Ιωάννα Καρυστιάνη
Το φαράγγι
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2015
σελ. 272, τιμή 14,84 ευρώ

«Οταν έκλεισα τα εξήντα είπα: «Αυτό ήτανε, ούτε επανάσταση ούτε ανάσα ούτε τίποτα. Ο,τι έγινε, έγινε». Και κατέβασα μισό μπουκάλι τσικουδιά! Στις 8 Σεπτεμβρίου, που έκλεισα τα εξήντα τρία, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται: «Aν καταφέρουν και σταματήσει τουλάχιστον αυτή η ταπείνωση των ηλικιωμένων στις ουρές, μπορεί και να το εκλάβω ως επανάσταση, να το γιορτάσω» είπε με έναν μελαγχολικό αυτοσαρκασμό η Ιωάννα Καρυστιάνη και άφησε τον καπνό ενός ακόμη τσιγάρου να αρωματίσει την ατμόσφαιρα του καθιστικού της. Το βλέμμα της πάντοτε στυλωμένο στη «στενόχωρη εποχή», στον «ωμό ρεαλισμό του παρόντος». Η χανιώτισσα συγγραφέας, μία από τις κορυφαίες φωνές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, υποδέχθηκε «Το Βήμα» στο σπίτι της και με αφορμή την έκδοση του νέου της μυθιστορήματος Το φαράγγι (Καστανιώτης) είχε μια μακρά συνομιλία μαζί μας. Το βιβλίο της, ένα έργο λογοτεχνικής ωριμότητας, σφιχτοδεμένο και ισορροπημένο, διαδραματίζεται την Κυριακή 11 Μαΐου 2014 (παραμονές εκλογών) στο Ασφεντιανό φαράγγι της περιοχής των Σφακίων, «στο δέος των Λευκών Ορέων» της Κρήτης. Σε αυτό πρωταγωνιστούν επτά αδέλφια, οι Λιόδηδες, «από πενήντα δύο έως εβδομήντα δύο χρονών», τέσσερις άνδρες και τρεις γυναίκες που με καθυστέρηση 17 ετών αποφασίζουν «να εκπληρώσουν επιτέλους εν σώματι τον παλιό όρκο». Αυτή την υπόσχεση είχαν δώσει άπαντες το 1997, στο τραπέζι μετά την κηδεία του πατέρα τους, παρουσία της μάνας τους, να κάνουν «το τάμα στα κατσάβραχα», να κάνουν το «σαφάρι στην ερημιά», δίχως συζύγους και παιδιά μες στα πόδια τους. Η άσπιλη φύση, το φαράγγι, «μέρος όπου ο καθένας σκέφτεται ό,τι θέλει κι ό,τι δεν θέλει», μετουσιώνεται από την Ιωάννα Καρυστιάνη σε ένα πεδίο συμβολικής επανένωσης και οικογενειακής ζεστασιάς, σε έναν τόπο εν τέλει αγαπητικό. Αλλωστε, όπως γράφει η ίδια, «η αδελφική επανασύνδεση αποκτά άλλο βάθος στις ώριμες ηλικίες». Πλην όμως εκεί πεζοπορούν συζητώντας και αναπολώντας το παρελθόν τους άνθρωποι που έχουν το ίδιο αίμα αλλά που χάραξαν διαφορετικές πορείες στη ζωή. Ο πρωτότοκος Βαρδής, ο φούρναρης, ανέκαθεν λάτρευε τα βουνά και ήταν πάντοτε έτοιμος να βοηθήσει τους υπολοίπους. Ο Αργύρης, ο μικρότερος και «ορκισμένος εργένης», κατέληξε με το «μαύρο μυστικό» του στην Αλεξανδρούπολη που έγινε «η εξορία και η τιμωρία του». Ο Γεράσιμος, ο περίλυπος αριστερός της οικογένειας, έβαλε λουκέτο στο μαγαζί με τα κατεψυγμένα που διατηρούσε στο Ρέθυμνο και πήγε «πρόσφυγας στην Αθήνα» για να δουλέψει ως ταξιτζής. Είναι και ο ομοφυλόφιλος Ελισαίος, ο επιστήμων του φαρμάκου, που ζει με τον σύντροφό του Μάουρο στη Φεράρα της Ιταλίας. Είναι και η Ινώ που «όλα γύρω τής έδιναν ιδέες για κεντήματα». Είναι και η Ευδοκία, η μαυροφορεμένη χήρα που μετά τον χαμό του συζύγου της φλερτάρει με την εκδίκηση, σκέφτεται «να γίνει Κουφοντίνας» η ίδια. Είναι και η «γεροντοκοπελιά» Θεώνη, η ζωγράφος που ζει στην Καστοριά και περνάει σταδιακά και επίπονα από τις εικόνες των τοπίων σε αυτές των σωμάτων.

Υποθέτω, κυρία Καρυστιάνη, ότι επιλέξατε συνειδητά το σκηνικό για αυτό το βιβλίο. Ετσι δεν είναι;
«Κατ’ αρχάς να σας πω ότι πάντα έχω μαζί μου ένα μπλοκάκι γιατί φοβάμαι ότι το χέρι μου θα ξεχάσει να γράφει λογοτεχνία. Και πάντα κρατώ σημειώσεις, είτε για αυτά που βλέπω γύρω μου είτε για αυτά που αισθάνομαι. Δεν ξεκίνησα πάντως από την επιλογή του τόπου εν προκειμένω, παρά το γεγονός ότι αγαπώ πάρα πολύ τα Σφακιά. Ακόμη και ένα γυμνό τοπίο, ένα τίποτα, μπορεί να με κινητοποιήσει. Δεν θα σημειώσω αναγκαστικά την όψη που έχουν τα βράχια, θα το κάνω κι αυτό, θα αναρωτηθώ όμως περισσότερο τι σημαίνει αυτός ο τόπος και κυρίως τι είναι αυτό που με κάνει να νιώθω. Πιστεύω ότι κάθε τόπος δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε, είναι και τι ξέρουμε γι’ αυτόν, για το βάθος και την ιστορία του, ανανεώνοντας διαρκώς τη γνώση μας πάνω σ’ αυτόν. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι κάπως έτσι έγραφα συνεχώς και πράγματα που ‘χαν σχέση με το φαράγγι. Και ήρθε η ώρα τους να βγούνε προς τα έξω».
Ωστόσο αναρωτιέμαι: Σε ποιον βαθμό είναι και βιωματικό αυτό το μυθιστόρημα;
«Κάθε μυθιστόρημα έχει αναπόφευκτα και βιωματικά στοιχεία, έχει προσωπικό υλικό, μετασκευασμένο συνήθως, που ακουμπάει σε διάφορους ήρωες, πρωταγωνιστικούς και δευτεραγωνιστικούς. Τούτο το βιβλίο έχει κάτι από τη δική μου ζωή. Τα επτά αδέλφια, οι Λιόληδες του μυθιστορήματος, δεν είναι οι επτά εν ζωή Καρυστιάνηδες, τα τέκνα του Χρήστου και της Χριστίνας, αλλά είναι καταβολάδες, να το πω έτσι, από το ίδιο δέντρο. Πριν από αρκετά χρόνια, αρχές του 2000, είχαμε πει με τα αδέλφια μου να κάνουμε μαζί ένα φαράγγι αλλά δεν το κάναμε ποτέ για διάφορους λόγους, προβλήματα, μεγαλύτερα και μικρότερα. Οταν, το 2010, έχασα τους σχεδόν αιωνόβιους γονείς μου, πέρασα ένα μεγάλο σοκ, όσο κι αν χαριτολογούσαμε ως τότε μεταξύ μας ότι τους είχε ξεχάσει ο Χάρος. Τότε έκανα και εξακολουθώ να κάνω αρκετές νύχτες το «ταξίδι μέσα στο σώμα» του γονιού που περιγράφω κάπως συνοπτικά στο βιβλίο (σ.σ.: το κάνει η Θεώνη, οι συγκλονιστικότερες αράδες του κειμένου). Δεν ήθελα να τσιγκλίσω την τρομολαγνεία των αναγνωστών. Αυτό που επίσης έπαιξε ρόλο είναι και η γενικότερη κατάσταση που βιώνουμε. Με έκανε να σκέφτομαι ότι θέλω να βρω ένα αποκούμπι, να βρω κουράγιο. Και έτσι επέστρεψα σ’ ό,τι έχω ζήσει μέσα σε μια πολυμελή οικογένεια και στον πλέον φιλόξενο για μένα χώρο που είναι ο γενέθλιος τόπος. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Χανιά. Οι γονείς μου ήταν Μικρασιάτες. Η μητέρα μου γεννήθηκε στη Σμύρνη αλλά είχε από πιο παλιά ρίζες στα Σφακιά και στη Λέσβο. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στα Βουρλά αλλά οι ρίζες του κρατούσαν από την Κάρυστο και την Κωνσταντινούπολη. Καταλαβαίνετε, καλύπτουμε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Σκέφτομαι όμως τα «κοινά στοιχεία» της ζωής και του μυθιστορήματός μου καθώς μιλάμε. Εχω κι εγώ έναν αδελφό που λατρεύει τα βουνά και όλο πηγαινοερχότανε στα φαράγγια. Επίσης ο βενιαμίν της δικής μας οικογένειας, ο Κώστας, έμεινε μονόχειρας ύστερα από ένα εργατικό ατύχημα στα δεκαεννιά του (σ.σ.: το χαρακτηριστικό αυτό αποδίδεται στον Φώντα, φίλο της Θεώνης). Αλλά ως εκεί. Τα περισσότερα είναι επινόηση».
Ενα βιβλίο με πολλούς χαρακτήρες είναι και ένα στοίχημα γι’ αυτήν που το γράφει. Μου έκανε εντύπωση ότι αναπτύσσετε ισομερώς, σχεδόν μετρημένα, τους χαρακτήρες σας. Πόσο εμπρόθετο είναι αυτό;
«Πέραν των βασικών χαρακτήρων, νομίζω ότι ανέπτυξα όσο καλύτερα μπορούσα και τους υπόλοιπους, λ.χ. τη μητέρα και τον πατέρα ή τον Μάρκο (σ.σ.: σύζυγο της Ευδοκίας). Κοιτάξτε, εγώ και στη ζωή μου και όταν γράφω –επειδή ακριβώς είμαι πολύ ενοχικό άτομο, έχω δηλαδή την αίσθηση ότι διαρκώς απολογούμαι σε κάποιο δικαστήριο –προσπαθώ κατά το δυνατόν να χειριστώ με μια δικαιοσύνη και τους ανθρώπους μου και τους ήρωές μου. Δεν θέλω να προσπεράσω πρόχειρα κάποιον αλλά να του δώσω χρόνο. Ο χρόνος δεν κάνει μόνο πιο πειστικό τον χαρακτήρα, κάνει και πιο πειστικές τις σχέσεις του με τους υπολοίπους. Δεν θέλω να είναι τηλεγραφική, ας πούμε, η ανάπτυξη των χαρακτήρων, όπως ακριβώς δεν θέλω να είναι τηλεγραφική και η περιγραφή των ανθρώπων».
Εδώ βέβαια σας ενδιαφέρουν οι σχέσεις στο πλαίσιο μιας οικογένειας…
«Ηθελα να εντάξω αυτό το στοιχείο επειδή εξαρχής με απασχολούσε: ότι μπορεί μεν αυτοί οι άνθρωποι να έχουν βγει από την ίδια κοιλιά αλλά από ένα σημείο και μετά ακολούθησαν διαφορετική ρότα στη ζωή. Οπότε σ’ αυτή την ιστορία κουβαλάνε και διαφορετικούς τόπους και διαφορετικά βιώματα. Κάποια ομοιογενή χαρακτηριστικά έχουν κρατήσει, όμως οι αποστάσεις και οι διακυμάνσεις τους, γεωγραφικές και χρονικές, είναι δεδομένες, τα άτομα έχουν διαμορφωθεί αλλιώς. Διαχρονικά στη λογοτεχνία και πάνω απ’ όλες τις μορφές τέχνης, από την αρχαία τραγωδία και τον Σαίξπηρ ως το σκανδιναβικό θέατρο και το αμερικανικό μυθιστόρημα, η οικογένεια προσφέρεται για να μιλήσεις γι’ αυτά τα ζητήματα. Η οικογένεια είναι μια παλέτα ανθρώπινων χαρακτήρων και των αλληλεπιδράσεών τους. Θέλησα με αυτόν τον τρόπο να τους δώσω χρόνο και όσο μπορώ να δω από την οπτική γωνία του καθενός ξεχωριστά αυτά που τους ενώνουν και αυτά που τους χωρίζουν. Οσα τους χωρίζουν είναι εν τέλει και τα λιγότερα, νομίζω. Δεν μπορούν όλα να λυθούν σε μια ημερήσια εκδρομή, δεν συμφωνείτε;».
Σίγουρα. Ολοι όμως επιθυμούν αυτή η πεζοπορία να έχει έναν χαρακτήρα καθαρτικό, ασχέτως αν η κατάληξή της είναι αβέβαιη. Το βασικό θέμα πάντως είναι ότι έχουμε επτά αδέλφια που το ένα εξακολουθεί να «ψάχνει» το άλλο, είναι σαν να μην είχαν τη δυνατότητα στη διάρκεια των ζωών τους να καταλάβουν ο ένας τον άλλον.
«Αυτό ήταν ένα από τα βασικά ερωτήματα που είχα όταν δούλευα επάνω στην κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος: το βάρος και το κόστος της αποκάλυψης και ταυτοχρόνως το βάρος και το κόστος της αποσιώπησης ενός μυστικού. Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί γενικότερα και στη ζωή γιατί, ξέρετε, υπάρχουν συνέπειες και στη μία περίπτωση και στην άλλη. Κάτι άλλο που σκέφτομαι είναι ότι όλοι οι άνθρωποι παρουσιάζονται στη ζωή με το εξώφυλλό τους. Ακόμη και αυτοί που μοιάζουνε σαν ανοιχτά βιβλία έχουνε κάποια περίεργα κενά, αυτές είναι οι σκισμένες σελίδες των βιβλίων τους. Στην πεζογραφία, επειδή απαιτεί πολλή λεπτοδουλειά το να φτάσεις να στήσεις αληθοφανείς χαρακτήρες, εργάζεσαι με την επιμονή, να μαντέψεις, να συμπληρώσεις τα κενά που λέγαμε, να νιώσεις, να κατανοήσεις και ενδεχομένως να αποδεχθείς και την αποκάλυψη και την αποσιώπηση. Πιστεύω ότι στις ανθρώπινες σχέσεις είναι πολλές φορές δύσκολο να σηκώσουμε τη βία μιας εξουθενωτικής ανάκρισης. Νιώθω ότι είναι πολύ σπουδαίο να καταφέρνεις ν’ αγαπάς, ν’ αγαπάς πολύ τον άλλον, χωρίς να τον υποχρεώσεις να σου βγάλει τα συκώτια, ούτε κι ο άλλος να σου βγάλει την ψυχή. Κάποιον λόγο θα έχει ο άλλος που δεν καταφέρνει να πει κάτι, που δεν τολμά να κάνει κάτι, και πρέπει να το σεβαστείς αυτό. Ολοι οι άνθρωποι έχουν μυστικά, μπορεί να μην είναι τόσο σημαντικά, να είναι απλά, αλλά αυτά είναι η προϋπόθεση για να δημιουργούμε κάποιο ενδιαφέρον γύρω από τον εαυτό μας».
Γράφετε κάπου ότι «η μοναξιά θέλει κότσια». Θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει αυτό ένα από τα βασικά μοτίβα στο έργο σας, εννοώ την ανθρώπινη ερημία. Παρ’ όλα αυτά, έχω την αίσθηση ότι «Το φαράγγι» είναι ένα βιβλίο για το δόσιμο στον άλλον, ένα βιβλίο που είναι ίσως για πρώτη φορά ποικιλοτρόπως «ανοιχτό»…
«Είναι σωστή η παρατήρησή σας. Μου το είπανε κι άλλοι που «βασανίστηκαν» με κάποια προηγούμενα. Το ακούω μετά χαράς γιατί είχα μπει πιο «μαύρη» σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Στην πορεία όμως ήταν σαν να διαμορφώθηκε μέσα μου ένα άλλο, πιο φωτεινό, κίνητρο. Το μυθιστόρημα εμπεριέχει την ηλικία μου, είμαι στην ηλικία των Λιόδηδων, μεγάλη δηλαδή, και επιπλέον με αφορά πολύ η τελευταία φράση του: «Από σήμερα γερνάμε όλοι μαζί». Εχω την αίσθηση ότι είναι από τα βιβλία μου το πιο νοσταλγικό. Οχι με την έννοια της διακόσμησης, είναι ακριβώς ο νόστος για ανθρωπιά και για πιο βαθιές, από καρδιάς, σχέσεις. Είπατε όμως και για τη μοναξιά. Εγώ δεν γράφω για την πολυτελή μοναξιά που ώρες-ώρες αναζητά ο καθένας, να μείνει λίγο ήσυχος. Γράφω για ένα άλλο είδος μοναξιάς: μια συνθήκη όπου ο άνθρωπος πρέπει να επινοήσει τρόπους, να δώσει τα ρέστα του για να μην πάει χαμένη και η μοναξιά του. Γιατί και η μοναξιά είναι κάτι που δεν πρέπει να το αφήσεις να πάει χαράμι ακόμη κι όταν σου επιβάλλεται. Φιλοδοξώ με τη δουλειά μου να ακουμπήσω περισσότερο την ανθρώπινη μικροκλίμακα. Εχει, πιστεύω, κι αυτή την αυτόνομη αξία της. Στο καντάρι της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων ζυγίζονται τελικά όλα, όλες οι πολιτικές και όλες οι επικεφαλίδες της Ιστορίας. Γράφοντας για τα τετριμμένα, τις φωτιές και τις στάχτες του άσημου αλλά οικείου σε μένα κόσμου των ταπεινών, έχω αντιληφθεί ότι όσο πιο βαθιά μπαίνεις μέσα σ’ αυτόν τόσο περισσότερο εκπλήσσεσαι από αυτά που φωλιάζουν εκεί μέσα. Σας λέω ότι εκεί μέσα υπάρχουν τα πάντα».
Υπάρχει ένας χαρακτήρας στο βιβλίο σας που δεν έχει «ρωγμές», είναι ο καλός της υπόθεσης. Είναι όμως κι αυτός που αυτοκτονεί υπό το κράτος της οικονομικής απελπισίας.
«Ολα αυτά τα χρόνια διατηρούσα ένα μπλοκάκι όπου σημείωνα σαν τρελή όλες τις περιπτώσεις των ανθρώπων που αυτοκτονούσανε για χρέη, που βάζανε τη θηλιά στον λαιμό, το όπλο στον κρόταφο. Κάποια μέρα το έκαψα. Και έγραψα επί τόπου τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Αν κάποιος μου ‘λεγε στην αρχή της κρίσης ότι θα υπάρξουν τόσες αυτοκτονίες, θα του έλεγα «αποκλείεται». Διαψεύστηκα μεν, αλλά αυτή η αποσιώπηση του θέματος, που μπορώ να καταλάβω κάποιους από τους λόγους, δεν συγχωρείται. Μου άφησε μια πίκρα όλη αυτή η ιστορία. Και, για να πω την αλήθεια, με κούρασε η όλη κατάσταση με την Ευρώπη όπως αυτή έχει καταντήσει, χωρίς να παραβλέπω και τις ευθύνες εδώ. Τους λες «κύριοι, έχω ενάμισι εκατομμύριο ανέργους, έχω λουκέτα, έχω αυτοκτονίες» και αισθάνομαι ότι η απάντησή τους είναι «χεστήκαμε». Πείτε μου, ποια είναι η διαφορά από έναν ασυνείδητο οδηγό που πατάει έναν πεζό στον δρόμο και ύστερα αναπτύσσει ιλιγγιώδη ταχύτητα και εξαφανίζεται; Ποια είναι η διαφορά από αυτόν που νοικιάζει ένα διαμέρισμα στη Μιχαήλ Βόδα όπου κοιμούνται μέσα πενήντα απόκληροι μετανάστες και παίρνει ένα δεκάρικο το κεφάλι κάθε βράδυ; Ποια είναι η διαφορά από έναν χειρουργό που λέει στον βαριά άρρωστο «είτε μου δίνεις τώρα το φακελάκι είτε καλά σαράντα»; Πείτε μου τη διαφορά για να καταλάβω κι εγώ. Αισθάνομαι δε ότι όλο αυτό το φαεινό πράγμα με τα μνημόνια είναι σκέτη καταστροφή. Μόνο τον αριθμό των ανέργων σκεφθείτε, στην πράξη σημαίνει δύο εκατομμύρια, αυτός ο αριθμός είναι από μόνος του η ταφόπλακα του σχεδίου. Τι πήγε καλύτερα τα τελευταία πέντε χρόνια; Και το τρίτο Μνημόνιο που λέγεται ότι είναι και το πιο βαρύ ενσωματώνει ακριβώς την αποτυχία όσων προηγήθηκαν. Δεν είναι ότι απέτυχαν τα μνημόνια επειδή δεν εφαρμόστηκαν, όπως λένε κάποιοι, όλος ο σχεδιασμός, στη σύλληψή του, ήταν και παραμένει λανθασμένος».
Και τα ακόμη πιο σκληρά μέρα καλείται να τα εφαρμόσει σήμερα μια κυβέρνηση βασικώς της Αριστεράς. Και τώρα;
«Εγώ θα ήθελα να σκύψουν όλοι πάνω στο κατεπείγον ζήτημα των ανέργων, ο αποκαρδιωτικός τους αριθμός δοκιμάζει τη σοβαρότητα ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Μην ξημερωθούμε πάλι με τεράστιες απώλειες. Χρειαζόμαστε ουσιαστική παραγωγή πολιτικής. Και μη με μαρκάρετε σαν να είμαι πολιτικός, γιατί δεν είμαι. Προσπαθώ όμως να σκεφθώ περισσότερο τη θέση στην οποία βρίσκεται ο πολύς κόσμος. Και σας λέω ότι υφίσταται κάτι που είναι πραγματικά παρά φύσιν: πέντε χρόνια σε διαρκή αγωνία, κυριολεκτικώς στην τσίτα ο ελληνικός λαός για το τι θα συμβεί και αν θα μπορέσει να τα βγάλει πέρα. Και ταυτοχρόνως πέντε χρόνια ο ελληνικός λαός στα διεθνή μανταλάκια, λιγότερο σαν θύμα μιας άδικης πολιτικής και πιο πολύ ως τεμπέλης και λαμόγιο. Αυτό έχει τεράστιες, και ψυχολογικές, επιπτώσεις. Θα αφήσει έντονο αποτύπωμα και θα κληθούν οι ψυχίατροι να το μετρήσουν στο μέλλον. Μιλάμε για έναν λαό που παλιότερα δεν είχε τις αβάντες των άλλων προηγμένων χωρών, που μπορεί να πίστευε ως και τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ότι η μοίρα του, η ίδια του η ταυτότητα, είναι η δυστυχία, οι ανώμαλες πολιτικές περίοδοι, η φτώχεια, η διαρκής μετανάστευση. Και κάποια στιγμή άλλαξε απότομα αυτό. Εκανε ο λαός τις παραχωρήσεις του και γλέντησε τον καταναλωτισμό με την ευγενική χορηγία των τραπεζών ασφαλώς. Αυτές είναι τα Χειμερινά Ανάκτορα της εποχής μας. Εγώ όλα αυτά δεν μπορώ να μην τα λάβω υπ’ όψιν για ν’ αρχίσω να πετροβολώ ανέξοδα με ατάκες. Σκέφτομαι λοιπόν τούτο: ότι αυτός ο οικονομικά και ψυχολογικά καταπονημένος κόσμος, ακριβώς λόγω της υπερέκθεσης στην αγωνία μετά την κατάρρευση όλων των βεβαιοτήτων της αμεριμνησίας, αναζήτησε και θεραπεία και παρηγορητική αγωγή και συνήγορο κατά κάποιον τρόπο. Και πού τον βρήκε; Σ’ αυτόν που δεν είχε πολύ χοντρό φάκελο, που δεν είχε έναν πάκο επιβαρυντικά στοιχεία μέσα στις δεκαετίες. Να είμαστε όμως δίκαιοι με το επτάμηνο του «πρώτη φορά Αριστερά». Ελλειψη προετοιμασίας απέναντι σ’ έναν πολυμήχανο, πανίσχυρο και πλέον καλά προετοιμασμένο αντίπαλο, ενδοκομματική ασάφεια και κοστοβόρο χασομέρι. Ο κόσμος έκανε κάτι συγκεκριμένο στις πρόσφατες εκλογές: εξέπεμψε για δεύτερη φορά το SOS προς αυτούς που δεν έχουν τον χοντρό φάκελο. Ο κόσμος έχει καταλάβει πολλά. Ξέρει ότι και δεν θέλει και δεν τον παίρνει να ξεσαλώσει, πρέπει όμως να ξεθαρρέψει, να πιστέψει ξανά, να βρει το κέφι του για δημιουργία και αγώνα, και κάποιοι πρέπει να τον πείσουν ότι ξέρουν τι κάνουν. Ο κόσμος χρειάζεται βοήθεια και τον τόνο τον δίνουν πάντα οι ηγεσίες».

* Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 12 Οκτωβρίου.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ