O Αγγελος Tερζάκης ήταν παραμυθάς και ο γιος του Δημήτρης έχει κληρονομήσει το χάρισμα, είχα την πληροφορία από την Αννα Βενέζη. Οταν συναντηθήκαμε με τον Δημήτρη Τερζάκη, επιβεβαίωσα από πρώτο χέρι τα λεγόμενα της «Αννούλας», της παιδικής του φίλης. Καταξιωμένος συνθέτης, με πανεπιστημιακή σταδιοδρομία στη Γερμανία, καθηγητής στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία της Λειψίας, όπου ζει μόνιμα, εκλέχθηκε τον περασμένο Μάρτιο αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Γεννήθηκε δύο χρόνια πριν από τον πόλεμο, στο νεοκλασικό σπίτι στην οδό Πιπίνου 40, όπου είχε μετακομίσει από το Ναύπλιο το 1915 ο παππούς του Δημήτρης Τερζάκης, όταν εξελέγη βουλευτής του Βενιζέλου. «Ο Μουσολίνι έμαθε ότι γεννήθηκα κι ήρθε να με πάρει και έτσι άρχισε ο πόλεμος». Με τέτοια σχόλια χιουμοριστικά εκτυλίχθηκε η κουβέντα μας ένα απόγευμα στον «Βάρσο» στην Κηφισιά, ανάμεσα σε παραδοσιακά γλυκά και μυρωδιές άλλης εποχής.
«Ο πατέρας μου έφυγε στον πόλεμο και επειδή φοβόντουσαν ότι θα βομβαρδιζόταν η Αθήνα και το σπίτι στην Πιπίνου δεν είχε υπόγειο νοίκιασε η μάνα μου ένα ισόγειο δυαράκι γωνία Φαβιέρου και Σονιέρου. Εκεί, όταν πια τέλειωσε ο πόλεμος, θυμάμαι ένα πρωί να μπαίνει στο δωμάτιο ένας αγριάνθρωπος με μακριά γένια και κουρελιασμένη στολή στρατιώτη που με κοίταζε αλλά δεν τολμούσε να με αγκαλιάσει γιατί ήταν γεμάτος ψείρες. Και λέω τότε το ιστορικό: «Εγώ δεν θέλω αυτόν τον μπαμπά, θέλω τον άλλον». Σ’ αυτό το σπίτι περάσαμε όλη την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά και εκεί έγραψε ο πατέρας μου τη δεύτερη μορφή της «Ιζαμπώς». Τη νύχτα εμείς πηγαίναμε να κοιμηθούμε και ο πατέρας μου καθόταν στο γραφείο του και έγραφε».
Για τα καλοκαίρια είχαν ένα εξοχικό σπίτι στο Καστρί, πλην όμως το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. «Το πήραμε πίσω όταν έφυγαν οι Γερμανοί. Θυμάμαι τη μετακόμιση, ο παππούς, η γιαγιά –αυστηροτάτων ηθών -, οι γονείς μου, εγώ. Ανοίγουμε και τι να δούμε; Ενας από τους Γερμανούς, ο οποίος ήταν ζωγράφος, είχε γεμίσει τους τοίχους με γυμνές γυναίκες. «Μίμη, τρέχα να φέρεις μπογιατζή να φύγουν αυτά τα αίσχη!» φώναξε η γιαγιά μου και εκείνος –τι να κάνει; Δεν του έκανε ευχαρίστηση, γιατί ήταν λάτρης του ασθενούς φύλου –έφερε κάποιον μπογιατζή και έτσι το σπίτι ξαναέγινε ηθικό. Εκτοτε περνούσαμε εκεί τα καλοκαίρια. Ο πατέρας μου ανεβοκατέβαινε με το λεωφορείο στο Εθνικό Θέατρο και έπαιρνε άδεια τον Αύγουστο».
Αφηγήσεις και κινηματογράφος
Στο Καστρί έκαναν συχνά περιπάτους και ο Τερζάκης τού αφηγείτο. «Οχι παραμύθια. Μου διηγιόταν ιστορίες από τη μεγάλη λογοτεχνία. Αλλά είχε έναν τέτοιο τρόπο να τις απλοποιεί και να τις κάνει γοητευτικές που ακόμη το θυμάμαι πόσο με γοήτευε κυρίως η ιστορία του Φάουστ, αλλά ακόμη και τα κοινωνικά δράματα του Ιψεν, οι τραγωδίες του Σαίξπηρ, οι αρχαίες… Και όλα αυτά τα ρούφαγα και κρεμόμουν από τα χείλη του γιατί είχε έναν τρόπο να αφηγείται πάρα πολύ εκφραστικό. Μου έλεγε όμως και υποθέσεις από διάφορες όπερες και ιδιαίτερα με συγκινούσε το δράμα του Ριγκολέτο που οι κακοί αυλικοί άρπαξαν την κόρη του. Ο παππούς μου είχε ένα γραμμόφωνο με χωνί –ήταν το πρώτο γραμμόφωνο που μπήκε στο Ναύπλιο –και δίσκους με άριες από όπερες. Aκούγαμε λοιπόν τις άριες και αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τη μουσική.
Με αυτόν τον τρόπο ο πατέρας μου με έμπασε στη μεγάλη λογοτεχνία –και όχι μόνο. Μου μιλούσε για μουσική, για εικαστικά, με αποτέλεσμα, όταν πήγα στο σχολείο, παρότι ήμουν κάκιστος μαθητής, να νιώθω την πνευματική μου υπεροχή απέναντι στα άλλα παιδιά.
Μου είχε αγοράσει ένα τρενάκι και παίζαμε μαζί, μολυβένια στρατιωτάκια και παίζαμε μαζί στον κήπο του σπιτιού, αλλά αυτό που του άρεσε πολύ και μου το κόλλησε κι εμένα ήταν ο κινηματογράφος. Ο κινηματογράφος όμως όχι ως έβδομη τέχνη αλλά σαν μηχανικό παιχνίδι. Είχε μια μηχανή προβολής και μου έπαιζε κωμωδίες του Τσάπλιν. Χειμώνα και καλοκαίρι ο κινηματογράφος ήταν το μεγάλο γεγονός της εβδομάδας. Σάββατο βράδυ έστηνε τη μηχανή, νοίκιαζε ταινίες από τον Εμμανουήλ Βερυκοκάκη στην οδό Εδουάρδου Λω, που ήταν ο μόνος που έφερνε κινηματογραφικά, και τις βλέπαμε. Είχε όμως και μηχανή λήψεως, ένα κάρο από αυτές, και μου κόλλησε το χόμπι κι εμένα. Εχω οκτώ μηχανές στη Γερμανία».


Νυχτερινά γραψίματα και κουκλοθέατρο
«Στη θάλασσα δεν πηγαίναμε ούτε κατ’ ιδέαν γιατί τότε αυτοκίνητο δεν είχαμε και για να πάει κανείς στη θάλασσα ήταν περιπέτεια. Εγώ είχα παρέες στο Καστρί κι έπαιζα και οι μεγάλοι περνούσαν τα απογεύματα στη βεραντούλα με κουβέντα και ραδιόφωνο. Μας επισκέπτονταν εκεί συχνά ο κύριος Νίκος, ένας πολύ καλός φίλος του πατέρα μου από τον στρατό, ερχόταν να μας δει πότε-πότε ο Καραγάτσης, που νοίκιαζε τα καλοκαίρια κάπου στην Κηφισιά, και ο Θανάσης Πετσάλης που είχε σπίτι εκεί. Ο Καραγάτσης, που ήταν πολύ χωρατατζής, άρεσε πολύ στη γιαγιά μου και ρωτούσε τον πατέρα μου: «Αγγελάκο μου, πότε θα ‘ρθει πάλι αυτός ο φίλος σου ο Καρακάξης;». Φύσει μελαγχολικός ο πατέρας μου, απολάμβανε τα ανέκδοτα του Καραγάτση, τον έκανε και γελούσε. Ο ξαφνικός θάνατός του το 1960 τον χτύπησε πάρα πολύ. «Είναι ο πρώτος από εμάς που φεύγει ανοίγοντας τον δρόμο του γυρισμού» είχε γράψει τότε στο «Βήμα»».
Τις νύχτες ο Αγγελος καθόταν στο βεραντάκι και έγραφε. «Εγραφε μέχρι βαθιά τη νύχτα γιατί υπέφερε από αϋπνίες. Ξυπνούσε σχετικά αργά το πρωί και είχε κανονίσει με το Εθνικό Θέατρο να πηγαίνει πιο αργά, όχι στις οκτώ αλλά στις δέκα. Ετσι περνούσε η ζωή στο Καστρί, σχεδόν σαράντα καλοκαίρια. Ησυχες μέρες που τον βοηθούσαν να συγκεντρώνεται σε ό,τι εκάστοτε έγραφε και ταυτόχρονα να ασχολείται μαζί μου και να με μορφώνει χωρίς εγώ να το παίρνω είδηση.
Μου έγραφε επίσης έργα για το κουκλοθέατρο που μου είχε φτιάξει. Εστηνε το κουκλοθέατρο που είχε φτιάξει κάποιος μαραγκός, τις κούκλες τις οποίες είχε σκαλίσει ο ίδιος –είκοσι δύο κούκλες, η καθεμία τελείως άλλος χαρακτήρας -, τις σκηνογραφίες που είχε ο ίδιος ζωγραφίσει –τις έχω ακόμη –και έπαιζε με μοναδικό θεατή εμένα διάφορα έργα που μου είχε γράψει. Θυμάμαι ακόμη τον «Ληστή Γλειφαντέρη», ο οποίος έγλειφε άντερα, που μου άρεσε ιδιαίτερα».
Οι λογοτεχνικές παρέες
«Ενα βράδυ κάλεσαν οι γονείς μου στο σπίτι ένα μέρος της γενιάς του 1930. Θυμάμαι τους Καραγάτσηδες με τη Μαρίνα, με φόρεμα με φουρό, τους Βενέζηδες με την Αννούλα, επίσης με φόρεμα με φουρό. Τον Μυριβήλη δεν τον θυμάμαι ποτέ στο σπίτι. Συντροφιά έκανε επίσης με τον Πετσάλη, τον Γκάτσο και λιγότερο τον Ελύτη.
Το 1968, όταν μετακομίσαμε από την Πιπίνου στη Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Κολωνάκι, γίναμε γείτονες με τον Ελύτη στη Σκουφά. Θυμάμαι ένα βράδυ, στις έντεκα, του τηλεφώνησε ο Ελύτης και ζήτησε να τον δει επειγόντως. Ηταν επί δικτατορίας και του είπε ότι είχε αποφασίσει να φύγει από την Ελλάδα και να εγκατασταθεί στο Παρίσι γιατί δεν μπορούσε να αντέξει πια αυτή την ατμόσφαιρα. Ηθελε απλώς τη γνώμη του πατέρα μου και εκείνος φυσικά τον ενθάρρυνε».
Με πολλούς ξένους λογοτέχνες προσωπικές επαφές δεν είχε. «Κυρίως με τον Ιονέσκο και με τον Αντρέ Μαλρό, ενώ έκανε πολλή παρέα με τον Μανές Σπέρμπερ στο Παρίσι. Θυμάμαι ένα ταξίδι με τους γονείς μου στο Παρίσι που τον συναντήσαμε και μας έκανε τραπέζι σε ένα ωραίο εστιατόριο στην Quai Voltaire».

Η όπερα, «Το Βήμα» και οι «Εποχές»

Ο Αγγελος έπαιζε πιάνο και βιολοντσέλο και είχε σπουδάσει τραγούδι στο Ωδείο Αθηνών. «Είχε φτάσει στο δίπλωμα, ήταν βαρύτονος. Φοιτητής στο Ωδείο, είχε λάβει μέρος σε δύο παραστάσεις στο «Ολύμπια» και είχε τραγουδήσει «Αΐντα» (Αμονάσρο) και «Τόσκα» (Σκάρπια). Για να τραγουδήσει «Τόσκα» –έκανε τότε τη θητεία του –το είχε σκάσει από τον στρατό. Πήγε στο θέατρο και είδε στην πρώτη σειρά τον λοχαγό του. Ευτυχώς δεν τον αναγνώρισε. Τη λάτρευε την όπερα. Ηθελε να γίνει τραγουδιστής όπερας, πλην όμως διαπίστωσε ότι δεν είχε μεγάλη ευκολία στις ψηλές περιοχές και το εγκατέλειψε».

Η όπερα έκανε το προξενιό της συνεργασίας του Τερζάκη με «Το Βήμα». «Ητανε το 1947, εγώ ήμουνα άρρωστος, κρεβατωμένος, κι ο πατέρας μου είχε πάει στους Λαμπρόπουλους στη Σταδίου και είχε αγοράσει σε δίσκους 78 στροφών όλον τον «Ριγκολέτο». Εκεί συνάντησε τον Γιώργο Συριώτη, διευθυντή του «Βήματος», που του πρότεινε να γίνει συνεργάτης της εφημερίδας και ο πατέρας μου δέχτηκε. Ετσι άρχισε η μακροχρόνια συνεργασία του με «Το Βήμα»».
Αργότερα, το 1963, ο Χρήστος Λαμπράκης τού ανέθεσε τη διεύθυνση του περιοδικού «Εποχές». «Ηταν πολύ ανοικτό περιοδικό, όσο μπορούσε να είναι την εποχή εκείνη, γι’ αυτό και ανεστάλη η έκδοσή του στη δικτατορία. Ο Λαμπράκης δεν ανακατευόταν, απλώς του έπεφτε λόγος όταν ήταν κάποιο πολιτικό θέμα, και χωρίς να επιτρέπει ή να απαγορεύει, μόνο να γνωμοδοτεί. Σε θέματα πνευματικά δεν ανακατευόταν, και ο πατέρας μου ένιωθε καλά στις «Εποχές». Είχε δεξί του χέρι τον Κωστή Σκαλιώρα και πήγαινε ευχαρίστως τα απογεύματα στη Χρήστου Λαδά».
Φυσικά, λάμβανε βουνά από βιβλία, κυρίως από ποιητές, αλλά επέλεγε ποιους θα παρουσίαζε στο περιοδικό. «Εβγαλε στη δημοσιότητα τον Μένη Κουμανταρέα και παρουσίαζε στις «Εποχές» νέους, φυσικά τους καθιερωμένους, αλλά έφερνε και τα ρεύματα του εξωτερικού».
Ητανε γαλλομαθημένος. «Είχε από μικρός μια γκουβερνάντα για γαλλικά, η οποία έμεινε κοντά μας μέχρι τον θάνατό της –πέθανε μετά τον πατέρα μου. Οταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου μού έδινε γαλλικά παιδικά βιβλία, κυρίως του Ιουλίου Βερν, και για να τα διαβάσω και για να τα χαζέψω επειδή ήταν πάρα πολύ ωραία εικονογραφημένα. Γνώριζε επίσης αγγλικά και ιταλικά, λόγω της όπερας. Διάβαζε Ντίκενς και Εμιλι Μπροντέ από το πρωτότυπο και πολλή ρωσική λογοτεχνία. Οι μεγάλες του αγάπες ήταν ο Νοστογέφσκι και ο Τολστόι. «Βλέπεις πώς τρίζει τα δάχτυλά του ο Καρένιν και τον έχεις ολοζώντανο μπροστά σου» έλεγε. Μου έδωσε να διαβάσω Ντοστογέφσκι στα δεκαπέντε μου και είχαμε ομηρικές συζητήσεις. Μπορούσε να μιλά ώρες για ένα θέμα που του άρεσε και, αν τον έβρισκα ξύπνιο όταν επέστρεφα από τις εξόδους μου, μπορεί να συζητούσαμε ως τις πέντε το πρωί. Είχε ευγλωττία, φλόγα, πάθος, μιλούσε δραματοποιημένα. Αργότερα, όταν μιλούσα στην κόρη μου, προσπαθούσα να τον αντιγράψω. «Μπαμπά, μη μιλάς έτσι, γιατί θα βάλω τα γέλια» μου είπε εκείνη και τότε κατάλαβα ότι ο τρόπος του πατέρα μου ήταν παλιομοδίτικος. Εμένα όμως με λουλούδιαζε, έκανε τη φαντασία μου να τρέχει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ