Φωτεινή Τσαλίκολγου
Το Ευτυχισμένο Νησί
– Μια μαγική ιστορία
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2015,
σελ. 96, τιμή 9,58 ευρώ

Πριν από λίγες ημέρες ηΦωτεινή Τσαλίκογλουένιωσε μια «παράξενη αμηχανία». Αθελά της έκανε ένα κοριτσάκι που ήλθε από μια ξένη χώρα «να διπλωθεί στα δύοκαι να κλαίει για ώρα με αναφιλητά».

Η Νεφέλη, μια φοιτήτριά της που δραστηριοποιείται εθελοντικά σε μια υποδομή αλληλεγγύης και στήριξης μεταναστών στην Αθήνα, πήρε την πρωτοβουλία να διαβάσει το νέο της βιβλίο,Το Ευτυχισμένο Νησί, σε μια ομάδα μικρών παιδιών. Το κοριτσάκι εκείνο λύγισε όταν άκουσε ότι το αγόρι αυτής της «μαγικής ιστορίας» έπρεπε να εγκαταλείψει την πατρίδα του, τη «Χώρα του Πολέμου», και να αποχωριστεί την οικογένειά του. Επρεπε να το κάνει για να σωθεί.
«Αργότερα είδα και τις συγκλονιστικές ζωγραφιές που σχεδίασαν τα παιδιά βασιζόμενα στην ιστορία. Εκείνη τη στιγμή συλλογίστηκα πόσο ένας μύθος έχει τη δυνατότητα, εκεί που δεν τον περιμένεις, να ακουμπάει σε μιαν αιχμηρή πραγματικότητα» είπε στο «Βήμα» η συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
«Αυτή είναι όμως η μαγεία της γραφής, δημιουργεί και διάφορες αναπάντεχες συνάψεις με την επικαιρότητα» συνέχισε. «Το αγόρι φεύγει από έναν εμπόλεμο τόπο, και κάποια στιγμή βλέπουμε τη βάρκα του ν’ αγκυροβολεί στο Ευτυχισμένο Νησί. Οταν έβλεπα λ.χ. στην τηλεόραση τα στιγμιότυπα από μια πρόσφατη επιχείρηση διάσωσης μεταναστών στη Ρόδο, το αγόρι αυτό άρχισε να αποκτά μέσα μου μιαν άλλη υπόσταση, μιαν άλλη υπαρξιακή υφή, ήταν σαν να δραπέτευε από τον μύθο και να εισχωρούσε στην πραγματικότητα».
Πώς θα χαρακτήριζε η ίδια αυτό που έγραψε; Παραμύθι; «Ενας μεγάλος παραμυθάς έλεγε ότι τα παραμύθια είναι για να κοιμούνται τα παιδιά και να ξυπνούν οι μεγάλοι. Αν δεχθούμε αυτή την αφυπνιστική τους λειτουργία, μια λειτουργία που σχετίζεται με την ανακίνηση του συναισθήματος, αλλά και λογοκριμένων μέσα μας σκέψεων, τότε ναι, θα έλεγα ότι έγραψα κάτι σαν παραμύθι. Είναι βέβαια και μια αλληγορία «To Ευτυχισμένο Νησί». Ο μύθος και ο λόγος του παραμυθιού ήταν το πρόσχημα να συλλογιστώ και να φέρω εκ νέου στην επιφάνεια θέματα του μέσα χώρου, θέματα που με ταράζουν, με απασχολούν μονίμως και τα θεωρώ σημαντικά».

«Η απώλεια δεν είναι κατάρα»


Η ιστορία της, όπως εξήγησε η Φωτεινή Τσαλίκογλου, δεν είχε ως αφετηρία κάποια συγκεκριμένη όψη της τρέχουσας συγκυρίας. «Η ιστορία ξεκίνησε από μια εμμονή που έχω μέσα μου, μια εμμονή που δεν είναι όψιμη και μάλλον δεν έχει να κάνει με την ηλικία μου, μια εμμονή που την έχω από πολύ μικρή. Είναι η γειτνίασή μου με την απώλεια και τα μυστικά δώρα που μπορεί να μας δώσει. Ακόμη και η πιο άγρια απώλεια, ξέρετε, όπως είναι ο θάνατος μιας μητέρας για ένα κοριτσάκι. Πιστεύω πολύ στην απελευθέρωση μέσω των οδυνηρών πραγμάτων. Πιστεύω στην ιαματική λειτουργία που μπορεί να έχει η επεξεργασία της οδύνης, οι μεταμορφώσεις της οδύνης. Αυτό κάνει άλλωστε και η τέχνη. Στη ζωή μας πάντως πρωταγωνιστεί η απώλεια. Δεν μπορούμε να της ξεφύγουμε. Και γι’ αυτό μάς συμφέρει να την καλοδεχτούμε. Και να τη μεταπλάσουμε σαν καλλιτέχνες προς όφελός μας. Η απώλεια δεν είναι κατάρα».
Το αγόρι βέβαια καταφθάνει σ’ ένα πρώην Ευτυχισμένο Νησί, όταν όλα εκεί έχουν βυθιστεί σε μια πρωτοφανή θλίψη, σ’ ένα πρωτόγνωρο πένθος. Η κόρη του καλοκάγαθου βασιλιά Αιγέα, η όμορφη πριγκίπισσα Κοραλλένια, έχει τυφλωθεί ύστερα από ένα σημαδιακό όνειρο που τάραξε τον ύπνο της, ένα όνειρο που συνδέεται με ένα μεγάλο μυστικό.
Η διαχείριση του συναισθήματος


Καταλυτικό ρόλο στην αποκάλυψή του διαδραματίζει η Χρυσάνθη, ένα χρυσόψαρο που γνωρίζει μια «μυστική γλώσσα» και έρχεται να βοηθήσει (τι ειρωνεία!) στην ανόρθωση μιας καταπιεσμένης μνήμης. «Στην ουσία η Κοραλλένια τυφλώνεται όταν υποχρεώνεται να δεχθεί μια πολύ τραυματική αλήθεια που την πονάει. Ολη της η ζωή έχει δομηθεί πάνω στη συγκάλυψη αυτού του τραύματος. Η ίδια δεν το ξέρει αλλά το νιώθει. Υπάρχουν πράγματα που τα παιδιά δεν τα ξέρουν αλλά τα μαντεύουν. Αυτό είναι ίδιον των παιδιών, έχουν έναν τρόπο να επικοινωνούν με το άλεκτο, με αυτό που δεν χωράει στον λόγο. Το πιστεύω αυτό. Πιστεύω επίσης ότι υπάρχει μια σωματική, μια αρχέγονη μνήμη που μας καθορίζει. Και μια νοσταλγία γι’ αυτήν ακριβώς τη μνήμη. Νιώθω ότι σε αυτή τη ρευστή εποχή, των ανταλλάξιμων και των εικονικών σχέσεων, υπάρχει μια τρομακτική ανάγκη για ένα ουσιαστικό πλησίασμα του άλλου. Κάτι που όμως τρομάζει τους ανθρώπους. Ενώ λοιπόν αυτή η εγγύτητα, ο συναισθηματικός δεσμός, είναι ό,τι πιο αντισταθμιστικό της οδύνης μπορούμε να έχουμε, αυτό το παραμερίζουμε. Εχουμε σήμερα μια δυσκολία να διαχειριστούμε το συναίσθημά μας. Επικρατεί μια αλεξιθυμία, διώχνουμε το συναίσθημα για να προστατευθούμε υποτίθεται. Αυτό συμβαίνει, υπό μία έννοια, και στο Ευτυχισμένο Νησί, όπου απαγορεύεται το πένθος, και γι’ αυτό είναι πλασματικά ευτυχισμένο».
Η αφηγήτρια βέβαια αποφεύγει να ορίσει την ευτυχία, λέει όμως ότι «ποτέ δεν κρατάει πολύ», αυτή είναι η μοίρα της. Υπάρχει όμως και κάτι πέραν της ευτυχίας, κάτι που εγγράφεται στο «άλεκτο» που λέγαμε. «Ολοι περάσαμε απ’ αυτή την εμπειρία του άλεκτου στην αρχή της ζωής μας. Στην αρχή της ζωής μας όλοι νιώσαμε την άφατη ευτυχία του άλεκτου. Πώς; Μέσα από την προστασία του μητρικού περιβάλλοντος, μέσα από εκείνη την αδιαφοροποίητη συνθήκη του εαυτού με το πρόσωπο του άλλου, με το πρόσωπο της μητέρας μας, όταν νιώσαμε ότι εκείνη είναι εκεί για εμάς και δεν μπορεί να μας βλάψει τίποτα. Το μωρό που θηλάζει βυθίζεται, υπό μια έννοια, σε μια τέτοια ουτοπία. Κάτι που όμως δεν κρατάει για πολύ. Διότι παραμονεύει εξαρχής η διάψευση. Εκ των πραγμάτων. Δεν γίνεται να μας ικανοποιείται εσαεί αυτή η αίσθηση της πληρότητας. Η διάψευση λοιπόν είναι από τότε παρούσα. Η απώλεια είναι από τότε παρούσα. Επομένως το βασικό είναι το πώς μπορούμε να προστατεύσουμε αυτή τη νοσταλγία της απόλυτης θαλπωρής στη συνέχεια της ζωής μας. Κάτι εξαιρετικά δύσκολο, αφού εκπαιδευόμαστε να είμαστε «λειτουργικοί» μέσα σ’ ένα σύστημα που δεν μας επιτρέπει να προσεγγίζουμε τις ρωγμές μας. Κάπως έτσι η ευτυχία κατάντησε μια επιταγή για τους ανθρώπους. Οι ήρωες του «Ευτυχισμένου Νησιού» μάς καλούν να διαπραγματευθούμε επιτέλους με το ευάλωτο κομμάτι του εαυτού μας, να το αναγνωρίσουμε, να μην το φοβηθούμε. Το βλέπω αυτό σαν μια πρόταση ζωής».
Αλλωστε, όπως συμπλήρωσε η Φωτεινή Τσαλίκογλου, η ευτυχία είναι κάτι το παράδοξο. Γι’ αυτό και όλες οι «μετρήσεις ευτυχίας» είναι «αφελείς». Γιατί ακόμη και μια ξαφνική επιτυχία, λ.χ., μπορεί να έχει τα ίδια ακριβώς αποδιοργανωτικά αποτελέσματα για τους ανθρώπους με μια ξαφνική καταστροφή. Μιλώντας για καταστροφές φθάσαμε και στην κρίση, στη διάρκεια της οποίας είδαμε τα πάντα, «και να ενώνει και να κακοποιεί σχέσεις και δεσμούς που θα άξιζαν να είχαν μιαν άλλη τύχη, να μην τινάζονται, π.χ., με ευκολία φιλικές σχέσεις μιας ζωής στον αέρα, επειδή πάντα τα πρόσωπα είναι σημαντικότερα από την όποια ιδεολογία. Να θυμίσω τον Καμί εδώ, όταν σχετικά με τις βόμβες στο Αλγέρι έλεγε «ανάμεσα στη δικαιοσύνη και στη μητέρα μου θα προτιμήσω τη μητέρα μου»».

Πάντως ο διαχωρισμός ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα κατέστη δίπολο ακόμη και της πολιτικής πραγματικότητας. «Εχω την αίσθηση ότι αυτός ο διαχωρισμός δεν οδηγεί πουθενά. Διότι είναι σαν να κακολογούμε τη λογική, από τη μια πλευρά, ότι σ’ αυτήν δεν ριζώνει καθόλου το συναίσθημα και, από την άλλη, είναι σαν να υποβαθμίζουμε το συναίσθημα, ότι είναι απολύτως ασύμβατο με τη λογική. Κι όμως πρέπει να αναζητήσουμε και τα δύο, και να καταφέρουμε να διακρίνουμε τα συγκοινωνούντα ρεύματα μεταξύ τους. Οραματίζομαι έναν ενδιάμεσο κόσμο συναισθηματικής λογικής που μας λείπει».
Αυτό που την απελπίζει σήμερα είναι «το διάχυτο μίσος, το μίσος που γίνεται ο μοναδικός τρόπος ζωής για πολλούς ανθρώπους. Το μίσος είναι μια διαστροφική «προστασία» του εαυτού, τον καταστρέφει. Το να ζεις για να μισείς ή να ζεις μισώντας είναι εφιαλτικό. Και η ευκολία στην καταστροφή με απελπίζει, το ότι έχουν χαλαρώσει τα αντανακλαστικά μας απέναντι στην καταστροφή. Αλλά το μίσος είναι που με αποκαρδιώνει, νιώθω άοπλη μπροστά του και αβοήθητη».
«Μοιρασμένη οδύνη»


Αυτό που ενδεχομένως θα μπορούσε να ενώσει συναισθηματικά μια κοινωνία όπως η δική μας θα ήταν μια «μοιρασμένη οδύνη» στην παρούσα φάση. «Ο πόνος που μοιράζεται γίνεται μισός, λέει πολύ ωραία ο Σαίξπηρ. Για να μοιραστείς όμως τον πόνο, τον πόνο του άλλου, πρέπει να τον αφήσεις να σε ποτίσει. Για πολλούς συνανθρώπους μας κλονίζονται θεμελιώδεις βεβαιότητες της ύπαρξης, το αυτονόητο των πραγμάτων. Οπως όμως δεν μπορείς να ζήσεις τον θάνατο του άλλου, έτσι δεν μπορείς να ζήσεις, ίσως, και τον πόνο του. Υπάρχει ένα αμείλικτο ερώτημα: Πόσο νομιμοποιούμαστε όσοι δεν είμαστε από τη μεριά των αναξιοπαθούντων της κοινωνίας μας, όσοι έχουμε ακόμη δουλειές, σπίτια, αγαθά, πόσο μπορούμε να φτιάξουμε μια κοινότητα οδύνης με τους άλλους; Ως πού μπορούν οι μεν να διεκδικήσουν το δικαίωμα να ταράζονται από αυτό που υφίστανται οι δε; Είναι αρκετή η συναισθηματική αλληλεγγύη, ακόμη κι όταν τη νιώθεις να είναι ειλικρινής και να αναβλύζει από μέσα σου; Πραγματικά δεν ξέρω. Είναι ένα ανοιχτό ερώτημα. Σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερο ίσως να το θέτουμε παρά να το αποσιωπούμε. Οποτε βλέπω έναν επαίτη στον δρόμο, νιώθω ντροπή. Ντρέπομαι να τον βοηθήσω, ντρέπομαι να καθησυχαστώ μέσα από μια ελεημοσύνη, ντρέπομαι όμως και να τον προσπεράσω» κατέληξε η Φωτεινή Τσαλίκογλου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ