Christine Angelidi, George T. Calofonos (eds.),
Dreaming in Byzantium and Beyond
Ashagate, Aldershot, 2014,
ISBN 9781409400554,
σελ. XV + 233, τιμή 70,00 στερλίνες

Στην περιφέρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 9ο αιώνα μια μητέρα ονειρεύεται πως ο φιλόδοξος και ανήσυχος γιος της που ετοιμάζεται να αναζητήσει την τύχη του στην πρωτεύουσα κάποια μέρα θα γίνει αυτοκράτορας. Μετά από μια περιπετειώδη διαδρομή στους διαδρόμους της εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη, στηριγμένος πάντοτε στα όνειρα, καταλήγει να γίνει ο ιδρυτής της ισχυρότερης και μακροβιότερης δυναστείας του Βυζαντίου, της δυναστείας των Μακεδόνων. Ενας ταξιδιώτης τον 12ο αιώνα, όταν κατακλύζεται από ανάρμοστες σκέψεις, βλέπει ένα όραμα όπου ο Θεός τον διαβεβαιώνει πως θα τον φροντίσει. Του δείχνει λοιπόν το μέρος όπου μονάζει ένας άγιος και εκεί βρίσκει καταφύγιο και ανάπαυση. Ενας ασθενής μέσα σε όνειρο βρίσκει την ίαση χάρη στη θαυματουργική επέμβαση αγίου. Μια παράδοση που συνεχίζει την πρακτική της εγκοίμησης της αρχαιότητας. Τα όνειρα, πολύπλευρα στις χρήσεις και στις αναφορές τους, σημαντικά ήδη από την αρχαιότητα, συνεχίζουν να απασχολούν τους ανθρώπους στο Βυζάντιο. Θεραπευτικά, πολιτικά, ερωτικά και άλλα παραδείγματα ονείρων αναλύονται από μια σύγχρονη οπτική στον τόμο που κυκλοφόρησε από τις έγκυρες εκδόσεις Ashgate το 2014, με την επιστημονική επιμέλεια δύο έγκριτων βυζαντινολόγων, της ομότιμης διευθύντριας Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Χριστίνας Αγγελίδη και του Γιώργου Θ. Καλόφωνου, που υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους ερευνητές του κλάδου αυτού ήδη από τα χρόνια των σπουδών του στο Κέντρο Οθωμανικών, Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham τη δεκαετία του 1990.

Ο τόμος αυτός απαρτίζεται από μελέτες διακεκριμένων βυζαντινολόγων και επιστημόνων του χώρου. Το έργο έρχεται να προστεθεί στις μετρημένες εκδόσεις που έχουν κυκλοφορήσει τις δύο τελευταίες δεκαετίες σχετικά με τη μελέτη των βυζαντινών ονείρων. Ανάμεσά τους αξίζει να σημειωθούν διοργανώσεις και δημοσιεύσεις που εστίασαν στην ερμηνευτική των ονείρων, τα λεγόμενα Ονειροκριτικά, αλλά και σε διάφορες πτυχές των ονείρων κατά την περίοδο της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σχετικά νέο ως ερευνητικό πεδίο, το όνειρο στο Βυζάντιο, όπως και στην αρχαιότητα, στέκεται ανάμεσα στον κόσμο της συνείδησης και του ασυνείδητου ή του υποσυνείδητου και ταυτόχρονα αποκαλύπτει αντιλήψεις για συγκεκριμένα πλαίσια εμπειρίας, όπως ο μοναχικός ή ο ασκητικός βίος, η αυτοκρατορική αυλή, οι θαυματουργικές ιάσεις που καταγράφονται στα αντίστοιχα λογοτεχνικά είδη ή στις διάσπαρτες αφηγήσεις. Τα όνειρα έρχονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος κατά την περίοδο της Δεύτερης Σοφιστικής και την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, με αφορμή τα Ονειροκριτικά, δηλαδή τα εγχειρίδια στα οποία ερμηνεύονται τα σύμβολα και τα σημεία των ονείρων καταθέτοντας πολύτιμες πληροφορίες για το παρόν της αντίστοιχης ιστορικής εποχής και το γνωσιακό της πλαίσιο.
Οπως επισημαίνει στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου η Margaret Mullett, διευθύντρια του ερευνητικού κέντρου Dumbarton Oaks του Πανεπιστημίου του Harvard, οι αφηγήσεις των βυζαντινών ονείρων που κατατίθενται σε αυτό το έργο χρήζουν πολλαπλών αναγνώσεων «από εκπροσώπους κλάδων όπως η ιστορία, η φιλολογία, η ψυχολογία, η ψυχιατρική και η ανθρωπολογία. Γιατί τα όνειρα μπορούν να είναι διάφορα πράγματα: ενόραση του μέλλοντος, αποκάλυψη του προσωπικού παρελθόντος, ένας τρόπος προσέγγισης του θείου, μηχανισμός ίασης, εύρημα αφηγηματικής πλοκής, μεσαιωνικός κινηματογράφος ή εναλλακτικός τρόπος ύπαρξης» (Mullett, σελ. 1).
Ιστορικές αφηγήσεις


Εμφαση δίνεται σε όνειρα υφασμένα μέσα σε ιστορικές αφηγήσεις που παραδίδονται σε πηγές όπως ο Προκόπιος, ο Συνεχιστής του Θεοφάνη, ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο Ιωάννης Σκυλίτζης, ο Ιωάννης Κίνναμος κ.ά. Σε τέτοιου τύπου όνειρα επικεντρώνονται οι μελέτες του Γιώργου Θ. Καλόφωνου, του Ηλία Αναγνωστάκη και του Paul Magdalino. Ο Ηλίας Αναγνωστάκης ανιχνεύει με οξυδέρκεια τα σύνθετα γεγονότα και τα όνειρα που σχετίζονται με την εκστρατεία του Ιουστινιανού ενάντια στο βασίλειο των Βανδάλων στη Λιβύη, όπως καταγράφονται από τον ιστορικό Προκόπιο. Με μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιόδους του Βυζαντίου και τη χρήση των ονείρων στις ιστοριογραφικές πηγές ασχολείται ο Γιώργος Θ. Καλόφωνος. Πρόκειται για την Εικονομαχία, η σχέση της οποίας με την καταγραφή των ονείρων αποκαλύπτει πτυχές της πολιτικής χρήσης του ονείρου στις ιστοριογραφικές πηγές και ιδιαίτερα στον Συνεχιστή του Θεοφάνη, καταδεικνύοντας συγκεκριμένα τη σημασία των ονείρων για την εγκαθίδρυση της Μακεδονικής δυναστείας.
Ο Paul Magdalino ασχολείται με την ίδια κατηγορία υλικού, αν και χρονολογικά προχωρεί προς την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Η μελέτη του τον οδηγεί στους σουρεαλιστικούς δρόμους του ονείρου και του συμβολισμού του και στον αβέβαιο δρόμο της ταύτισης και ερμηνείας προσώπων και καταστάσεων που αναφέρονται.
Ονειρα, ενύπνια, φαντασίες και βέβαια οι ερμηνείες τους μέσα από τα Ονειροκριτικά παίζουν σημαντικό ρόλο στην πλοκή αγιολογικών κειμένων που αναλύει, μεταξύ άλλων, η Margaret Mullett, η οποία εξετάζει τον Βίο του Κυριακού του Φιλεώτη, καταλήγοντας με το σημαντικό απόφθεγμα του Herdt πως τα όνειρα αποτελούν ίσως την πιο πολύπλοκη ανθρώπινη επικοινωνία.
Καταφύγιο για το πνεύμα του πονηρού


Εστιασμένη περισσότερο στα ιερά ιαματικά όνειρα, η Σταυρούλα Κωνσταντίνου καλύπτει αφηγήσεις ονείρων και θεραπειών σε βυζαντινές συλλογές θαυματουργικών ιστοριών. Το όνειρο από τη φύση του πιστοποιεί την παρουσία του θείου και μάλιστα με τρόπο που επιτρέπει τη συνάντηση του Θεού με τον πιστό μέσα σε ένα υπαρκτό πλαίσιο εμπειρίας. Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, ο άνθρωπος κοιτάζει τα όνειρά του προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα μηνύματα για την επαύριο. Στις αγιολογικές πηγές τα όνειρα εμπίπτουν σε δύο βασικές κατηγορίες: όνειρα όπου η δράση διενεργείται μέσα από τον λόγο και άλλα όπου διενεργείται μέσω της σωματικής επαφής του αγίου με τον ασθενή. Ωστόσο, τα όνειρα προσφέρουν καταφύγιο και για το πνεύμα του πονηρού, ο οποίος μέσα από αυτά πλησιάζει τον άνθρωπο για να τον βάλει σε πειρασμό. Ισως αυτός είναι και ο λόγος που στη χριστιανική γραμματεία μαρτυρείται τόση καχυποψία απέναντι στην έκσταση και την ενοραματική εμπειρία.
Η Bettina Kronung, από το Πανεπιστήμιο του Mainz, μελετά τα τεκμήρια και επιχειρηματολογεί προς μια πιο μετριοπαθή τους ανάγνωση.
Ενα σχεδόν ξεχωριστό είδος της βυζαντινής λογοτεχνίας που απέκτησε ιδιαίτερη υπόσταση κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο εξετάζει η Carolina Cupane συγκρίνοντας περιγραφές από όλες τις περιόδους και από εκκλησιαστικές αλλά και κοσμικές πηγές. Πρόκειται για τα «οράματα του άλλου κόσμου». Το είδος ήταν εξαιρετικά χρήσιμο και διδακτικό και αυτός ήταν ο λόγος που η Εκκλησία το υιοθέτησε για την προώθηση της δικής της ασκητικής άποψης για τον κόσμο.
«Ονειροκριτικά»


Περιγραφές του άλλου κόσμου, με μια ιδιωτική όμως διάσταση, εμπεριέχονται και στη μελέτη της Χριστίνας Αγγελίδη με τίτλο «Μια μικρή αποκάλυψη για προσωπική χρήση» (69-78) γραμμένη με το πάντοτε ελκυστικό, προσωπικό, συγγραφικό της ύφος.
Τα Ονειροκριτικά αποτελούν διακριτή κατηγορία ερμηνευτικών κειμένων με αντικείμενο τα όνειρα, που απευθύνονταν σε ένα κοινό κατά κανόνα ανδρικό που ενδιαφερόταν για πρακτικές μέριμνες, όπως η υγεία, τα οικονομικά και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η όλη δομή τους ήταν τέτοια ώστε να διευκολύνεται ο χρήστης να αποκωδικοποιήσει εύκολα –αν όχι το σύνολο του ονείρου –τουλάχιστον τις πιο ζωηρές εικόνες που κυριαρχούσαν ως ανάμνηση καθώς έβγαινε από το όνειρο. Τα εγχειρίδια αυτά χρονολογούνται από τον 9ο ως τον 15ο αιώνα, με εξαίρεση το Ονειροκριτικό του Προφήτη Δανιήλ, που είναι πιθανόν να γράφτηκε γύρω στο 350-400 μ.Χ., γράφει ο Steven Oberhelman, επίσης ένας από τους πρωτοπόρους μελετητές των Ονειροκριτικών. Αν συγκρίνουμε τον αριθμό των βυζαντινών με τα αντίστοιχα σωζόμενα αραβικά εγχειρίδια, θα δούμε ότι είναι πολύ περιορισμένος. Ο Oberhelman αποδίδει το γεγονός στο πλαίσιο λειτουργίας και ερμηνείας των ονείρων στο Βυζάντιο, το οποίο δεν καθιστούσε αναγκαία τη χρήση Ονειροκριτικών, μια και τα ίδια τα όνειρα αποτελούσαν ζώσα πραγματικότητα και η ερμηνεία τους ήταν υφασμένη στον ιστό της καθημερινότητας.
Με τη σύγκριση βυζαντινών και αραβικών ονειροκριτικών, καθώς και με το πάντα ανοιχτό ζήτημα αντιπαράθεσης μεταξύ πραγματικότητας και λογοτεχνικής παράδοσης, ασχολείται η αραβολόγος και βυζαντινολόγος Μαρία Μαυρουδή, η οποία καταλήγει σε ευρείας προοπτικής συμπεράσματα αναφορικά με τη γλώσσα των ονειροκριτικών, την εσκεμμένα ασαφή και γεμάτη διφορούμενα και αμφισημίες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίμαχα αποσπάσματα ερωτικού περιεχομένου, τα οποία είτε μεταφέρονται από τα αραβικά ονειροκριτικά είτε αποσιωπούνται στη βυζαντινή εκδοχή κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο.
Ο Χάρης Μεσσής, συνεργάτης του προγράμματος για τη δημιουργία βάσης δεδομένων για τα όνειρα στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, που ξεκίνησε με πρωτοβουλία των δύο επιστημονικών επιμελητών του τόμου, εξετάζει τα ερωτικά όνειρα, τα οποία επιτυχώς συσχετίζει με την εξύφανση και αποτύπωση του προσώπου (με την έννοια του εαυτού) στη βυζαντινή λογοτεχνία. Ετσι τα ερωτικά όνειρα αναλύονται αρχικά ως κείμενα και στη συνέχεια μέσα στο πλαίσιο του είδους όπου εμφανίζονται, είτε πρόκειται για αγιολογικά κείμενα είτε για κοσμική λογοτεχνία με ιδιαίτερη έμφαση στη μεσαιωνική μυθιστορία.
Ανθρωπολογικές προοπτικές


Οι δύο τελευταίες μελέτες, χωρίς να εξασφαλίζουν στον τόμο έναν πλήρως διεπιστημονικό χαρακτήρα, ανοίγουν τη συζήτηση περί ονείρων σε προοπτικές ανθρωπολογικές και ψυχαναλυτικές, προσεκτικά και βαθιά δουλεμένες, η πρώτη με την υπογραφή της διακεκριμένης ανθρωπολόγου Barbara Tedlock, που άνοιξε τον δρόμο για την άνθηση που γνωρίζει η μελέτη του ονείρου στην ανθρωπολογία σήμερα, και η δεύτερη και καταληκτική μελέτη με την υπογραφή της εξαιρετικής βυζαντινολόγου και ψυχαναλύτριας Κάτιας Γαλαταριώτου. Προσεγγίζοντας τον κόσμο των βυζαντινών ονείρων με τα εργαλεία της φροϋδικής ψυχανάλυσης, η Γαλαταριώτου προσφέρει μια ενδιαφέρουσα ανάγνωση της βυζαντινής ονειρογραφίας χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα εργασίας τον λόγο του Μιχαήλ Ψελλού για τη νεκρή μητέρα του και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο Ψελλός είναι πράγματι εξαιρετικά σύγχρονος, όπως και τα όνειρα που λειτουργούν ως μίτος διαχρονικός που συνδέει το χθες με το σήμερα, το φως με το σκοτάδι και τον βαθύτερο εαυτό μας με την καθ’ ημέρα πράξη.
Οι επιστημονικοί επιμελητές του τόμου αυτού, έχοντας καταθέσει τις σημαντικές προσωπικές τους συμβολές σε αυτό το ερευνητικό πεδίο, έχουν παράλληλα ανοίξει τον δρόμο για το επόμενο βήμα έρευνας, μελέτης και αναγνώρισης της σημασίας των βυζαντινών ονείρων.
Η δρ Νίκη Τσιρώνη είναι βυζαντινολόγος στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, εταίρος του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ