Χάρης Εξερτζόγλου
Εκ Δυσμών το Φως;
Εξελληνισμός και Οριενταλισμός
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
(μέσα 19ου – αρχές 20ού αιώνα)
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου,
τιμή 19,17 ευρώ

Το 1978 η έκδοση του Οριενταλισμού του Εντουαρντ Σαΐντ τάραζε τα νερά των ανθρωπιστικών επιστημών. Συνδυάζοντας λογοτεχνική θεωρία και λογοθετικές προσεγγίσεις στη διερεύνηση της αναπαράστασης της έννοιας της «Ανατολής» από τους δυτικούς λογίους του 19ου και του 20ού αιώνα, ο αμερικανοπαλαιστίνιος πανεπιστημιακός χαρτογράφησε τη γενεαλογία και τη διάχυση στη λογοτεχνία, στη φιλολογία, στη δημοσιογραφία, στην επιστήμη ενός ηγεμονικού κανονιστικού λόγου θεμελιωμένου στην αξιωματική υπεροχή της «Δύσης» και στην αναγωγή της σε εξορθολογισμένη κοινωνία-πρότυπο κάθε ανθρώπινης ιστορικής εξέλιξης. Ως αναπόσπαστο παρακολούθημα της κατασκευής της εικόνας μιας νεωτερικής, ριζοσπαστικής, καινοτόμου, βιομηχανικής Δύσης σε αντίθεση με εκείνη μιας άχρονης, στατικής, καθηλωμένης σε ένα πρότερο στάδιο κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης και χρήζουσας κηδεμονίας Ανατολής, ο Σαΐντ έβλεπε το ιδεολογικό πρόκριμα της αποικιακής εξάρτησης της δεύτερης από την πρώτη: το φυσικό δικαίωμα της δυτικής κυριαρχίας τεκμηριωνόταν από την πολιτισμική ιεραρχία. Πρώιμο δείγμα της λεγόμενης «πολιτισμικής στροφής», το έργο του Σαΐντ αποδείχθηκε ανεκτίμητος οδηγός τις επόμενες δεκαετίες στην ιστορική έρευνα των προϋποθέσεων και των αντινομιών της συγκρότησης των εθνικών ταυτοτήτων σε οριακές περιοχές, όπως αυτές των Βαλκανίων και της Ανατολής.

Ρευστές ταυτότητες
Μια τέτοια οριακή περίπτωση είναι και η ελληνική –ή τουλάχιστον η ελληνική όσον αφορά το σκέλος των «έξω Ελλήνων», όσων παρέμειναν υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830. Στο Εκ Δυσμών το Φως; ο ιστορικός Χάρης Εξερτζόγλου, καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, διερευνά τη σχέση εξελληνισμού και οριενταλισμού στο β’ μισό του 19ου αιώνα αναδεικνύοντας ένα τοπίο ανομοιογένειας και σύνθεσης, ρευστότητας και ετερότητας. Ο Εξερτζόγλου υποδεικνύει ότι οι ελληνορθόδοξοι εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μπορούν να νοηθούν ως υπόδειγμα ομάδας που προσλαμβάνει, επεξεργάζεται και ιδιοποιείται τον δυτικό λόγο. Πρόκειται για ένα τμήμα της «Ανατολής» το οποίο αφίσταται από την «αφωνία» των μουσουλμανικών πληθυσμών, αν και υπό το κράτος αμφισημιών και ευμετάβλητων εννοιών. Η δεξίωση των επείσακτων εργαλείων, για παράδειγμα, γίνεται αποσπασματικά και με όρους εκλεκτικισμού: «η Δύση ως απειλή και η Δύση ως μοντέλο συνυπάρχουν στο πλαίσιο του ελληνικού εθνικού λόγου» με διαχωρισμό των πεδίων «στα οποία το μοντέλο της Δύσης ακολουθείται πιστά (εκπαίδευση, τεχνολογία, οικονομία) από εκείνα (όπως οι έμφυλες σχέσεις και η «παράδοση») στα οποία η δυτική επιρροή εμφανίζεται απειλητική για τις «ελληνικές κοινότητες»». Ετσι, ενώ η ανάγκη «εκπολιτισμού» μεταφέρεται αυτούσια από τα δυτικά συμφραζόμενα καθιστώντας την εκπαίδευση προϋπόθεση πλήρωσης του αντίστοιχου ελλείμματος προκειμένου το ελληνικό στοιχείο να προσθέσει την εξ Εσπερίας γνώση στην εξ ορισμού υπεροχή του επί των άλλων για να επιτύχει τον «φωτισμό της Ανατολής», η προστασία της ταυτότητας που επιτάσσει η ταυτόχρονη διάχυση ενός άλλου παράγοντα δυτικής προέλευσης, της εθνικής ιδεολογίας, υποβάλλει την τήρηση επιφυλακτικότητας έναντι της επιρροής της Δύσης.
Για το πρώτο σκέλος, ο Εξερτζόγλου παρατηρεί ότι ο «εκπολιτισμός» ταυτίστηκε από τις ελληνικές ηγετικές ομάδες και τους εγγράμματους κύκλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τον εξελληνισμό των ορθοδόξων (σλαβόφωνων ή τουρκόφωνων) –«στην αποκατάσταση της «πατρίου γλώσσης» που […] υποχώρησε μέσα στις ιστορικές περιπέτειες προηγούμενων αιώνων» σε περιοχές εθνικά ευαίσθητες, όπως η Μικρά Ασία και η Μακεδονία. Για το δεύτερο, επισημαίνει ότι «ο θαυμασμός προς τη Δύση συνυπήρχε με τη διατύπωση μιας ανοιχτής κριτικής που θεμελιώθηκε στον διαχωρισμό του δυτικού από τον ιθαγενή (ελληνικό) πολιτισμό». Σε ζητήματα Παιδείας, για παράδειγμα, τα δυτικά πρότυπα εισάγονταν στα σχολεία με τη μορφή της πρακτικής εκπαίδευσης, συνοδεύονταν όμως από την καταδίκη του κοσμοπολιτισμού και της «επιμειξίας των λαών» που αποδυνάμωναν τους εθνικούς δεσμούς: αντί της «ολεθρίας ξενοζηλίας» ο Ξενοφών Ζωγράφος, γιατρός από την Κωνσταντινούπολη, πρόκρινε το 1875 για τη γυναικεία εκπαίδευση την «ελληνοπρεπή μόρφωση». Πιο χαρακτηριστικά ακόμη, η κριτική για το «μικρόβιον της επαράτου ξενομανίας» στον δημόσιο λόγο των ανερχόμενων εγγράμματων αστικών στρωμάτων, κοινός τόπος άσκησης πολεμικής μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, δεν περιοριζόταν αυστηρά στην ενδυμασία, στην κατανάλωση, στην υλική πολυτέλεια, διαπλεκόταν με μια θεματολογία ηθών, εκπαίδευσης, επικίνδυνου για την ελληνικότητα μιμητισμού.
Δύση: απειλή και πρότυπο


Αυτή η ταυτόχρονη πρόσληψη της Δύσης ως εγγενούς κινδύνου και ως αναπόδραστου προτύπου, διαπιστώνει ο Εξερτζόγλου, δεν δηλώνει απαραίτητα αντίφαση αλλά διαφορετικούς τρόπους άρθρωσης λόγου για την ίδια την Ανατολή –αμηχανίας μπροστά στις ταχείες κοινωνικές μεταβολές και διατύπωσης ερωτημάτων αναφορικά με το μέλλον. Στη Δυτική Ευρώπη εκτυλίσσονται πρόδρομα φαινόμενα (το «κοινωνικό ζήτημα» ή η «γυναικεία χειραφέτηση») που η εμφάνισή τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έπεται. Απαιτείται λοιπόν η χειραγώγησή τους στο πλαίσιο ενός λελογισμένου συνδυασμού καινοτομιών και διατήρησης των υφιστάμενων ιεραρχιών και αξιών. Ο αντιδυτικός λόγος εγγράφεται τελικά όχι ως αντίθετος αλλά ως παραπληρωματικός του εκσυγχρονιστικού στην άρθρωση του ελληνικού εθνικισμού.
Είναι ωστόσο στη σύγκριση μεταξύ της «καθ’ ημάς» και της «μουσουλμανικής» Ανατολής που αναδύεται η εσωτερίκευση του κανονιστικού οριενταλιστικού λόγου: στην περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ (1839-1876), εποχή παροχής πολιτικής ισονομίας και συνειδητής εισαγωγής διοικητικών, στρατιωτικών και οικονομικών θεσμών από τη Δύση, κοινή συνισταμένη ακόμη και θετικών αποτιμήσεων της τουρκικής παράδοσης, όπως αυτής του Σκαρλάτου Βυζάντιου, παραμένει η πεποίθηση της καταστατικής αδυναμίας εκδυτικισμού της ισλαμικής κοινωνίας –όσον αφορά τους άνδρες «άμα τις περιξέση το επιπόλαιον του πολιτισμού τούτου πρόπλασμα, ανευρίσκει υπ’ αυτό ολόκληρον τον αρχαίον Μουσουλμάνον», οι γυναίκες τους δε «έχουσι πολλάς έξεις των αγρίων της Αμερικής». Ο «ελληνοθωμανισμός», η πολιτική επιδίωξη συνδιαχείρισης της αυτοκρατορίας την οποία οι ελληνορθόδοξες ελίτ υιοθέτησαν ως αντίβαρο στον σλαβικό κίνδυνο μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, εδραζόταν ακριβώς στην πεποίθηση πολιτισμικής ανωτερότητας. Εδώ όμως θα πρέπει να υπογραμμιστεί η εξαιρετική αντιπαραβολή με ανάλογες πρακτικές της μουσουλμανικής ελίτ: ο Εξερτζόγλου εντοπίζει τον λόγο περί εκπολιτισμού σε χρήση από το ίδιο το οθωμανικό κράτος έναντι νομαδικών ισλαμικών πληθυσμών προκειμένου να τονιστεί ο εκσυγχρονισμός της διακυβέρνησης, ενώ κινήματα με αντιδυτικό χαρακτήρα, όπως εκείνο των «ισλαμιστών μεταρρυθμιστών», συνδιαλέχθηκαν επίσης με τον δυτικό λόγο, έστω και για να αποδείξουν ότι η ισλαμική παράδοση εμπεριείχε εξαρχής πτυχές του.
Το χάρισμα της μελέτης του Χάρη Εξερτζόγλου είναι αυτό των σύγχρονων προσεγγίσεων στις σκολιές οδούς της συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας: η ανάλυση μιας τελεολογικής διχοτομίας σε γοητευτική πολυπλοκότητα, η προοδευτική κατάβαση στις στοιβάδες παρελθοντικών πολιτισμικών και ιδεολογικών παραμέτρων που αφίστανται των σημερινών σχημάτων κοινωνικής οργάνωσης. Χειρίζεται λεπτές έννοιες με ακόμη λεπτότερες διακρίσεις και αιτιολογεί πειστικά μια σειρά από παράδοξα, φαινομενικά και μη, στην άρθρωση της ταυτότητας και του λόγου της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Αντί των αναλλοίωτων οντοτήτων, εδώ υπάρχουν οι διαδικασίες και οι ωριμάσεις, αντί των αντιθέσεων οι βαθμοί και οι αποχρώσεις, αντί του διαζυγίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη νεωτερικότητα «μια διαφορετική όσο και ανοίκεια στα δυτικά μάτια προσαρμογή της σε αυτήν».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ