Με το Χωρίς τέλος, το τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα της τριλογίας Δάκρυ στον ωκεανό του Μανές Σπέρμπερ, μεταφρασμένης εξαιρετικά από την Εμη Βαϊκούση, ολοκληρώνεται η έκδοση ενός από τα σημαντικότερα έργα της γερμανόφωνης πεζογραφίας στον 20ό αιώνα. Ο Σπέρμπερ κατάφερε πάνω στον ίδιο αφηγηματικό άξονα να στήσει τρία λίγο-πολύ αυτόνομα μυθιστορήματα και μάλιστα με τον ίδιο πρωταγωνιστή, τον ιστορικό Ντόινο Φάμπερ, ηγετικό στέλεχος του γερμανικού ΚΚ.
Αν ισχύει η παρατήρηση του Γιόζεφ Μπρόντσκι ότι το Ενας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς του Ντανίλο Κις μας λέει τι ήταν στην πραγματικότητα ο Δούρειος Ιππος που υπήρξε η Κομιντέρν, για την εκπληκτική τριλογία του Σπέρμπερ αυτό ισχύει δύο φορές.
Η μεταφορά όμως έχει διπλή σημασία. Ο σταλινικός Δούρειος Ιππος δεν εγκαταστάθηκε μόνο στην κοινωνία, στη διεθνή διπλωματία και στο γεωπολιτικό πεδίο αλλά και στην περιοχή της ατομικής συνείδησης. Και δεν είναι η ιδεολογία (η σοσιαλιστική εν προκειμένω) αλλά το σύστημα των μηχανισμών που υπό το πρόσχημα ακριβώς της πρακτικής της εφαρμογής την καταρράκωσε.
Ο Σπέρμπερ πέρασε από το γερμανικό ΚΚ, του οποίου υπήρξε δραστήριο στέλεχος, για να διαφωνήσει και να αποχωρήσει το 1937 εξαιτίας των σταλινικών διωγμών. (Είναι η δεύτερη χρονιά των Δικών της Μόσχας.) Από τότε πέρασε στη σοσιαλδημοκρατία στην οποία έμεινε πιστός ως το τέλος της ζωής του (το 1984). Και μπορεί το μεν συνειδησιακό πρόβλημα, όπως αποτυπώνεται στη δράση, στους προβληματισμούς και στα αγωνιώδη ερωτήματα που θέτει ο πρωταγωνιστής της τριλογίας Ντόινο Φάμπερ, να είναι κεντρικό θέμα, αλλά δεν είναι το μόνο. Θα πρέπει να προσθέσουμε και εκείνα που το τροφοδοτούν: τον αγώνα εναντίον του φασισμού, τη νέα εποχή η οποία έρχεται με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την κρίση της ατομικότητας που προκαλεί η τυφλή αφοσίωση σε έναν μεγάλο σκοπό, το ίδιο το περιεχόμενο της ουτοπίας την οποία αντικαθιστά ό,τι απεκλήθη ιστορική νομοτέλεια, την αξία της προσωπικής ζωής, που τελικά αποδεικνύεται ισχυρότερη από τις έμμονες ιδέες, τα πολιτικά πάθη και την εξιδανίκευση των μεγάλων οραμάτων που οδηγεί άφευκτα στον ολοκληρωτισμό.
Πόσο αξίζει ένας άνθρωπος και πόσο μια μεγάλη ιδέα; Πώς εν ονόματι της τελευταίας θυσιάζουμε τον άνθρωπο και τον καθιστούμε αναλώσιμο των μηχανισμών οι οποίοι έτσι καταντούν απάνθρωποι; Στην Ανθρώπινη μοίρα του ο Μαλρό (ο οποίος θαύμαζε την τριλογία του Σπέρμπερ) από το 1933 ακόμη είχε γράψει πως «μια ανθρώπινη ζωή δεν αξίζει τίποτε αλλά και τίποτε δεν αξίζει όσο μια ανθρώπινη ζωή». Νομίζω ότι αποδίδει το πνεύμα με το οποίο γράφτηκε η τριλογία του Σπέρμπερ.
Το Δάκρυ στον ωκεανό διαθέτει τα γνωρίσματα της σάγκας, αφού θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μυθιστορηματικό χρονικό μιας ολόκληρης εποχής. Δεν είναι όμως σάγκα. Εχει τα χαρακτηριστικά ιδεολογικού μυθιστορήματος αφού το ιδεολογικό πεδίο είναι κυρίαρχο από την αρχή ως το τέλος. Παρά τη μεγάλη του έκταση, δεν μπορεί να θεωρηθεί μυθιστόρημα-ποταμός (roman fleuve) γιατί αποτελείται από τρία μυθιστορήματα που εντάσσονται σε ένα τριαδικό σύστημα, δηλαδή σε τρεις φάσεις: στον αγώνα κατά του φασισμού, στους διωγμούς και στις εκκαθαρίσεις στο εσωτερικό των κομμουνιστικών οργανώσεων και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στα γεγονότα που «προετοιμάζουν» τη μεταπολεμική εποχή.
Δεν έχουμε όμως μόνο φάσεις αλλά και αλληλοδιεισδύσεις, μεταλλαγές, μεταμορφώσεις και παραμορφώσεις πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών που αναρωτιούνται πού αρχίζει και πού τελειώνει η αντίσταση στη βία αλλά και ποιες οι διαφορές ανάμεσα στην αντίσταση διά της βίας και στην παθητική αντίσταση. Τι ρόλο παίζουν επί του προκειμένου η πολιτισμική ταυτότητα και το θρησκευτικό υπόβαθρο; Ή γιατί η Ευρώπη υπήρξε το λίκνο του αντισημιτισμού; Και πλήθος άλλα.
Ο Σπέρμπερ άρχισε να γράφει το Δάκρυ στον ωκεανό το 1940, μεσούντος του πολέμου που διέλυσε την Ευρώπη. Ηταν, όπως λέει στον πρόλογό του, η «περίοδος της περιφρόνησης». Στα 35 του ζούσε σε μια εποχή που ήταν «πιο εύκολο να γράφεις παρά να μη γράφεις». Αλλά γιατί και για ποιους να γράφεις; Για τους αγέννητους τότε νέους, μας λέει. Για να γνωρίσουν επομένως τι σκέφτονταν, τι πίστευαν και πώς ζούσαν οι άνθρωποι της γενιάς του, μέσα από ποιο διακεκαυμένο πεδίο αναγκάστηκαν να περάσουν, να κατακτήσουν την πικρή αυτογνωσία χωρίς να χάσουν την ελπίδα. Και για να αποκτήσουν εγκαίρως αυτό που έλειψε από τη δική του γενιά: «το θάρρος να ζουν χωρίς αυταπάτες».
Ανάμεσα στον Χίτλερ και στον Στάλιν


Στο πρώτο μυθιστόρημα, Η καμένη βάτος, εκτός από τον βασικό πρωταγωνιστή Ντόινο Φάμπερ, παρελαύνει μια πλειάδα στελεχών όχι μόνο από το ΚΚ της Γερμανίας αλλά και από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (και τη Γιουγκοσλαβία). Είναι παγιδευμένα ανάμεσα στο κομμουνιστικό τους καθήκον και στο τεράστιο συνειδησιακό πρόβλημα που τους έχουν προκαλέσει οι σταλινικοί διωγμοί. Πώς όμως μπορούν να αντισταθούν στον σοβιετικό ολοκληρωτισμό όταν η Σοβιετική Ενωση παρουσιάζεται ως η μόνη ελπίδα αντίστασης εναντίον του φασισμού; Ο Χίτλερ ετοιμάζεται για πόλεμο. Κάτω από ποιο λάβαρο, αν όχι την κόκκινη σημαία, θα πολεμήσει ένας αριστερός εναντίον του;
Τα περιστατικά διαδέχονται το ένα το άλλο κατά ριπάς. Συνωμοτικά σχέδια, δολοφονίες, διώξεις, κυνηγητά από χώρα σε χώρα, η ζωή στην παρανομία αλλά και η αγωνία για την τύχη συντρόφων που έπεσαν σε δυσμένεια ή το δράμα για όσους εξόντωσε ο κομματικός μηχανισμός.
Μέντορας του Φάμπερ είναι ο βιεννέζος καθηγητής Στέτεν που τον βοηθά και τελικά τον σώζει. Ο Στέτεν μιλάει ανοιχτά γι’ αυτό που ο Φάμπερ δυσκολεύεται να αποδεχθεί: το σοβιετικό σύστημα βυθίζεται στον ολοκληρωτισμό διαψεύδοντας τις προσδοκίες που είχε γεννήσει η ελπίδα για μια καλύτερη κοινωνία. Το σύστημα προσβάλλει τις αρχές που πρέπει να υπηρετεί, η ιδεολογία έχει αντικατασταθεί από ένα τεράστιο πλέγμα κατασταλτικών μηχανισμών και προδοσίες διαδέχονται απανωτά η μία την άλλη.
Ο Φάμπερ βυθίζεται στην κατάθλιψη. Σκέφτεται ότι μια λύση θα ήταν να πάει να πολεμήσει εναντίον του Φράνκο στην Ισπανία και να σκοτωθεί στο μέτωπο. Δεν θα πάει στην Ισπανία και δεν θα σκοτωθεί. Μολονότι, όπως λέει ο καθηγητής Στέτεν στο τέλος του βιβλίου, «το πιο επονείδιστο πράγμα που είδα μελετώντας την Ιστορία ήταν οι κατατρεγμένοι που κατέληξαν να γίνουν διώκτες», υπήρχε πάντα για τον Φάμπερ η ελπίδα ενός έστω και ταπεινού νέου ξεκινήματος.
Από το κόμμα στη Λεγεώνα των Ξένων


Στον δεύτερο τόμο, Πιο βαθιά κι από την άβυσσο, βρισκόμαστε στο 1938. Ο Φάμπερ φτάνει παράνομα στην Αυστρία λίγο πριν από την προσάρτησή της από το Γ’ Ράιχ. Είναι, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του πρώτου από τα τρία μέρη του βιβλίου, «Η αδύνατη επιστροφή στην πατρίδα». Γιατί πατρίδα στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Ερχονται οι ναζιστές και η δημοκρατία θα πεθάνει. Μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας της τελευταίας στιγμής, στην οποία θα συμμετάσχει και ο Στέτεν, δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε.
Οι χιτλερικοί θα καταλάβουν τη χώρα και ο Στέτεν με τον Φάμπερ θα αυτοεξοριστούν στο Παρίσι, όπου τα πράγματα δεν είναι και πολύ καλύτερα. Οι γάλλοι αστοί αδιαφορούν για τα όσα συμβαίνουν και δεν αντιλαμβάνονται τον ναζιστικό κίνδυνο. Εναν χρόνο αργότερα θα υπογραφεί το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ που στην αρχή θα αφήσει άφωνους τους αριστερούς σε όλον τον κόσμο. Οι μόνοι που αντιδρούν είναι οι τροτσκιστές, αλλά αυτοί αποτελούν τα μαύρα πρόβατα.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου καλύπτει τα γεγονότα που συνέβησαν από το 1939 ως την κατάληψη της Γαλλίας από τα ναζιστικά στρατεύματα. Ο Φάμπερ δεν έμεινε αδρανής στο μεταξύ, παρότι είχε αποκοπεί από τους παλιούς του συντρόφους. Κατατάχθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων για να πολεμήσει εναντίον των ναζιστών, κανείς όμως δεν είχε τη διάθεση να πολεμήσει –και περισσότερο οι γάλλοι αξιωματικοί.
Ο Φάμπερ επιζεί αλλά δεν είναι πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Η ζωή του θα αλλάξει όταν η μοίρα θα φέρει στον δρόμο του τον δεκάχρονο Ζανό, που η μητέρα του έχει σκοτωθεί και δεν έχει κανέναν στον κόσμο. Τα πράγματα αποκτούν πλέον άλλο νόημα. Ο ίδιος εξακολουθεί να πιστεύει στην Αριστερά, όμως από εδώ και στο εξής θα προσπαθήσει να διεισδύσει στα βαθύτερα κοιτάσματα της ανθρώπινης ψυχής και, μολονότι δεν ξεχνά τα προσωπικά του βιώματα, τις μικρές και μεγάλες τραγωδίες που έχει ζήσει, είναι τώρα έτοιμος να σταθεί απέναντι στη μοίρα και στην Ιστορία με τη στοχαστική ματιά εκείνου που δεν έχει πλέον αυταπάτες αλλά και δεν είναι διατεθειμένος να αποσυρθεί.
Μια νέα συνείδηση


Αυτή η νέα συνείδηση ή καλύτερα η ωρίμαση της παλαιάς βρίσκεται στον πυρήνα τού Χωρίς τέλος, τον τελευταίο τόμο της τριλογίας. Ο Φάμπερ θα ξεκινήσει για την Πολωνία. Η δράση στη συνέχεια θα μεταφερθεί στη Γιουγκοσλαβία για να καταλήξει στη Γαλλία. Πολλοί από τους παλιούς συντρόφους του έχουν εξοντωθεί είτε από τους ναζιστές είτε από τον κομματικό μηχανισμό. Ο δάσκαλός του Στέτεν βρίσκεται θαμμένος στο νεκροταφείο Περ Λασέζ του Παρισιού.
Ο κόσμος μοιράζεται σε ζώνες επιρροής και το «πνεύμα» της Γιάλτας θα στοιχειώσει τον μεταπολεμικό κόσμο. Το ζήτημα τώρα δεν είναι αν και πώς θα ηττηθεί ο Χίτλερ –γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία μετά την τελική έκβαση της μάχης του Στάλινγκραντ –αλλά πώς θα γίνει η μοιρασιά. Η Κεντρική Ευρώπη περνώντας στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ενωσης (ή ακριβέστερα στον απόλυτο έλεγχό της) θα είναι μια παλιά ιστορία.
Ο πόλεμος τελειώνει, οι αιχμάλωτοι επιστρέφουν στα σπίτια τους, η ζωή αρχίζει από την αρχή –αλλά τίποτε πλέον δεν θα είναι όπως παλιά. Η κοινωνία όμως μπορεί ακόμη να αλλάξει –κι ας μην είναι βέβαιον –όπως θέλει να πιστεύει ο Ντόινο Φάμπερ. Γι’ αυτό και αξίζει τον κόπο να προσπαθήσει κανείς. Η προσπάθεια είναι μία από τις ουσιαστικές πλευρές της ανθρώπινης υπόστασης, που όλες σχεδόν τις εξετάζει σε αυτό το σπουδαίο έργο ο Μανές Σπέρμπερ.

Eνας «αισιόδοξος σκεπτικιστής»
Ο αναγνώστης που θα διαβάσει και τα τρία μυθιστορήματα δεν θα δυσκολευτεί να διακρίνει στον Ντόινο Φάμπερ πολλά στοιχεία της προσωπικότητας του Μανές Σπέρμπερ. Τον βοηθάει άλλωστε η εργοβιογραφία που παραθέτει ο εκδότης στο τέλος του τρίτου τόμου.
Ωστόσο κανένας μυθιστορηματικός ήρωας δεν μπορεί να δημιουργηθεί με αποκλειστικά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Τα νήματα της αφήγησης δεν κινούνται μόνο γύρω από τον Ντόινο Φάμπερ. Υπάρχουν και πλήθος άλλοι που κινούνται μαζί του, πολλές φορές και μόνοι τους, τα λόγια και οι πράξεις των οποίων εξηγούν και τις αντίστοιχες δικές του.
Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει άλλους δέκα κύριους χαρακτήρες που δεν σχετίζονται μόνο με τη δυναμική της αφήγησης αλλά και με την ίδια την ιδιοσυστασία της.
Δεν είναι απλώς πρόσωπα της εποχής. Είναι η ίδια η εποχή υποστασιοποιημένη όχι μόνο στην ιστορική αλλά και –πρωτίστως –στην ανθρωπολογική της βάση.
Εδώ έγκειται η γοητεία και η δύναμη της λογοτεχνίας πρώτης γραμμής στην οποία ανήκει και το magnum opus του Μανές Σπέρμπερ: να μας εξηγεί ποιοι ήταν αυτοί που περνούν από τις σελίδες του για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αν ο Σπέρμπερ ήταν ένας «αισιόδοξος σκεπτικιστής», όπως είπε ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ (που του αρέσουν τα οξύμωρα), αυτό το έργο μας λέει πολύ απλά πως, μολονότι οι ιστορίες που το συνθέτουν –και είναι πάρα πολλές –αποκαλύπτουν τη φύση του ολοκληρωτισμού, του κακού μύθου του 20ού αιώνα, το ενδεχόμενο ο κόσμος αυτός να γίνει καλύτερος εξακολουθεί να υπάρχει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ