Ρέα Γαλανάκη
Η Ακρα Ταπείνωση
Εκδόσεις Καστανιώτη,
σελ. 336, τιμή 19,90 ευρώ
Το καινούργιο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη μπαίνει στην καρδιά της κρίσης: η δραματική μείωση των εισοδημάτων, η ιλιγγιώδης αύξηση των ανέργων, οι μεγάλες κινητοποιήσεις στο Σύνταγμα, οι αντιεξουσιαστές, ο «Απόλλων» και το «Αττικόν» να φλέγονται, η διόγκωση της επιθετικότητας απέναντι στους ξένους, η έκπτωση του καθημερινού τρόπου ζωής. Μια καυτή, αδιάπτωτη επικαιρότητα με τάσεις και φαινόμενα που δεν έχουν κατά πάσα πιθανότητα ξεκαθαρίσει ακόμη στη συνείδησή μας. Πώς μπορεί η λογοτεχνία να αντιμετωπίσει ένα ανάλογο φάσμα; Τι ακριβώς πρέπει να κάνει με τα γεγονότα που ζήσαμε –που ζούμε –επί καθημερινής σχεδόν βάσεως τα τελευταία χρόνια;
Τα γεγονότα, ακόμη κι αν χρειάζεται να τα προσεγγίσει κανείς μετωπικά, ακόμη κι αν έχει αποφασίσει να τα αντικρίσει κατάματα, οφείλουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να φιλτραριστούν: να περάσουν μέσα από ένα διαμεσολαβητικό κανάλι που θα τα αναγάγει σε μια διαφορετική τάξη, που θα τα εντάξει σε ένα νέο πεδίο.
Το εύρημα της Γαλανάκη είναι εν προκειμένω δύο ώριμες κυρίες: δύο συνταξιούχοι της μέσης εκπαίδευσης, η μία φιλόλογος, η άλλη ζωγράφος. Βυθισμένες στην απομόνωση και κυριαρχημένες από τη μοναξιά τους, η Νύμφη και η Τειρεσία μοιάζουν να έχουν τοποθετηθεί από την πρώτη στιγμή σε γραμμή ελαφράς απόκλισης από το Σύμπαν –σπεύδουν, άλλωστε, να μας προειδοποιήσουν γι’ αυτό με τα ονόματά τους. Καταπιεσμένες από το στενόχωρο περιβάλλον του ξενώνα στον οποίο διαμένουν, οι δύο κυρίες θα παραβιάσουν σε δεδομένη ώρα τον κανόνα που δεν επιτρέπει την έξοδό τους από το σπίτι χωρίς συνοδεία και θα βρεθούν ανάμεσα στα πλήθη τα οποία κατακλύζουν τους δρόμους και τις πλατείες του αθηναϊκού κέντρου. Και να που η ζωντανή επαφή με τον κόσμο θα στείλει αίφνης περίπατο τη μελαγχολία και την εσωστρέφεια του πνιγηρού ξενώνα, αφήνοντας να συνεπάρει τις καρδιές τους ένα ακατανίκητο πνεύμα ανεξαρτησίας.
Διαγκωνιζόμενες με τους ανθρώπους, τρέχοντας τυχαία δεξιά και αριστερά, παίρνοντας άθελά τους μέρος στις βίαιες συγκρούσεις με την Αστυνομία, η Νύμφη και η Τειρεσία δεν θα εμβαθύνουν στην κρίση ούτε θα κατανοήσουν καταστάσεις που πρωτύτερα δεν τους ήταν αντιληπτές. Το μόνο που θα κατακτήσουν θα είναι μια απέραντη αίσθηση ελευθερίας.
Ελευθερία η οποία δεν θα πάψει να τις συνεγείρει ακόμη κι όταν θα καταλήξουν άστεγες, αφού είναι αδύνατον να θυμηθούν πώς να επιστρέψουν στον ξενώνα, ακόμη κι όταν κάποιοι επιτήδειοι μεταξύ των αστέγων θα σπεύσουν να τις βγάλουν στη ζητιανιά, ακόμη κι όταν δεν θα τους έχει απομείνει άλλη τροφή από τα πιάτα των συσσιτίων. Ο τρόπος λοιπόν για την ψηλάφηση της κρίσης δεν θα περάσει από βασιλική οδό αλλά από δύο ζευγάρια μάτια με λοξό βλέμμα που θα μετατρέψουν το πολιτικό σε προσωπικό, που θα παραμερίσουν τα μεγάλα, συγκλονιστικά μεγέθη για να ζήσουν τις αφτιασίδωτες χαρές και λύπες του ακριβού τους μικρόκοσμου.
Η Γαλανάκη θα βάλει στο παιχνίδι κι άλλα πρόσωπα: τον γιο της Νύμφης, που είναι αντιεξουσιαστής, την Κατερίνα, τη γυναίκα η οποία προσέχει και περιποιείται στον ξενώνα τη Νύμφη και την Τειρεσία (ο δικός της γιος είναι χρυσαυγίτης), την Αιγύπτια που ζει μαζί τους με το παιδί της, τον άστεγο ο οποίος θα τις βοηθήσει να επανέλθουν με ασφάλεια στην εστία τους. Η Κατερίνα, ο χρυσαυγίτης και η Αιγύπτια αποδεικνύονται πολύ ζωντανοί ως δευτερεύοντες χαρακτήρες και είναι οργανικά δεμένοι με τη δραματουργία. Ο άστεγος δείχνει από αυτή την άποψη κάπως αδιάφορος, ενώ η αποστασία του γιου της Νύμφης από τους συντρόφους του, έστω κι αν προετοιμάζεται κατά στάδια, έχει εξαρχής κάτι το προγραμματικό. Οπως, ωστόσο, κι αν ζυγίσουμε τους υπόλοιπους ήρωες, το βάρος πέφτει πάντοτε στη Νύμφη και στην Τειρεσία. Το γυναικείο δίδυμο (ένα κράμα κωμωδίας και δράματος) δεν προσφέρει στη Γαλανάκη μόνο το μέσον για να αποτυπώσει την κρίση μακριά από ηθικές παραινέσεις και πολιτικές καταγγελίες αλλά γίνεται και η βάση από την οποία θα ξεκινήσει προκειμένου να μιλήσει για τη γενιά της, τη γενιά του Πολυτεχνείου, που τόσο έχει κατηγορηθεί εσχάτως για όσα επί μία τεσσαρακονταετία έθρεψαν βήμα προς βήμα την κρίση.
Η γενιά θα σωθεί μέσα από τον ταπεινό και άφεγγο βίο της Τειρεσίας: με τις ενοχές της για τον πατέρα της που χάθηκε από δική της αβλεψία κατά τη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα, με την αποχή της από οποιαδήποτε φανταχτερή καριέρα, με το μοναχικό και λιτό της στυλ που θα τη συνοδέψει ως τη σημερινή της ηλικία.
Στο μυθιστόρημα της Γαλανάκη πάντως δεν πρωταγωνιστούν μόνο οι δύο ώριμες κυρίες αλλά και ολόκληρη η Αθήνα: η Αθήνα της κρίσης, των αστέγων και των διαδηλώσεων, με μια διαρκή κίνηση σε όλους τους υπαίθριους χώρους της. Από την άλλη, εν τούτοις, πλευρά υπάρχει και μια άλλη Αθήνα: η Αθήνα ενός εσκεμμένα μυθοποιημένου παρελθόντος, που μπορεί να περιλαμβάνει από εικόνες της μεταπολεμικής περιόδου ως αναφορές στο αρχαιοελληνικό κλέος.
Και σοφά η Γαλανάκη δεν προχωρεί εδώ σε αντιπαραβολή αλλά σε συμπαράθεση των δύο αθηναϊκών όψεων, σε μια συνεκδοχή του μυθικού και του πραγματικού τους περιεχομένου. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα έλεγα πως η Ακρα Ταπείνωση αποτελεί ένα σύγχρονο μυθιστόρημα πόλης το οποίο θα απευθύνει εκ παραλλήλου και ένα νεύμα σε μια κάπως ξεχασμένη στις ημέρες μας παράδοση: την παράδοση της αθηναιογραφίας.
Κλείνοντας χρειάζεται να πω ότι με ευχέρεια υπάγεται στη δράση του βιβλίου και ένα επιπλέον στοιχείο, που δεν είναι άλλο από το στοιχείο του ονείρου και της ποίησης. Χωρίς υπερβολικές και άσκοπες δόσεις, οι κατ’ όναρ ή οι υποβλητικά αφαιρετικές σκηνές της αφήγησης θα λειτουργήσουν σαν ένα είδος εσωτερικού πολλαπλασιαστή ο οποίος θα προσδώσει στο σύνολο ένα βάθος πολλαπλών απολήξεων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ