Γιάννης Μπεράτης
Ο μαύρος φάκελος
Εισαγωγή, φιλολογική επιμέλεια Ερη Σταυροπούλου
Εκδόσεις Ερμής, 2015,
σελ. 514, τιμή €19,98

O Γιάννης Μπεράτης, για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, είναι το Πλατύ ποτάμι. Με αυτό του το πεζογράφημα, μια αυθεντική μαρτυρία, ένα μυθιστορηματικό χρονικό της εμπειρίας του στο ελληνοαλβανικό μέτωπο του 1940-1941 ως εθελοντή, πέρασε στον κανόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και στα σχολικά βιβλία. Το πρώτο μέρος από το Πλατύ ποτάμι πρωτοτυπώθηκε το 1946. Ολοκληρωμένο, με τα πρόσθετα κεφάλαια που είχαν στο μεταξύ δημοσιευθεί σε περιοδικά, εκδόθηκε το 1965 και απέσπασε το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Ενα καλογραμμένο ντοκουμέντο του πολέμου και της εποχής του, συνιστά ένα ρεαλιστικό δίπτυχο με το Οδοιπορικό του ’43 (1946), στο οποίο ο Μπεράτης αφηγείται τις εμπειρίες του από τη συμμετοχή του στο αντάρτικο με τον ΕΔΕΣ.

Αθηναίος αστός, γιος αντισυνταγματάρχη και καθηγητή στη Σχολή Ευελπίδων, συμμαθητής του Κ. Θ. Δημαρά, υπάλληλος για ένα διάστημα της Εθνικής Τράπεζας, ο Γιάννης Μπεράτης (1904-1968) δεν ακολούθησε την κυρίαρχη τάση του οικογενειακού αστικού μυθιστορήματος της γενιάς του. Πιο κοντά τους τον αισθάνονταν οι μεταπολεμικοί συγγραφείς, γιατί συνδύαζε στα δύο πιο γνωστά του έργα τον ρεαλισμό της σκληρής ιστορικής πραγματικότητας με τον μοντερνισμό της γραφής. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς τον θεωρούσε «από τους μεγαλύτερους πεζογράφους της νεοελληνικής γραμματείας», αυτόν που μαζί με τον Κοσμά Πολίτη ήταν «οι σημαντικότεροι πεζογράφοι της Γενιάς του ’30».
Από τους συγχρόνους του, ο Δημαράς τον χαρακτήριζε συγγραφικά έναν «αδίστακτο πειραματιστή». Η Διασπορά, με την οποία πρωτοεμφανίζεται το 1930, εγγράφεται στο είδος του φανταστικού, όπως και ο σκοτεινός καφκικής ατμόσφαιρας Στρόβιλος του 1962 που βραβεύθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Επαναξιολογώντας την παραγωγή του Μεσοπολέμου, οι μελετητές, κυρίως από τη δεκαετία του 1990 και μετά, εντάσσουν τον Μπεράτη στην τριάδα των αιρετικών πεζογράφων του ’30, μαζί με την Αξιώτη και τον Σκαρίμπα, και καταπιάνονται μαζί του συστηματικά.
Αυτή η σύνθετη και ενδιαφέρουσα συγγραφική προσωπικότητα αποτυπώνεται –δίνοντας τροφή για περαιτέρω έρευνες –στον Μαύρο Φάκελο (Ερμής, 2015), στο συναρπαστικό ημερολόγιο του Μπεράτη που μόλις κυκλοφόρησε, με επιμέλεια, εισαγωγή και σχόλια της συστηματικής μελετήτριας του Μπεράτη Ερης Σταυροπούλου, καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εκδότριας του χαμένου βιβλίου του Μπεράτη Ενας σωσίας (Ερμής, 2001).
Αποσπασματική αυτοβιογραφία


Ο Μαύρος φάκελος περιλαμβάνει εγγραφές από τον Σεπτέμβριο του 1940 ως τον Δεκέμβριο του 1968. Το πιθανότερο όμως είναι, όπως σημειώνει στη διεισδυτική εισαγωγή της η επιμελήτρια, ότι ο Μπεράτης κρατά ημερολόγιο και παλαιότερα. Ηταν ένας εμμονικός ημερολογιογράφος, που έγραφε σημειώσεις σε πρόχειρα χαρτάκια, σε κουτιά τσιγάρων, σε καρνέ και τις μετέφερε αργότερα στο «Πηγάδι», στην «Αποθήκη» ή στον «Μαύρο φάκελο» όπως κατέληξε ο τίτλος του οριστικού ημερολογίου του. Από όλο αυτό το υλικό, το οποίο απόκειται τώρα στο Ελληνικό Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο, είχαν γίνει επιλογές και περικοπές, «αφαιμάξεις», όπως σημειώνει η επιμελήτρια, με σχίσιμο ή κόψιμο σελίδων, και διαγραφές, ειδικά ονομάτων, προτού το παραδώσει λίγο πριν από τον θάνατό του στον Γ. Π. Σαββίδη, πιθανότατα για να εκδοθεί.
Απαλλαγμένος στη ροή του κειμένου από διασπαστικά φιλολογικά και πραγματολογικά σχόλια, τα οποία έχουν ενσωματωθεί στην Εισαγωγή και στο Ευρετήριο, ο Μαύρος φάκελος διαβάζεται ως μια αποσπασματική αυτοβιογραφία του Μπεράτη, ένα ορυχείο πληροφοριών για τη ζωή του, για την τέχνη, για την εποχή του. Το είχε αντιληφθεί και ο ίδιος: «Και σκέφτηκα έξαφνα, στην οδό Πατησίων, μες στο σκοτάδι: Δεν έχω άλλον πλούτο από τον εαυτό μου. (Γι’ αυτό η τάσις προς αφήγησιν της Ζωής σου. Η μανία του ημερολογίου)» (18.7.42).
Συμβουλές προς εαυτόν


Οι εγγραφές στον Μαύρο φάκελο αρχίζουν λίγο πριν από την έναρξη του πολέμου, τον θάνατο της αγαπημένης συντρόφου του Νίτσας και την αναχώρησή του για το μέτωπο. Ο Μπεράτης είναι άνθρωπος που ζει και συμμετέχει στις αγωνίες της εποχής του, σχολιάζει τη στάση της Γαλλίας στον πόλεμο, περιγράφει τις προσπάθειές του να καταταγεί, αλλά το βιωματικό υλικό που έχει εμπνεύσει τα δύο γνωστότερα βιβλία του δεν είναι αυτό που κυριαρχεί στον Μαύρο φάκελο. Ο Μπεράτης είναι πρώτα και κύρια συγγραφέας, και βιώνει τη διαρκή αγωνία του δημιουργού. Συμβουλεύει τον εαυτό του να γράφει λιτά, εξαφανίζοντας καθετί περιττό, να οργανώνει τις σκέψεις του ώστε να έχουν συνοχή, να δημιουργεί συνθέσεις αρχιτεκτονικές. Από νωρίς ξέρει τι τον ενδιαφέρει: «Ο Πόλεμος – Η Αγάπη – Ο Θάνατος – Η Τέχνη (Τα θέματά μου)» (16.6.41). Εγνοια του «Κάθε φράση, να ‘ναι φράση. Αυτό είναι όλο το μυστικό. (Να μπορείς να την πάρεις, ξεκρέμαστη, και να τη διαβάσεις –και να ‘ναι αυτάρκης)» (21.5.52).
Μέσα στις αμφιβολίες του, έχει επίγνωση ότι ακολουθεί έναν δρόμο διαφορετικό από τους συγχρόνους του. Γράφοντας το Πλατύ ποτάμι σημειώνει: «…παιδεύουμαι… Και δεν έχω ένα πρότυπο που να μου δείχνει αν περπατάω καλά μέσα σ’ όλες αυτές τις άγνωστες χώρες…». Κι αμέσως από κάτω συμπληρώνει: «Μα Γιάννη, αν υπήρχε κανένα πρότυπο, δεν το ξέρεις από τώρα πως δεν θα τ’ ακολουθούσες;» (10.1.43). Περνά ψυχικές διακυμάνσεις. Αξίζει κάτι –ή τίποτε; Τη σκοτεινή διάθεση του Μαύρου φακέλου φωτίζουν κάποτε ορισμένες καλές στιγμές. Ξαναδιαβάζοντας το Οδοιπορικό του ’43, γράφει ευχαριστημένος: «Ωραίο βιβλίο. –Πολύ κουράστηκα και για να το ζήσω και για να το γράψω» (21.5.52). Συχνότερα όμως γράφει και καταστρέφει: «Δεν υπάρχει πια Σωσίας. Τον διέλυσα. (Δόξα τω Θεώ!)» (12.1.65).

Οι δάσκαλοι, οι συνοδοιπόροι, οι φίλοι
Δασκάλους του στην τεχνική αναγνωρίζει τον Nτοστογέβσκι, τον Χάμσουν και τον Πιραντέλο (6.8.45). Η τεχνική τον απασχολεί πολύ. Το 1947 για το τέταρτο μέρος από το Πλατύ Ποτάμι συμβουλεύει τον εαυτό του: «Μη σχολιάζεις ποτέ –κι άφηνε τα πράματα να μιλούν μόνα τους». Καταγράφει συχνά τον θαυμασμό του για τον Καβάφη, τον Ρεμπό, τον Μποντλέρ, για τον οποίο έχει γράψει τη βιογραφία Αυτοτιμωρούμενος (1935), και τον Κάλβο, αλλά «Ο Παλαμάς είναι κακόγουστος» (9.4.49) και «φουσκολεξάς» (3.8.68).
Μετά τη δημοσίευση του Οδοιπορικού του ’43 απολύεται ως «μη νομιμόφρων» από το υπουργείο Τύπου όπου εργαζόταν. Βιοπορίζεται έκτοτε με μεταφράσεις, στις εκδόσεις Γκοβόστη και σε διάφορα έντυπα. Ο Γ. Π. Σαββίδης τού αναθέτει συνεργασίες στον Ταχυδρόμο.
Τα τελευταία του χρόνια τον ταλαιπωρεί η αρρώστια, «χρονία λοίμωξις του κεντρικού νευρικού συστήματος: και δη, του νωτιαίου μυελού» (11.8.62). Ο θάνατος, ως αυτοκτονική ιδέα στα νιάτα του, ως αναπόδραστος κίνδυνος στον πόλεμο, μοιάζει πλέον χειροπιαστός. Οι σκέψεις για το γράψιμο μπλέκονται με σημειώσεις για την πορεία της υγείας του, για επισκέψεις φίλων (οι Σεφέρηδες, ο Τσίρκας, ο Σαββίδης) και την ανησυχία για την οικονομική εξασφάλιση της νεαρής δεύτερης συζύγου του Αννυς. Ανάμεσα σε όλους, φίλους και ομοτέχνους, αισθάνεται ότι πορεύεται μόνος: «Οι «δεξιοί» ξέρουν πως είμαι εχθρός τους. Οι «αριστεροί» δε με θεωρούν δικό τους. Κι έτσι προχωρώ, όχι μόνο τέλεια αβοήθητος, αλλά και υποβλεπόμενος, στη no man’s land κατάμονος. (Πάντα όμως μ’ άρεσε η μοναξιά)» (18.2.63).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ