Αν εξαιρέσουμε τον Σεφέρη που πεθαίνει στη διάρκεια της Δικτατορίας (1971), οι υπόλοιποι μείζονες ποιητές μας, τόσο της λεγόμενης γενιάς του ’30 όσο και της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ευτύχησαν (!) να πεθαίνουν σε εποχή δημοκρατίας και μάλιστα χωρίς να βιώσουν τη φθορά και τη χλεύη των ημερών μας. Ο Εμπειρίκος πεθαίνει πρώτος το 1975, ο Ρίτσος το 1990, ο Γκάτσος το 1992, ο Ελύτης το 1996, ο Σαχτούρης και ο Αναγνωστάκης το 2005. Κανείς δεν είδε τα μνημόνια και την καταρράκωση του πολιτικού συστήματος. Ούτε και τον ευτελισμό μιας πάλαι ποτέ προοδευτικής Αριστεράς, την οποία ακόμη και οι μη αριστεροί έδειχναν να σέβονται. Κανείς από τους νεκρούς ποιητές μας δεν άκουσε από τα χείλη «αριστερών» να υβρίζονται η επιμέλεια και η άμιλλα, ούτε είδε να εμπαίζονται η γνώση και η διάκριση. Κανείς δεν είδε να καταργούνται τα Πρότυπα και τα Πειραματικά και να επιβάλλεται κεφαλικός φόρος στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Τους ζωντανούς, λοιπόν, τα μάτια ας θρηνήσουν.
Διερωτάται κανείς, σήμερα, ακριβώς 25 χρόνια από την εκδημία του Ρίτσου στις 11 Νοεμβρίου του 1990, πώς, αυτός, ο πολιτικότερος ποιητής της γενιάς του, ο διωγμένος και εξορισμένος για τις ιδέες του, θα έκρινε λ.χ. τη διχαλωτή γλώσσα των σημερινών «αριστερών». Αυτός που, έχοντας ζήσει από πρώτο χέρι τις εμφύλιες συμφορές, οραματιζόταν την ημέρα εκείνη όπου η τιμιότητα του λόγου θα καθόριζε πρωτίστως την πολιτική ηθική. «[Και] θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη / έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη» («Καπνισμένο τσουκάλι», 1949).
Kαι τι θα συνέβαινε αν ο Κύριος των νεκρών ποιητών επανέφερε μια μέρα τον Ρίτσο στη ζωή και τον ανάγκαζε να παρακολουθήσει μια συνεδρίαση της Βουλής; Θα ένιωθε πως ζει εφιάλτη βλέποντας να κάθονται στα έδρανα της Βουλής των Ελλήνων το 2015 χρυσαυγίτες. Θα άκουγε τους αγορητές του ΚΚΕ και θα νόμιζε πως ακούει μια παμπάλαια, παιγμένη και ξαναπαιγμένη άχρηστη κασέτα. Αλλά το μεγάλο σοκ θα το πάθαινε ο ποιητής του Επιτάφιου, της Ρωμιοσύνης, της Τελευταίας Π.Α. Εκατονταετίας, της Κυράς των Αμπελιών, της Σονάτας, των Μαρτυριών, της Τέταρτης Διάστασης, του Τερατώδους Αριστουργήματος κ.τ.λ., όταν συνειδητοποιούσε ότι η «αριστερή» κυβέρνηση συναγελάζεται και συναποφασίζει με κάποιον Καμμένο και την παρέα του. Βέβαιο είναι: ο ποιητής θα παρακαλούσε τον Κύριο των νεκρών ποιητών να τον επαναφέρει πίσω. Να μη βλέπει, να μην ακούει.
Οπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές μας, έτσι και ο Ρίτσος είναι εθνικός ποιητής. Ανήκει στο έθνος. Δεν ανήκει σε κανένα κόμμα, σε καμιά παράταξη, μολονότι σε παλαιότερα χρόνια, ως ελεύθερος άνθρωπος και πολίτης, είχε δεθεί ιδεολογικά με μιαν Αριστερά και ένα Κόμμα που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα τωρινά ξεφτίδια. Ποίηση λοιπόν και πολιτική. Ιδού οι δύο θεματικοί άξονες του Ρίτσου. Σωστότερο όμως είναι να βλέπουμε τον Ρίτσο ως έναν μείζονα ποιητή του ελληνισμού. Σε αυτή την ιδιότητά του περιλαμβάνεται και η πολιτική. Και εδώ ας θυμίσουμε ότι ο Ρίτσος δεν έμαθε πολιτική στα καφενεία, σε τίποτε σχολικές καταλήψεις ή σε 15μελή μαθητικά «συμβούλια». Επίσης την πολιτική του θέση δεν την διεκήρυξε εκ του ασφαλούς. Την πλήρωσε πάνω στο πετσί του, σε εξορίες, σε κρατητήρια, σε διώξεις. Κάποτε και με συντροφικούς χλευασμούς. Υπήρξε ο οραματιστής και ο ενθουσιώδης κήρυκας ενός δίκαιου κόσμου ειρηνικού, στα όρια της αθωότητας. Είναι ο μεγάλος ρομαντικός επαναστάτης μας, καθώς ακόμη και μέσα στα χρόνια των διώξεων και της μισαλλοδοξίας, αναφερόταν στο όραμα ενός παγκόσμιου ρομαντικού σοσιαλισμού, που πόρρω απέχει από τον εφιάλτη του υπαρκτού. Ακόμη και όταν μιλούσε πολιτικά, το όραμά του για την Επανάσταση ήταν το όραμα ενός ανθρώπου που ούτε κομματική ταυτότητα είχε, ούτε ανέλαβε ποτέ πόστο κομματικό.
«Γέρασα από μια νιότη απέραντη που δεν εννοεί να γεράσει / όλο και περισσότερο περισσότερες γυναίκες μ’ αγαπάνε με γαλανά μάτια / πολύ μεγαλωμένα από μαύρο κραγιόνι / περισσότερα αγόρια με μακριά μαλλιά και τραγανά πιγούνια / δεν ξέρω πώς να τα χωρέσω στις φλέβες μου και στις λέξεις / με παίρνει αλαμπρατσέτα η Επανάσταση βγαίνουμε βόλτα οι δυο μας / στις φωταγωγημένες λεωφόρους / αργά τη νύχτα η ώρα 2 μετά την ποίηση, […] και με φοβούνται στρατηγοί δικτάτορες συνταγματάρχες βασιλιάδες στρατοδίκες / παρ’ ότι δεν έχω στην κωλότσεπη μπιστόλι / ούτε γροθιά σιδερένια / ούτε σουγιά να κόβω το ψωμί μου […] τίποτα τίποτα / πάρεξ ένα τρεμάμενο χαμόγελο μπροστά στο θαύμα του κόσμου / που ετοιμάζουν οι πραγματικοί επαναστάτες» (Το Τερατώδες Αριστούργημα).
Αν ήθελε κάποιος να διαβάσει την Ιστορία του αιώνα μας, γράφει η Χρύσα Προκοπάκη, «θα την έβρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό∙ στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία∙ στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατεσπαρμένη σε πολλές συνθέσεις. Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Κι αυτό το «υπαινικτικά» λέει περισσότερα για τη βία του καθεστώτος, τις νοοτροπίες και τη συμβατική ηθική, τους ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς (υπογραμμίζω εγώ). Με προσωπεία και δάνειες φωνές αρθρώνει την αλήθεια του. Οι αμφισημίες, οι αντιφάσεις, οι παλινωδίες μαρτυρούν τη σκληρή πάλη του στοχαστή που δέχεται τα δυσοίωνα μηνύματα των καιρών, ενώ έχει συνδέσει το πεπρωμένο του με το υψηλότερο όραμα της ανθρωπότητας».

Οι δωρεές του ποιητή της «Ρωμιοσύνης»
Και επί της ουσίας. Τι εκόμισε ο ποιητής μας στην ποίησή μας. Την απάντηση έδωσε ένας από τους λαμπρότερους νεοελληνιστές μας, ο αλησμόνητος Γιώργος Σαββίδης, όταν το 1975 ο Ρίτσος αναγορεύεται επίτιμος διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ιδού ορισμένα από τα δώρα/κύρια σημεία της ποίησής του κατά τον Σαββίδη:

1. Εδειξε ότι η ποσότητα δεν είναι ασυμβίβαστη με την ποιότητα. Η αστείρευτη πηγή της ποίησής του ελέγχεται και διυλίζεται από την άγρυπνη καλλιτεχνική και κοινωνική συνείδησή του.

2. Η κοινωνική και η πολιτική ποίηση δεν είναι καταδικασμένη να κινείται ανάμεσα στην αρνητική σάτιρα και τη συνθηματολογία. Ο μασκαρεμένος ιδεαλισμός ή ο προσωπολατρικός μεσσιανισμός της «στρατευμένης» ποίησης, στον Ρίτσο αντικαθίσταται από τον έμφυτο πραγματισμό και από το τρυφερό αίσθημα της συντροφικότητας

3. Ο πραγματισμός του συνδυασμένος με σπάνια οπτική και απτική ευαισθησία και μνήμη καταγράφει την εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής.

4. Η ποίησή του γίνεται κατανοητή σε ένα πρώτο επίπεδο. Ομως υπάρχουν και σκοτεινά ποιήματα που λίγοι τα εννοούν.

5. Επεξεργάστηκε «ρηματικά» όσο λίγοι την ίδια τη σιωπή, ώστε συχνά την καθιστά έναρθρη.

6. Οι συλλογές Τρακτέρ και Πυραμίδες δείχνουν ότι ο Καρυωτάκης δεν είναι ένα σπαρακτικό ποιητικό αδιέξοδο, αλλά ηρωικό ξεκίνημα της νεότερης ποίησής μας.

7. Αφομοίωσε τον υπερρεαλισμό και έδωσε κοινωνικές διαστάσεις σε αυτό το επαναστατικό λογοτεχνικό κίνημα

8. Προσάρμοσε στη δική του ευαισθησία τη λεγόμενη ιστορική ή μυθολογική αίσθηση και της έδωσε τη μορφή του δραματικού μονολόγου (Τέταρτη Διάσταση).

9. Συνέταξε μαστορικές και πολύτροπες μεταφράσεις ομοτέχνων του, όπως των Μπλοκ, Μαγιακόφσκι, Ερενμπουργκ, Ναζίμ Χικμέτ και άλλων.

10. Τέλος, έδωσε σε όλους μας τη δυνατότητα να μπορούμε να πολλαπλασιάζουμε αυτά τα σημεία/δώρα, καθώς το έργο του δημιουργεί «ισοτιμία» ανάμεσα στον δημιουργό και σ’ εμάς τους αναγνώστες. «Η ποίηση», όπως γράφει ο Ρίτσος, «δεν θέτει όρους αποδοχής της, αλλά τους δημιουργεί αυτούς τους όρους».

Σε όλες αυτές τις δωρεές του Ρίτσου, ας προστεθεί μία επιπλέον. Η αναρχική, ανυποχώρητη αισιοδοξία του: «Οσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι, / το χέρι του δε μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του / είναι αδιάβροχο στη νύχτα. / Οταν θα φύγει/ (γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει / ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον / που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι» / σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες» («Ο ποιητής»,Τα αρνητικά της σιωπής, 1987).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ