«Δημοσιογραφία σημαίνει να τυπώνεις κάτι που κάποιος άλλος δεν θέλει να τυπωθεί. Τα υπόλοιπα είναι δημόσιες σχέσεις». Η φράση αποδίδεται από πολλούς στον Τζορτζ Οργουελ, χωρίς να είναι βέβαιον ότι ανήκει στον ίδιο. Ολα σχεδόν τα κείμενά του ωστόσο υπακούουν σε αυτή την αρχή.
Ο Οργουελ είναι παγκοσμίως γνωστός για τα δύο μείζονα μυθιστορήματά του: τη Φάρμα των ζώων και το 1984. Οσοι όμως ασχοληθούν με το δοκιμιακό και το δημοσιογραφικό του έργο θα καταλήξουν στο συμπέρασμα πως τα βιβλία αυτά μεταφέρουν στο πεδίο της μυθοπλασίας τις θέσεις που ανέπτυξε στα εκατοντάδες άρθρα, δοκίμια και βιβλιοκρισίες που κατέθεσε σε έντυπα της εποχής: από τον Observer και το Horizon ως το Partisan Review, τον New Yorker και τους New York Times. Και τούτα μέσα σε 22 χρόνια, από το 1928 που δημοσίευσε το πρώτο του κείμενο ως το 1950 που πέθανε από φυματίωση. Ηταν μόνο 46 ετών.
Το 1968 η χήρα του Σόνια σε συνεργασία με τον Ιαν Ανγκους επιμελήθηκε και εξέδωσε σε τέσσερις ογκώδεις τόμους το σύνολο σχεδόν των δοκιμίων, των άρθρων, των βιβλιοκρισιών, των επιστολών αλλά και των ημερολογίων που κράτησε κατά καιρούς ο Οργουελ. Η έκδοση πιστοποιούσε δύο πράγματα: πρώτον, ότι έργο και ζωή για τον συγγραφέα ήταν ένα και το αυτό και, δεύτερον, πως ο δημόσιος λόγος, ο πολιτικός λόγος δηλαδή, είναι συνδυασμός του ρεπορτάζ και της κριτικής, δηλαδή της εμπειρίας, της γνώσης και της άποψης, σε σημείο που να αναρωτιέται κάποιος αν ο Οργουελ θα γινόταν τόσο σημαντικός συγγραφέας αν δεν ήταν σπουδαίος δημοσιογράφος.
Η κριτική και το ρεπορτάζ


Τον κριτικό Οργουελ δεν τον συναντούμε μόνο στις βιβλιοκρισίες του αλλά και στις επιστολές του. Και τον ρεπόρτερ στις ανταποκρίσεις και στα ημερολόγιά του. Ακόμη και το εκπληκτικό του χρονικό για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο Φόρος τιμής στην Καταλωνία δεν είναι παρά ένα εκτεταμένο και απαράμιλλο ρεπορτάζ.
Ο πόλεμος εκείνος στον οποίο ο Οργουελ έλαβε μέρος στο πλευρό των Δημοκρατικών και τραυματίστηκε σοβαρά τον σημάδεψε ως συγγραφέα και ως άνθρωπο. Σε άρθρο του με τίτλο Γιατί γράφω, που δημοσιεύτηκε το 1946, λέει πως ο ισπανικός εμφύλιος και το γεγονότα του 1936-37 τον έκαναν να καταλάβει ποιος ήταν. «Κάθε γραμμή που έγραψα από το 1936 και εξής γράφτηκε ευθέως ή εμμέσως εναντίον του ολοκληρωτισμού και υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού, όπως τον αντιλαμβάνομαι» σημειώνει.
Η κριτική του Οργουελ εναντίον του ολοκληρωτισμού στρέφεται βεβαίως κατά του ναζισμού και του σταλινισμού. Εναντίον μάλιστα του δεύτερου ήταν ακόμη πιο έντονη, γιατί ο σταλινισμός συνιστούσε προδοσία των σοσιαλιστικών ιδεών και της δημοκρατίας. Σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι προοδευτικοί διανοούμενοι ήταν ανεκτικοί ή υποστήριζαν ανοιχτά το σοβιετικό καθεστώς ο καταγγελτικός λόγος του Οργουελ θα αποδεικνυόταν προφητικός και εξαιτίας του θα αποκτούσε πολλούς εχθρούς.
Ομως η κριτική του στάση τον οδήγησε και σε άλλα πεδία, ιδίως σε εκείνο της προπαγάνδας και της διπλής γλώσσας –άρα και της διαστρέβλωσης των γεγονότων μέσω του γλωσσικού ιδιώματος το οποίο χρησιμοποιούσε το πολιτικό προσωπικό του καιρού του που εμφάνιζε μια ψευδεπίγραφη εικόνα της πραγματικότητας.
Η γλώσσα για τον Οργουελ δεν είναι απλώς όργανο επικοινωνίας αλλά επιδρά και στον τρόπο που σκεπτόμαστε. Οπως το θέμα επηρεάζει τον τρόπο που γράφουμε, έτσι και ο τρόπος που γράφουμε επηρεάζει το θέμα –κατά συνέπεια και τη στάση μας έναντι της πραγματικότητας. Και σήμερα ακόμη ορισμένες από τις υποδείξεις του παραμένουν αναντικατάστατες. Ο δημοσιογράφος, έλεγε, δεν πρέπει να χρησιμοποιεί μια λέξη με πολλές συλλαβές αν υπάρχει αντίστοιχη με λιγότερες. Ούτε να καταφεύγει στην παθητική φωνή όταν μπορεί να χρησιμοποιήσει ενεργητική, όπως και σε άχρηστες μεταφορές ή λέξεις και φράσεις από την αργκό ή από ξένες γλώσσες όταν υπάρχουν ανάλογες στη μητρική του. Κι αυτά για τον απλό λόγο ότι η καθαρότητα της διατύπωσης είναι μητέρα της πρωτοτυπίας και απόδειξη της ειλικρίνειας του γράφοντος.
Αν οι παραπάνω συστάσεις είναι σημαντικές και για τον συγγραφέα δημιουργικής φαντασίας, για τον δημοσιογράφο αποτελούν απαράβατους κανόνες. Ενας καλός δημοσιογράφος προκειμένου να καταλάβει τη σημασία της λεγόμενης «φράσης-απόχης» με την οποία αρχίζει ένα ελκυστικό κείμενο αρκεί να καταφύγει στον Οργουελ, ο οποίος δίνει μια επίσης σημαντική συμβουλή: μη χρησιμοποιείτε φράσεις που τις είδατε τυπωμένες. Είναι ο καλύτερος τρόπος να αποφύγετε τα στερεότυπα.
Ηθική και πολιτική ακεραιότητα


Τα δημοσιογραφικά του κείμενα θα λέγαμε πως αποτελούσαν για τον ίδιο ό,τι και τα σημειωματάρια για έναν πεζογράφο. Αλλά, όπως τονίζει η Σόνια Οργουελ, δεν είναι υποκατάστατα μυθιστορημάτων ή βιβλίων. Εκφράζουν τη βαθιά του επιθυμία να διατυπώσει τις ιδέες του με συγκεκριμένο τρόπο τη συγκεκριμένη στιγμή –και από πολλές πλευρές. Αυτό μόνο μέσω της δημοσιογραφίας μπορούσε να το επιτύχει, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια κατ’ εξοχήν «πολιτική εποχή», όπως επαναλάμβανε συχνά ο ίδιος.
Διατρέχοντας τα κείμενά του έπειτα από τόσα χρόνια δεν μπορούμε να μη θαυμάσουμε το κριτικό του πάθος, ακόμη και έναντι των δικών του απόψεων και αντιφάσεων, και φυσικά την ηθική και πολιτική του ακεραιότητα. Για παράδειγμα, σε σύγκριση με τον συντηρητικό Τ.Σ. Ελιοτ βρισκόταν πολιτικά στην άλλη όχθη αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να αναγνωρίζει το σημαντικό έργο του ποιητή της Ερημης χώρας.
Ηταν από τους πρώτους που αναγνώρισαν την αξία του Χένρι Μίλερ, τον οποίο ωστόσο αντιμετωπίζει κριτικά στο πολιτικό πεδίο.
Ο εκπληκτικός του Απαγχονισμός, που διδάσκεται σε πλήθος κολέγια και δημοσιογραφικές σχολές, είναι η συγκλονιστικότερη καταδίκη της θανατικής ποινής.
Πρώτος, το 1947, οραματίστηκε μιαν άλλη Ευρωπαϊκή Ενωση, τις «Σοσιαλιστικές Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», στις οποίες περιελάμβανε και τις χώρες της Βόρειας Αφρικής.
Σε τούτα τα ενδεικτικά παραδείγματα θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πλήθος άλλα.
Το έντονα προσωπικό στοιχείο στη δημοσιογραφία του Οργουελ θα επιδρούσε καταλυτικά στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνική γραφή της δεκαετίας του 1960, τη λεγόμενη Νέα Δημοσιογραφία του Τρούμαν Καπότε, του Τομ Γουλφ και του Νόρμαν Μέιλερ.
Για τον Νόρμαν Μέιλερ και τη Νέα Δημοσιογραφία όμως την επόμενη Κυριακή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ