξισώνονται με τους αγωνιστές της Επανάστασης («εάν η δόξα θερμώση / την ψυχήν των Ελλήνων ποιος την νικάει;») στο σημασιολογικό πεδίο της ίδιας λέξης.
Ρήγας και Κοραής: Είμαστε όλοι Ελληνες;

Στο Σύνταγμα για μια «Ελληνική Δημοκρατία» του Διαφωτιστή και εθνεγέρτη Ρήγα Βελεστινλή (Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας, 1797) ο νομοθέτης Ρήγας έμφαση δίνει στην κοινή πολιτική ταυτότητα των πολιτών: «Η Ελληνική Δημοκρατία είναι μία, με όλον που συμπεριλαμβάνει εις τον κόλπον της διάφορα γένη και θρησκείας… Ελληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλον είδος γενεάς». Στο κείμενό του, οι Ελληνες είναι μια πραγματική συλλογικότητα του παρόντος, κάτοικοι της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και μια φαντασιακή συλλογικότητα, ένας «κυρίαρχος λαός» του μέλλοντος. Κριτήριο για τον Ρήγα είναι η γλώσσα και βάσει αυτής παραχωρεί το δικαίωμα της υπηκοότητας στη μελλοντική αυτή Δημοκρατία σε οποιονδήποτε μιλάει ελληνικά και ακολούθως σε οποιονδήποτε δηλώνει φίλος της Ελλάδας ή ασπάζεται τις αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Σχολαστικότερος ο λόγιος Κοραής, μέχρι την Επανάσταση φυλάσσει τον όρο «Ελληνες» για τους αρχαίους. Τους σύγχρονους Ελληνες ονομάζει «Γραικούς», κατ’ επίδρασιν του γαλλικού «Grecs». Και για τον Κοραή «η γλώσσα είν’ το έθνος». Ως φιλόλογος δεν διακρίνει τη νεότερη ελληνική γλώσσα από τις άλλες ευρωπαϊκές, θεωρεί ωστόσο ότι έχει μεγαλύτερες συγγένειες με την αρχαία από ό,τι εκείνες με τις προγονικές τους γλώσσες. Δεν έχει όμως την ίδια εκτίμηση για τους ομιλητές της, για τους οποίους διαπιστώνει ότι, απόγονοι μεν των Ελλήνων της αρχαιότητας, δεν έχουν κληρονομήσει τον σπουδαίο πολιτισμό εκείνων. Από τον Κοραή εκκινούμενη, μια ομάδα στην Πάτρα το 1814, μεταφράζοντας τη δική του απόδοση από τα φράγκικα, επινοεί «την λέξιν «Νεοελληνική» (γλώσσα, εθνότητα, ιστορία), αντίθετον εις την του σοφού Κοραή «Γραικικήν»».
Ελληνικότητα μεγάλη σαν την Κίνα

Ενα ενδιαφέρον παραλειπόμενο από τη μεγάλη συζήτηση περί ελληνικότητας στον Μεσοπόλεμο αναφέρει ο Μπίτον στο άρθρο «Ο ελληνισμός στη ζωή και στο έργο του Γιώργου Σεφέρη». Ανασύρει συνέντευξη του ποιητή στον σουηδό δημοσιογράφο Στούρε Λινέρ από το Αρχείο του στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στην οποία φέρεται να λέει: «Μοντέρνα ποίηση ή γλώσσα, από τον Ομηρο ως τις μέρες μας: είναι το ίδιο πράγμα. Δεν κάνω καμία διάκριση […] αν θέλετε είναι το ίδιο που προκαλεί τη δυσκολία έκφρασης στα ελληνικά, σε όλο του το σώμα δηλαδή, δεν αποκλείω ούτε το αρχαίο, ούτε το σύγχρονο, ούτε το βυζαντινό, όλα συνυπάρχουν, αυτό που μας δυσκολεύει άλλωστε είναι, όπως είχα πει και άλλοτε, μια μεγάλη ήπειρος όπως η Κίνα». Στην αντιπαράθεση για τη χρονική συνέχεια του ελληνισμού, ο ποιητής αποφεύγει να τοποθετηθεί χρησιμοποιώντας μια χωρική μεταφορά.
Στη δεκαετία του 1980, με την αναβίωση του ιστορικού μυθιστορήματος, το ζήτημα της ελληνικότητας απασχολεί τη Ρέα Γαλανάκη στο μυθιστόρημα Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (1989). Τι ήταν το κρητικόπουλο που αιχμαλωτίστηκε και εξισλαμίστηκε, Ελληνας ή Τούρκος; Στο τέλος του έργου, ο Ισμαήλ παραμένει Κρητικός, αλλά δεν μπορεί να διαγράψει την οθωμανική περίοδο του βίου του όπως, αλληγορικά, δεν μπορεί να διαγράψει και η Ελλάδα την οθωμανική περίοδο της Ιστορίας της. Δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στο παρελθόν με ασυνέχειες.
Εξαρτημένοι από την αρχαιότητα
Η θέση του μελετητή, που ερμηνεύει τις μεταμορφώσεις του εθνικισμού στα νεότερα χρόνια, συνοψίζεται σε μια οξυδερκή παρατήρηση που διαβάζουμε στο μελέτημα «Ο ρομαντισμός στην Ελλάδα». Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, «η διαδικασία της αναδημιουργίας και της διαμόρφωσης μιας νέας εθνικής ταυτότητας χωρίς τη Μεγάλη Ιδέα και με μειωμένη εξάρτηση από το μεγαλείο του αρχαίου παρελθόντος δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένη, όπως γίνεται εμφανές από τις διακυμάνσεις των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας ή το αέναο ζήτημα των ελγινείων μαρμάρων» εκτιμά ο Μπίτον και καταλήγει: «Οσον αφορά τη λογοτεχνία της, καθώς και τα πιο διαδεδομένα στοιχεία του πολιτισμού και της ιδεολογίας, το ελληνικό κράτος σήμερα παραμένει ο κληρονόμος της ρομαντικής πολιτιστικής ιδεολογίας που κληρονόμησε από την Ευρώπη την ίδια περίοδο κατά την οποία κέρδισε την ανεξαρτησία του το 1821». Το κείμενο είχε πρωτοδημοσιευθεί το 1988. Ωστόσο, είκοσι επτά χρόνια αργότερα, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο αληθές και επίκαιρο, αρκεί να ανακαλέσουμε τη ρητορική της κυβέρνησης στις κρίσιμες για την Ελλάδα συζητήσεις στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 2015, την επίκληση στην Ευρώπη για βοήθεια στους Ελληνες, οι οποίοι, ελέω γλώσσας, είναι οι απόγονοι και κληρονόμοι του πολιτισμού των αρχαίων, που δημιούργησαν τη Δημοκρατία, τη βάση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ