Αχιλλέας Κυριακίδης
Σημειώσεις για μια ιδιωτική
θεωρία της λογοτεχνίας
Εκδόσεις Κίχλη, 2015,
σελ. 45, τιμή 6 ευρώ

Ακαταπόνητος εργάτης του λόγου αλλά και της εικόνας, πολύπειρος μεταφραστής, επίμονος διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος, κινηματογραφιστής και δεινός βιβλιογνώστης, εμμονικός στις αναφορές του, όπως κάθε αξιόλογος συγγραφέας, ο Αχιλλέας Κυριακίδης είναι περίπου ένας «άνθρωπος-ορχήστρα», είδος σπάνιο στον χώρο των γραμμάτων μας. Φανατικός θιασώτης της βραχυλογίας («μικρομηκάς» σκηνοθέτης, αφοσιωμένος θεράπων της μικρής αφηγηματικής φόρμας στη λογοτεχνία), ήταν θέμα χρόνου να καταλήξει στην πεμπτουσία του μινιμαλισμού, στον αφοριστικό λόγο που σφραγίζει το τελευταίο βιβλίο του. Αστερισμός μονοκυτταρικών σκέψεων, αυτό το αποφθεγματολόγιο στήνει την ουτοπία μιας αυθεντίας που βραχυκυκλώνει την εξουσία της, αυτοπαρωδείται και διαβρώνει το κύρος της επιγραμματικής αυτάρκειας («Αν η λογοτεχνία δεν είναι παιχνίδι, την έχουμε όλοι πολύ άσχημα»). Και αυτή η ανατρεπτική αντιλογία που διεκδικεί αξιωματικά την αποδοχή και συνάμα την υπονομεύει λαμπυρίζει ήδη στον διμέτωπο τίτλο: θεωρία λογοτεχνίας, δηλαδή σύνολο αληθών, συγκροτημένων προτάσεων καθολικής ισχύος και ταυτόχρονα ιδιωτική, αποκλειστικά αυτοδεσμευτική και προσωπικής χρήσεως (περίπου σαν την ατομική ειρήνη που θέσπιζε για λογαριασμό του ο αριστοφανικός Δικαιόπολις στους Αχαρνείς). Με αυτή τη λοξή ματιά, κινούμενος αστραπιαία από την επιφάνεια στο βάθος και τούμπαλιν, ο Κυριακίδης σχετικοποιεί την απολυτότητα των γνωμικών του και εδραιώνει τα ανάλαφρα παιχνιδίσματα της σκέψης του («Οταν ο αναγνώστης δημιουργεί, ο συγγραφέας σωπαίνει»).

Οι δυνατότητες που προσφέρει η στρατηγική της ολιγολογίας, του λακωνισμού, είναι βέβαια πολλαπλές και διαχρονικά λειτουργικές: από τις σκοτεινές ρήσεις του Ηράκλειτου στα λιτά αυλικά προστάγματα του Καστιλιόνε ή του Γκραθιάν, από τα ηθικά αξιώματα (Μaximes) του Λα Ροσφουκό και των γάλλων μοραλιστών στους αφοριστικούς στοχασμούς των γερμανών ρομαντικών ή τις νιτσεϊκές γνωμολογίες, από τα έξυπνα αποφθέγματα του Γουάιλντ ως τις μικρές παράδοξες παραβολές του Κάφκα, τα ευφυή Μinima Moralia του Αντόρνο ή τα κριτικά εδάφια (lexies) και τα αποσπάσματα του μπαρτικού λόγου –o κατάλογος όσων καλλιέργησαν τον βραχύ, μονοπυρηνικό στοχασμό ως άσκηση νοηματικής συμπύκνωσης και ως στοίχημα εκφραστικής οικονομίας (μέγιστη ακριβολογία με ελάχιστα μέσα) θα τραβούσε σε μάκρος.
Τα πλεονεκτήματα αυτής της μινιμαλιστικής γραφής που ακροβατεί ανάμεσα στο (μικρό) δοκίμιο, το απόσπασμα, τον αφορισμό ή το απόφθεγμα προκύπτουν ακριβώς από τη δυναμική και την ένταση της ασυνέχειας, την απρόσμενη μη γραμμική μετάβαση από μια ιδέα σε κάποιαν άλλη, με μια λογική απροσδιόριστης ρήξης: τα αφοριστικά κείμενα, ίχνη, δείκτες μιας διαδικασίας μάλλον παρά μιας τετελεσμένης κατάστασης, δίνουν την αίσθηση του αυτόνομου, κλειστού και του ανοικτού συνάμα, του περατωμένου και του ατελούς, σαν ελατήριο συσπειρωμένο και έτοιμο να τανυστεί, σπερματικός λόγος που δυνητικά θα αναπτυχθεί, στατικός και όμως ήδη εν κινήσει. Η βραχύτητα συνέλκει το αντίθετό της: ένας αφορισμός δεν μένει σχεδόν ποτέ μόνος, το ένα απόφθεγμα καλεί το άλλο και τα αποσπάσματα σχηματίζουν ομάδες, συλλογές, ανθολόγια που παραλλάσσουν και πολλαπλασιάζουν την αρχική ιδέα, αιωρούμενα ανάμεσα στην αυτάρκεια και στην ανεπάρκεια. Αυτό το παράδοξο (η πληθυντική μονάδα, η αποσπασματική παράταξη ή παρέλαση, τα ρινίσματα του λόγου που έλκονται από ένα μαγνητικό κέντρο) είναι μέρος της γοητείας του αφοριστικού λόγου, έκκεντρου και συνάμα προσανατολισμένου.
Ο Ροΐδης ή ο Μητσάκης, στα καθ’ ημάς, o Σεφέρης σε κάποιες ημερολογιακές εγγραφές του, ο Αναγνωστάκης στο «ΥΓ» του ή ο Λορεντζάτος στα πυκνά Collectanea, αλλά και αρκετοί παλαιότεροι και νεότεροι έλληνες συγγραφείς έχουν ασκηθεί σε αυτή τη ρητορική της βραχυλογίας, την τέχνη μιας μινιμαλιστικής ταπεινότητας που τολμά και ρισκάρει να σπουδαιολογήσει.
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, άριστος γνώστης του είδους που επιλέγει να καλλιεργήσει, αλλά και συνειδητός πειραματιστής, χάριν της παιδείας (του) αλλά και της παιδιάς, στην οποία πασιφανώς ομνύει, παίζει απολαυστικά στο πιάνο της λογοτεχνίας –il fait ses gammes, ας το πούμε με τη γλώσσα της μουσικής. Παραθέτει άτακτα γνωμικές σκέψεις για τη γραφή και την ανάγνωση, για τη μετάφραση και τον κινηματογράφο, την πρόζα και την ποίηση: «Η καλή λογοτεχνία θέτει τα ερωτήματα. Η κακή λογοτεχνία τα απαντά»· παραλλαγή του: «Η λογοτεχνία είναι κάτι που, χωρίς να κλείνει τα μάτια στην πραγματικότητα, κλείνει το μάτι στην πραγματικότητα». «Ο συγγραφέας «πεθαίνει» κάθε φορά που το κείμενό του διαβάζεται· δηλαδή, κάθε φορά που, σαν τη μέλισσα, κεντρίζει έναν αναγνώστη» –άλλη εκδοχή για τον περιλάλητο θάνατο του συγγραφέα.
Με ανάλαφρο τόνο και χιουμοριστική διάθεση, με κοφτή, αδιαφιλονίκητη διατύπωση ή με ακαριαία οξυδέρκεια και κριτική ευαισθησία, οι Σημειώσεις του συγγενεύουν με τη μουσική νότα, το σκαρίφημα ή την εικαστική σπουδή, προσκαλούν τον αναγνώστη σε μια νοηματική αλληλουχία όπου συμπράττουν λογοτεχνία, μουσική, ζωγραφική και φωτογραφία (στιγμιότυπο): «»Αυτό δεν είναι μια πίπα» ή: Το μέγα μάθημα-σφαλιάρα του Ρενέ Μαγκρίτ: μη διαβάζετε τις λεζάντες». «»Ο Φλωμπέρ είμαι εγώ» είπε ο μεταφραστής της Μαντάμ Μποβαρύ». «Μπορεί η Ζωή οδηγίες χρήσεως του Ζωρζ Περέκ και οι Ασκήσεις ύφους του Ρεμόν Κενώ να εκπροσωπούν τη θεώρηση της λογοτεχνίας ως παιγνίου, αλλά έχουν τόση ομοιότητα μεταξύ τους όση και το γιογιό με το παζλ· γιατί, ενώ η Ζωή είναι ένα σατανικό επιτραπέζιο παιχνίδι που θέτει σε δοκιμασία τη μνήμη μας και την παρατηρητικότητά μας, οι Ασκήσεις είναι ένα ακόμη πιο σατανικό μπαλάκι που το πετάμε και μας ξαναγυρίζει κάθε φορά διαφορετικό». «Στη σημερινή λογοτεχνία δεν ισχύει πια το «Se non è vero, è ben trovato», αλλά το «Se non è ben trovato, non è vero»».
Κινητοποιώντας τη γνώση και την εμπειρία του, συνεχίζοντας την πειθαρχημένη του περιπλάνηση στο μπορχεσιανό σύμπαν ή στη λοξή λογική των «ουλιπιανών» και, ωστόσο, παίζοντας σε σαφώς ιδιόκτητη περιοχή με ύφος αναγνωρίσιμο, προσίδιο, ο Κυριακίδης μοντάρει αριστοτεχνικά ένα κομψό σημειωματάριο, ένα εγχειρίδιο κριτικών αφορισμών που σίγουρα θα βρει πρόθυμους αποδέκτες, ρέκτες της λογοτεχνίας και της εγρήγορης, γυμνασμένης σκέψης.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ