Μπαρμπαρά Κασσέν
Η νοσταλγία – Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;

Εισαγωγή – Μετάφραση – σημειώσεις Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου.
Εκδόσεις Μελάνι, σελ. 141, τιμή 12 ευρώ

Εμείς οι απάτριδες, εμείς τα παιδιά του μέλλοντος, πώς είναι δυνατόν να νιώσουμε σαν στο σπίτι μας μέσα σ’ αυτό το σήμερα! (…) Εμείς οι απάτριδες είμαστε πολύμορφοι και ανάμεικτοι ως προς τη φυλή και την καταγωγή. Κοντολογίς, είμαστε οι καλοί Ευρωπαίοι, οι κληρονόμοι της Ευρώπης, οι πλούσιοι…

Νίτσε (1886)
Χωρίς ίχνος νοσταλγικού τόνου για χαμένα πάτρια εδάφη, η Μπαρμπαρά Κασσέν μάς καλεί, στο πρώτο μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο της, να στοχαστούμε πάνω στο θέμα της νοσταλγίας διά μέσου ενός ταξιδιού που ξεκινά από τις μυθικές απαρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού (Οδυσσέας, Αινείας) και καταλήγει, με την αυτοεξόριστη στην Αμερική Χάνα Αρεντ, στη σημερινή εποχή της γενικευμένης ανεστιότητας και του ξεριζωμού του μοντέρνου ανθρώπου (πρόσφυγες, μετανάστες, εξόριστοι, πλάνητες του κυβερνοχώρου).
Το ότι το ταξίδι αυτό είναι ταυτόχρονα ένα φιλοσοφικό ταξίδι στις διαφορετικές γλώσσες της Ευρώπης, καθώς και ένα ταξίδι επιστροφής στο πολιτικό ερώτημα για το μέλλον της, σε σχέση με το μέλλον της πολυγλωσσίας, προκύπτει από μια προσεκτικότερη ανάγνωση του εν λόγω δοκιμίου. Σε κάθε περίπτωση, η ερωτηματική επωδός του ανά χείρας βιβλίου «πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;» διατηρεί από την αρχή ως το τέλος, προς όφελος του αναγνώστη, έναν ανοιχτό ορίζοντα προβληματισμού, προσδίδοντας στη γραφή της γαλλίδας συγγραφέως την απολαυστική ένταση μιας διαρκώς υπεσχημένης και αναβαλλόμενης άφιξης. Εξορία από κάθε πατρίδα, χωρισμός από το Είναι των πραγμάτων, ξενότητα και (μη) μεταφρασιμότητα της ιδίας γλώσσας αλλά και της γλώσσας του άλλου έχουν πλέον καταστεί εμπειρίες της μοντέρνας γραφής που μοιράζεται και η Κασσέν. Ας θυμηθούμε τον Εντμόν Ζαμπές που έγραφε: «Η γλώσσα είναι η πραγματική πατρίδα του εξόριστου».
Τυπολογία της νοσταλγίας


Αν λάβουμε υπόψη ότι περίοπτη θέση στο σύνολο του έργου της Κασσέν κατέχει η διεύθυνση του κορυφαίου Ευρωπαϊκού λεξιλογίου των φιλοσοφιών (2004), με τον σημαίνοντα υπότιτλο Λεξικό των μη μεταφράσιμων όρων, και αφουγκραστούμε πώς η ίδια αποϊεροποιεί το μη μεταφράσιμο (Χάιντεγκερ), όταν σε συνέντευξή της το ορίζει ως αυτό που σε κάθε μετάφραση «δεν παύει να (μη) μεταφράζεται», τότε γίνεται αντιληπτό ότι η διαρκώς αναβαλλόμενη επιστροφή «στο σπίτι μας», εν προκειμένω στην ουσία της Ευρώπης, είναι αντίστοιχη κάθε μεταφραστικής δραστηριότητας, η οποία δεν φτάνει ποτέ στην ουσία των λέξεων και των πραγμάτων. Ο Οδυσσέας είναι το ευρωπαϊκό πρότυπο αυτού του σχήματος, αφού είναι εκείνος που «δεν παύει να μην επιστρέφει». Αλλά και ο Τρώας Αινείας, που μιλάει ελληνικά όταν φεύγει από την πυρπολημένη Τροία και φτάνει στη Ρώμη ως ξένος που θα πρέπει εφεξής να μιλάει λατινικά, την ιδρυτική γλώσσα της ρωμαϊκής επικυριαρχίας, χάνοντας έτσι τη μητρική του γλώσσα. Στο μοντέλο της δημιουργικής διάστασης της εξορίας είναι αφιερωμένο το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Εκεί η Χάνα Αρεντ παρουσιάζεται ως η Γερμανοεβραία που, έχοντας εξοριστεί σε μια νέα, ανοίκεια γλώσσα, είναι σε θέση να αναγνωρίσει στα οικεία γερμανικά (κυρίως του εθνικοσοσιαλισμού) την «κοινοτοπία του Κακού». Τα γερμανικά που νοσταλγεί κατά τη διαμονή της στη Νέα Υόρκη δεν είναι πλέον συνδεδεμένα με τον γερμανικό λαό και τα πάτρια εδάφη αλλά με τον αναστοχασμό, την κριτική σκέψη και την «αυθόρμητη εκδήλωση των συναισθημάτων».
Πέραν αυτών των τριών «καλών Ευρωπαίων», όπως θα τους χαρακτήριζε ο Νίτσε, για την Κασσέν υπάρχουν και άλλοι νοσταλγοί της Ευρώπης, από τον χώρο κυρίως της αναλυτικής φιλοσοφίας (και της ερμηνευτικής), που το ταξίδι τους καθ’ οδόν προς τη γλώσσα προδίδει τη νοσταλγία τους για μιαν απολύτως διαφανή, καθολική γλώσσα. Μια τέτοια γλώσσα οφείλει να αποποιείται τις μεταφραστικές αμφισημίες και να ελέγχει τη διασπορά των νοημάτων τους. Αυτό επιβάλλει η ήδη κυρίαρχη αγγλική, που έχει πλέον καταστεί, κατόπιν της τυποποίησης και ομοιογενοποίησης που έχει υποστεί, η σημερινή κοινή της παγκόσμιας επικοινωνίας (global English). Βέβαια αυτό έχει επιτευχθεί σε βάρος όλων των άλλων εθνικών γλωσσών, με την υποβάθμισή τους σε τοπικές διαλέκτους, σε βάρος ακόμη και της ίδιας της αγγλικής, πολιτισμικής γλώσσας των Σαίξπηρ, Τζόις, Γουλφ, Μπέκετ κ.ά.
Για την Κασσέν οι δύο αυτοί τύποι νοσταλγίας είναι καταστροφικοί για το μέλλον της Ευρώπης. Ο απαισιόδοξος καλλιεργεί τη νοσταλγία του αμετάφραστου και του μη επικοινωνήσιμου (χαϊντεγκεριανή οντολογία), κάνοντας λόγο για προνομιακές γλώσσες, όπως τα αρχαία ελληνικά και τα γερμανικά, που έχουν άμεση πρόσβαση στο Είναι των πραγμάτων. Ο αισιόδοξος καλλιεργεί μαχητικά τη νοσταλγία της καθημερινής γλώσσας (αγγλικός εμπειρισμός), όπου όλα οφείλουν και μπορούν να γίνουν μεταφράσιμα, κατανοητά και επικοινωνήσιμα. Η Κασσέν επισημαίνει ότι η παγκόσμια επιβολή μιας μόνον γλώσσας μπορεί να φαντάζει σαν ένας παράδεισος για την επικοινωνία, αποτελεί όμως μια κόλαση για τη γνώση και τον πολιτισμό που τροφοδοτούνται από τη διαφορετικότητα. Ερχόμενη σε ρήξη με μια όψη της ευρωπαϊκής παράδοσης που εκκινεί από την περιφρόνηση για τη γλώσσα του άλλου ως βαρβαρική (Πλάτωνας, Αριστοτέλης), συναντιέται με ένα άλλο ρεύμα της, όπου η διαφορετικότητα των γλωσσών σημαίνει και διαφορετικότητα των θεωρήσεων και των κατασκευών του κόσμου και του εαυτού (Χούμπολτ). Στο ερώτημα ποια οφείλει να είναι η μελλοντική γλώσσα της Ευρώπης η Κασσέν συντονίζεται πλήρως με το κέλευσμα του Ντεριντά: «Πλέον της μιας γλώσσας!». Συνεπώς η ουσία της Ευρώπης βρίσκεται για πάντα χαμένη στη Βαβέλ της μετάφρασης.
Η γλώσσα υποδοχής, η νέα κατοικία


«Πότε είναι κανείς στο σπίτι του;» αναρωτιέται η Κασσέν. Και απαντά: «Οταν τον υποδέχονται –αυτόν, τους δικούς του και τη γλώσσα του, τις γλώσσες του». Αν, όπως ισχυρίζεται ο Εκο, η μετάφραση οφείλει να είναι και να παραμείνει η γλώσσα της μελλοντικής Ευρώπης, μιας πολύγλωσσης και άρα πλούσιας σε μορφές ζωής και γνώσης Ευρώπης, απαλλαγμένης από «το παράλογο της καθολικής γλώσσας» (Αρεντ), τότε η Κασσέν μπορεί να αισθάνεται, στα φιλόξενα ελληνικά της μεταφράστριάς της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, «σαν στο σπίτι της».
Η παρουσίαση του βιβλίου της Μπαρμπαρά Κασσέν «Ηνοσταλγία» θα γίνει τηνΤετάρτη 11 Νοεμβρίου,στις 7.00 μ.μ., στο Γαλλικό Ινστιτούτο (Σίνα 31), παρουσία της συγγραφέως.

Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (dionysos@panteion.gr).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ