Εξώφυλλο της ειδικής έκδοσης του περιοδικού «Ο πυρσός» που περιέχει μέρος από το θεατρικό έργο του Κράους «Οι τελευταίες μέρες του ανθρώπινου γένους»

«Οταν ένας πολιτισμός βρίσκεται στα τελευταία του, φωνάζουν τους παπάδες». Ο αφορισμός, ο οποίος ορίζει μεταφορικά ό,τι συχνά αποκαλούμε τέλος εποχής, διατυπώθηκε από τον Καρλ Κράους (1874-1936), εξέχουσα προσωπικότητα της βιεννέζικης δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας, ένα κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο που δεν έχει το προηγούμενό του και κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να επαναληφθεί.

Ο Κράους ήταν θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, ηθοποιός και δημοσιογράφος που ό,τι κι αν έγραφε αποτελούσε μείζον κοινωνικό γεγονός στη Βιέννη τις πρώτες τρεις και πλέον δεκαετίες του 20ού αιώνα. Και έγραψε τόσα που αν θελήσει κανείς να τα αθροίσει θα βρεθεί μπροστά σε έναν όγκο κειμένων που προκαλεί ίλιγγο. Μόνο το θεατρικό του έργο Οι τελευταίες μέρες του ανθρώπινου γένους, που θεωρείται το αριστούργημά του, ξεπερνά τις χίλιες σελίδες.
Το έργο αυτό, το οποίο ο ίδιος χαρακτήριζε «τραγωδία», είναι μια πικρή σάτιρα για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχισε να το γράφει το 1915 και δημοσιεύτηκε σε μια σειρά ειδικά τεύχη του περιοδικού Ο πυρσός (Die Fackel) που ο Κράους εξέδιδε από το 1889. Εκεί ενσωματώνει πλήθος αποσπάσματα από τον Τύπο και από ραδιοφωνικές εκπομπές, πολλά χρόνια πριν από τον Ντος Πάσος που έκανε περίπου το ίδιο στην πασίγνωστη τριλογία του USA.
Ενα «εμπρηστικό» περιοδικό
Ο Πυρσός ήταν ένα έντυπο που παραμένει και σήμερα μοναδικό. Ως το 1911 δημοσίευσαν εκεί κείμενά τους πλήθος συγγραφέων και διανοουμένων όχι μόνο από τον γερμανόφωνο κόσμο αλλά και από την υπόλοιπη Ευρώπη –και ανάμεσά τους οι Οσκαρ Κοκόσκα, Χάινριχ Μαν, Εγκον Φρίντελ, Φραντς Βέρφελ, Γκέοργκ Τρακλ, αλλά και ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ και ο Οσκαρ Γουάιλντ.
Από το 1911 ως το 1936 (τη χρονιά του θανάτου του) ο Κράους έγραφε όλο το περιοδικό μόνος του! Ομως δεν έγραφε μόνον. Εδινε και διαλέξεις, όπου γινόταν το αδιαχώρητο. Δεν ήταν βεβαίως «διαλέξεις» ακριβώς. Οπως μαρτυρεί ο Ελίας Κανέτι στον δεύτερο τόμο με τίτλο Ο πυρσός στο αυτί μου της αυτοβιογραφίας του, ήταν σαν να βρισκόσουν σε αίθουσα δικαστηρίου όπου δεν υπήρχε υπεράσπιση και την απόφαση την έβγαζε ο ομιλητής. Ο Κράους ήταν ευθύς και δίκαιος, λέει ο Κανέτι που τον θαύμαζε απεριόριστα. Δεν κατηγορούσε κανέναν χωρίς σοβαρό λόγο. Δεν δίσταζε, δεν φοβόταν, γι’ αυτό και αντιμετώπισε αμέτρητες μηνύσεις εξαιτίας των επιθέσεών του εναντίον των συντηρητικών ηθών, του αντισημιτισμού, της πολιτικής διαφθοράς, του εθνικισμού, του παγγερμανισμού, της πολιτικής και κοινωνικής υποκρισίας αλλά και των διανοουμένων και του Τύπου της εποχής. Εκείνος ο «αντιδημοσιογράφος» δημοσιογράφος (που έγραψε πως «η δημοσιογραφία είναι η βρογχοκήλη του κόσμου») δεν χαριζόταν σε κανέναν –ούτε καν στον εαυτό του ή στους αναγνώστες του. «Εγώ και το κοινό μου καταλαβαινόμαστε πολύ καλά. Δεν ακούει αυτά που λέω και δεν του λέω αυτά που θέλει να ακούσει» έλεγε. Κι ακόμη, με ακραίο αυτοσαρκασμό: «Είμαι πλέον τόσο διάσημος που όποιος με κακολογεί γίνεται πιο διάσημος από εμένα». Αλλά ό,τι απεχθανόταν στη δημοσιογραφία του καιρού του ήταν η κακογραφία, η συνεχής προσφυγή στα στερεότυπα και οι λογοκλοπές.
Ο ίδιος ανήγαγε το λεγόμενο «θεατρικό αναλόγιο» σε παράσταση υψηλού επιπέδου. Διάβαζε έργα του Μπρεχτ, του Χάουπτμαν, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ και συχνά με συνοδεία πιάνου τραγουδούσε ολόκληρες όπερες όπου ο ίδιος έκανε όλους τους ρόλους.


Δημοσιογράφος από πολύ μικρός

Στη δημοσιογραφία βγήκε πολύ μικρός. Στα 18 του χρόνια δημοσίευσε το πρώτο του κείμενο.
Διάβαζε σε καθημερινή βάση όλο τον Τύπο της Βιέννης, έκοβε τα άρθρα και τα κείμενα που τον ενδιάφεραν, τα κολλούσε σε μεγάλα φύλλα χαρτιού και δίπλα στο καθένα έγραφε τα σχόλιά του. Αυτό ήταν το υλικό που στη συνέχεια επεξεργαζόταν στα δικά του κείμενα.
α τεύχη του Πυρσού απαρτίζουν 37 τόμους. Πολλοί αφορισμοί του, που προκαλούσαν σοκ στους βιεννέζους αστούς, παραμένουν και σήμερα εξαιρετικά επίκαιροι: «Οι σάτιρες που ο λογοκριτής τις καταλαβαίνει δικαίως απαγορεύονται» έγραφε με σαρδόνιο χιούμορ. Ή «το μυστικό του δημαγωγού είναι να μοιάζει τόσο ανόητος ώστε οι ακροατές του να νομίζουν ότι είναι πιο έξυπνοι από τον ίδιο». Και τι να πει κανείς για τον ακραίο σαρκασμό του: «Το πρόβλημα με τους Γερμανούς δεν είναι ότι πυροβολούν αλλά ότι χαράσσουν πάνω στα βλήματα ρητά από τον Καντ».
Οπως όλοι οι σημαντικοί αυστριακοί συγγραφείς, δημοσιογράφοι και διανοούμενοι, ο Κράους υπήρξε γέννημα της κουλτούρας των καφενείων. Ανήκε στην πρωτοποριακή ομάδα Νέα Βιέννη (Jung Wien) που τα μέλη της συναντώνταν στο καφενείο Griensteidel. Το 1896 το καφενείο καταστράφηκε εξ ολοκλήρου από πυρκαγιά και η ομάδα «μετακόμισε» στο διπλανό καφέ «Central», που λειτουργεί και σήμερα. Ο Κράους δημοσίευσε τότε έναν σατιρικό επικήδειο με τίτλο Η ερειπωμένη λογοτεχνία στην εφημερίδα Wiener Rundschau.
Η σχέση του με όλα τα μέλη της ομάδας της Νέας Βιέννης δεν ήταν και η καλύτερη. Γιατί ο Κράους δεν χωρούσε σε ομάδες. Σύντομα αποχώρησε και εξίσου σύντομα άρχισε να επιτίθεται εναντίον των παλιών φίλων του. Η μόνη σταθερή φιλία του από εκείνη την εποχή ήταν με τον Αλφρεντ Πόλγκαρ.

Κράους και Φράνζεν

Πριν από δύο χρόνια ο Τζόναθαν Φράνζεν εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο The Kraus Project. Σ’ αυτό περιλαμβάνονται δύο εκτενή δοκίμια του Κράους μεταφρασμένα από τον ίδιο που τα συνοδεύει με εκτενέστατες σημειώσεις (ορισμένες μάλιστα καλύπτουν ολόκληρες σελίδες), δικές του και άλλων, πολλές από τις οποίες αναφέρονται και σε προσωπικές του εμπειρίες. Η μέθοδος του Φράνζεν μοιάζει με την αντίστοιχη με τα αποκόμματα από τον Τύπο που χρησιμοποιούσε ο Κράους. Είναι ένα εξαιρετικά πρωτότυπο βιβλίο όπου ο Φράνζεν βρίσκει την ευκαιρία να επιτεθεί στον κόσμο του θεάματος, των ΜΜΕ και της τεχνολογίας. Του λείπει ωστόσο η οξύτητα του βιεννέζου μάστορα.

Ο Κράους αντιπαθούσε τις επιφυλλίδες. Και αυτό σε μια Βιέννη όπου η επιφυλλίδα είχε εξελιχθεί σε είδος πολύ υψηλού επιπέδου. Είχαμε όμως και στη χώρα μας έναν σπουδαίο επιφυλλιδογράφο: τον Αγγελο Τερζάκη. Οι επιφυλλίδες του στο Βήμα έχουν αφήσει εποχή.
Για τον Τερζάκη όμως και την επιφυλλίδα την επόμενη εβδομάδα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ